Αυτό το λήμμα χρειάζεται μετάφραση.
Αν θέλετε να συμμετάσχετε, μπορείτε να επεξεργαστείτε το λήμμα μεταφράζοντάς το ή προσθέτοντας δικό σας υλικό και να αφαιρέσετε το {{μετάφραση}} μόλις το ολοκληρώσετε. Είναι πιθανό (και επιθυμητό) το ξενόγλωσσο κείμενο να έχει κρυφτεί σαν σχόλιο με τα <!-- και -->. Πατήστε "επεξεργασία" για να δείτε ολόκληρο το κείμενο. |
Κοάτι | ||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Λευκόρρινο κοάτι (Nasua narica)
| ||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||
| ||||||||||||
Χάρτης κατανομής
|
Τα Κοάτι (στα ισπανικά: Κοατί [Coatí]) είναι μέλη της οικογένειας των ρακούν (Προκυνίδες). Ανήκουν στα γένη Νάσουα και Νασουέλλα και είναι επίσης γνωστά ως κοατιμούντι,[1][2] βραζιλιανά άαρντβαρκ,[3] τεχόν, τσολούγο ή μονκούν, χοιρόρρινα κουν[4] και με άλλα ονόματα. Είναι ημερόβια θηλαστικά που απαντώνται στην Νότια Αμερική, την Κεντρική Αμερική, το Μεξικό και τις νοτιοδυτικές ΗΠΑ. Η ονομασία προέρχεται από τους αυτόχθονες Τούπι της Βραζιλίας.[5]
Τα ενήλικα κοάτι έχουν μήκος 33 με 69 εκατοστόμετρα από το κεφάλι στην βάση της ουράς, που μπορεί να έχει μήκος όσο όλο το σώμα. Τα κοάτι έχουν περίπου 30 εκατοστόμετρα ύψος μέχρι τους ώμους, και ζυγίζουν ανάμεσα σε 2 και 8 χιλιόγραμμα, περίπου το μέγεθος μίας μεγάλης οικόσιτης γάτας. Τα αρσενικά γίνονται σχεδόν διπλάσια σε μέγεθος από τα θηλυκά και έχουν μεγάλους, κοφτερούς κυνόδοντες. Οι παραπάνω μετρήσεις είναι για το λεκόρρινο και το νοτιοαμερικανικό κοάτι. Τα δύο ορεινά κοάτι είναι μικρότερα.[6]
Όλα τα κοάτι έχουν ένα λεπτό κεφάλι με μία επιμήκη, εύκαμπτη, ελαφρά προς τα πάνω στραμμένη μύτη, μικρά αυτιά, σκούρα πόδια, και μία μακριά, μη συλληπτήρια ουρά που χρησιμεύει για ισορροπία και σηματοδότηση.
Τα νοτιοαμερικανικά κοάτι έχουν είτε ανοιχτή καφέ είτε μαύρη γούνα, με ανοιχτότερο υπόστρωμα και ουρά με λευκούς δακτυλίους. Τα κοάτι έχουν μακριά καστανή ουρά με δακτυλίους οι οποίοι μπορεί να είναι από ακριβώς όμοιοι με του ρακούν έως πολύ αμυδροί. Όπως τα ρακούν και σε αντίθεση με τις γάτες με δακτυλιωτή ουρά και τα κακομίστλ, οι δακτύλιοι πάνε γύρω από όλη την ουρά. Τα κοάτι συχνά κρατάνε την ουρά σηκωμένη, ώστε να παραμένουν οι ομάδες των κοάτι μαζί και να μην χάνονται στην πυκνή βλάστηση. Η άκρη της ουράς μπορεί να κινείται ελαφρώς από μόνη της, όπως συμβαίνει στις γάτες, αλλά δεν είναι συλληπτήρια όπως είναι εκείνη του κινκαχού, ενός άλλου μέλους των προκυνιδών.
Τα κοάτι έχουν πατούσες σαν της αρκούδας- και του ρακούν, και τα κοάτι, τα ρακούν, και οι αρκούδες είναι πελματοβάμονα (περπατούν στα πέλματα των ποδιών, όπως οι άνθρωποι). Τα κοάτι έχουν μη συσταλτά νύχια. Τα κοάτι έχουν επίσης, μαζί με τα ρακούν και άλλες προκυνίδες (και άλλα σαρκοφάγα και σπανίως ακόμα και άλλα θηλαστικά), διπλή άρθρωση και οι αστράγαλοί τους μπορούν να περιστραφούν περισσότερο από 180°. Άλλα ζώα που ζουν σε δάση έχουν αποκτήσει μερικά ή όλα από αυτά τα χαρακτηριστικά μέσω της συγκλίνουσας εξέλιξης, συμπεριλαμβάνοντας τις οικογένειες των μαγκουστών, των σιβέτ, των γατών, και των αρκούδων. Κάποια από αυτά τα ζώα βαδίζουν στα δάχτυλα των μπροστινών ποδιών και τα πέλματα των πίσω ποδιών.
Το ρύγχος των κοάτι είναι μακρύ και κάποτε σαν χοίρου (βλέπε Συίδες) - ένας λόγος για το ψευδώνυμό τους 'το χοιρόρρινο ρακούν'. Είναι επίσης εξαιρετικά εύκαμπτο - μπορεί να περιστραφεί 60° σε κάθε κατεύθυνση. Χρησιμοποιούν τις μύτες τους για να ωθήσουν αντικείμενα και τα και να τρίψουν μέρη του σώματός τους. Τα σημάδια του προσώπου περιλαμβάνουν λευκά σημάδια γύρω από τα μάτια και τα αυτιά και το ρύγχος.
Τα κοάτι έχουν ισχυρά άκρα για να αναρριχηθούν και να σκάψουν και φημίζονται για την ευφυΐα τους όπως και τα ρακούν. Προτιμούν να κοιμούνται η να αναπαύονται σε υπερυψωμένες θέσεις και κοιλώματα, όπως οι θόλοι των βροχερών δασών, όπου χτίζουν πρόχειρα φωλιές για να κοιμηθούν. Τα κοάτι είναι δραστήρια μέρα και νύκτα.
Συνολικώς, τα κοάτι είναι ευρέως διεσπαρμένα, κατέχοντας ενδιαιτήματα από τις ζεστές και ξηρές περιοχές στα υγρά τροπικά δάση του Αμαζονίου ή ακόμα και στις ορεινές πλαγιές των Άνδεων, συμπεριλαμβάνοντας τις ποώδεις διαπλάσεις και τις θαμνώδεις περιοχές. Η γεωγραφική τους κατανομή εκτείνεται από τις νοτιοδυτικές Η.Π.Α. (νότια Αριζόνα, Νέο Μεξικό, και Τέξας) έως την βόρεια Αργεντινή. Γύρω στα 1ο κοάτι πιστεύεται ότι έχουν δημιουργήσει ένα αναπαραγόμενο πληθυσμό στην Κουμβρία, ΗΒ.[7]
| |||||||||||||||||||||||||||||
Τα ακόλουθα είδη είναι αναγνωρισμένα:[6][8][9]
Το κοάτι της Νήσου Κόζουμελ είχε επίσης αναγνωρισθεί ως είδος, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών αρχών το αντιμετωπίζει ως ένα υποείδος, N. narica nelsoni, του λευκορρίνου κοάτι.[8][10][11][12][13]
Γενετικές αποδείξεις (αλληλουχία κυτοχρώματος b) δείχνουν ότι το γένος Νασουέλλα πρέπει να συγχωνευθεί με το γένος Νάσουα, καθώς διαφορετικά το τελευταίο είναι παραφυλετικό.[6]
Λίγα είναι γνωστά για τη συμπεριφορά των ορεινών κοάτι και η συζήτηση που ακολουθεί θα επικεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στα κοάτι του γένους Nasua. Σε αντίθεση με τα περισσότερα μέλη της οικογένειας των ρακούν (Procyonidae), τα coati είναι κυρίως ημερήσια στη φύση.[14][15] Τα θηλυκά κοάτι Nasua και τα νεαρά αρσενικά ηλικίας έως δύο ετών ζουν σε αγέλες και κινούνται στις περιοχές τους σε θορυβώδεις, χαλαρά οργανωμένες ομάδες των τεσσάρων έως 25 ατόμων, αναζητώντας τροφή με τα μικρά τους στο έδαφος ή στις κορυφές των δέντρων.[16] Τα αρσενικά ηλικίας άνω των δύο ετών γίνονται μοναχικά λόγω των ιδιαιτεροτήτων συμπεριφοράς και της συλλογικής επιθετικότητας των θηλυκών και εντάσσονται σε ομάδες θηλυκών μόνο κατά την περίοδο ζευγαρώματος.[17][18]
Τα κοάτι επικοινωνούν τις προθέσεις ή τις διαθέσεις τους με κελαηδίσματα, ρουθούνισμα ή γρυλίσματα.[19][20] Διάφοροι ήχοι κελαηδίσματος χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν χαρά κατά την κοινωνική περιποίηση, συμφιλίωση μετά από καυγάδες ή για να μεταφέρουν εκνευρισμό ή θυμό. Το ρουθούνισμα κατά το σκάψιμο, μαζί με την υψωμένη ουρά, υποδηλώνει εδαφικές ή τροφικές διεκδικήσεις κατά την αναζήτηση τροφής. Τα coati χρησιμοποιούν επιπλέον συγκεκριμένες στάσεις ή κινήσεις για να μεταφέρουν απλά μηνύματα- για παράδειγμα, κρύβουν τη μύτη τους ανάμεσα στα μπροστινά τους πόδια ως ένδειξη υποταγής- χαμηλώνουν το κεφάλι τους, δείχνουν τα δόντια τους και πηδούν σε έναν εχθρό για να επιδείξουν επιθετική συμπεριφορά.[21] Τα κοάτι αναγνωρίζουν το ένα το άλλο από την εμφάνιση, τις φωνές και τις μυρωδιές τους, η ατομική μυρωδιά ενισχύεται από ειδικούς βρογχογόνους αδένες στο λαιμό και την κοιλιά.
Εάν προκληθούν ή αμυνθούν, οι coatis μπορεί να είναι άγριοι μαχητές- τα ισχυρά τους σαγόνια, οι αιχμηροί κυνόδοντες και τα γρήγορα νύχια τους, καθώς και το σκληρό δέρμα τους που είναι σταθερά συνδεδεμένο με τους μύες τους, καθιστούν δύσκολο για τους επίδοξους θηρευτές (όπως τα σκυλιά ή τα τζάγκουαρ) να αρπάξουν ένα μικρότερο θηλαστικό.[22][23][24]
Τα coati από τον Παναμά είναι γνωστό ότι τρίβουν τη ρητίνη από τα δέντρα Trattinnickia aspera (Burseraceae) στη γούνα τους και τη γούνα άλλων μελών της αγέλης, αλλά ο σκοπός της είναι ασαφής. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι χρησιμεύει ως εντομοαπωθητικό, μυκητοκτόνο ή παράγοντας επισήμανσης.