Τα κοινά (commons) είναι οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Τα κοινά περιλαμβάνουν πόρους τους οποίους οι κοινότητες διαχειρίζονται σύμφωνα με κανόνες και πρότυπα που έχουν οι ίδιες καθορίσει. Συνεπώς, τα κοινά αποτελούνται από τρία αλληλένδετα επίπεδα: τον πόρο ή αγαθό, την κοινότητα και το ρυθμιστικό πλαίσιο.[1] Τα κοινά (κοινά αγαθά) είναι αγαθά που κληρονομήθηκαν από τις προηγούμενες γενιές, δημιουργήθηκαν συλλογικά ή αποτελούν φυσική κληρονομιά[2].
Για να αντιληφθούμε καλύτερα τα κοινά πρέπει να συμπεριλάβουμε στον καθορισμό τους 3 στοιχεία συγχρόνως[3]:
Σύμφωνα με τον David Bollier η σπουδαιότητα των κοινών έγκειται στη ικανότητά τους να:
Ο Bollier αναφέρει ότι "η δύναμη ενός κοινού προέρχεται από τις πραγματικές κοινωνικές πρακτικές που του δίνουν πνοή" .Υπάρχουν άτυποι κανόνες για τη διανομή του νερού άρδευσης στο Νέο Μεξικό ή για το πώς γίνονται δεκτά και το πώς αναθεωρούνται τα λήμματα στη Wikipedia, οι οποίοι δεν μπορούν εύκολα να αλλάξουν και γι αυτό είναι δύσκολο να εμπορευματοποιήσεις τους καρπούς των κοινών χωρίς να τα καταστρέψεις . Αν υπάρξει αγοραία εκμετάλλευση των πόρων ενός κοινού τότε οι κοινωνικές σχέσεις που το στηρίζουν διαβρώνονται.[4]
Τα κοινά (κοινοί πόροι) είτε φυσικά είτε τεχνητά, είναι ανοικτά προς όλους και ταυτόχρονα η ωφέλεια που μπορούν να αποκομίσουν οι χρήστες του πόρου δεν είναι απεριόριστη[5]. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με την έλλειψη ενός πλαισίου θεσμικών ρυθμίσεων εμποδίζουν τη βέλτιστη χρήση αλλά και τη βιωσιμότητα του πόρου[6].
Σύμφωνα με τους αυτόνομους μαρξιστές, η έννοια και τα περιεχόμενα των κοινών αποτελούν σημείο-κλειδί για την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και για την έξοδο από τον καπιταλισμό. Θεωρούν παραπλανητική την θεωρία των σταδίων του ιστορικού υλισμού και υποστηρίζουν ότι η πρωταρχική συσσώρευση και οι περιφράξεις αποτελούν μια διαρκή διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Massimo De Angelis "η σχέση μεταξύ καπιταλισμού και κοινών είναι πάντα ένα ζήτημα σχέσεων εξουσίας σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο". Οι αυτόνομοι μαρξιστές αναγνωρίζουν τις "νέες περιφράξεις" των κοινών (περιφράξεις γαιών και υδάτων για κατασκευή φραγμάτων, εξορύξεων, περιφράξεις στην εκπαίδευση, στην υγεία, έλεγχος των γονιδίων, περιφράξεις στο διαδίκτυο, στο πολιτισμό κ.ά) και θεωρούν ως σημαντικότερη πρόκληση την σύνδεση των αγώνων για τα κοινά σε ένα ευρύ πλανητικό πλαίσιο.[3]
Στόχος της θεωρίας των κοινών είναι να εντοπίσει τον κοινωνικό προσδιορισμό εναλλακτικών πρακτικών που δομούν την γνώση και εμπειρία και παράλληλα να διερευνήσει τις προϋποθέσεις αλλαγών στην κοινωνία και την εκπαίδευση. Οι λεγόμενες «αλλαγές» εστιάζουν στις σχέσεις εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων, με την εκπαιδευτική γνώση και παιδαγωγική τους σχέση να παίρνει διάφορες μορφές εντός και εκτός του εκπαιδευτικού θεσμού, ενώ ενδέχεται να προκαλέσουν και μετασχηματισμούς στις κοινωνικές τους σχέσεις. Η ομότιμη εκπαίδευση που βασίζεται στα κοινά (commons-based peer education) αναπτύσσει συστηματικά στα παιδιά αξίες συλλογικής αυτοδιαχείρισης, αυτονομίας, αλτρουισμού και διαμοιρασμού [7].
Γενικά, μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: τα φυσικά κοινά (ο αέρας, η γη, το νερό κλπ.), τα δημόσια κοινά (υποδομές, οδικά δίκτυα, δίκτυα μεταφορών, τηλεπικοινωνίες, εκπαίδευση, υγεία, δίκτυα κοινής ωφέλειας, κλπ.) και τα πολιτισμικά ή πολιτιστικά κοινά (γλώσσες, επιστήμες, τέχνες, πολιτιστική κληρονομιά, διαδίκτυο κλπ.)[1]. Τα πρώτα αποτελούν κοινά που δεν έχουν δημιουργηθεί από τον άνθρωπο, αλλά από τη φύση. Τα φυσικά κοινά είναι περιορισμένα, αλλά ο σύγχρονος καπιταλισμός τα αντιμετωπίζει λες και βρίσκονται σε αφθονία [8]. Από την άλλη, τα πολιτισμικά κοινά βρίσκονται όντως σε αφθονία. Οι άνθρωποι είναι επομένως ελεύθεροι να τα διαχειριστούν είτε ως τελικοί καταναλωτές, είτε ως εργαλεία για να παραγάγουν κάτι νέο [8]. Υπάρχουν ακόμη τα αστικά κοινά (ελεύθεροι, κοινόχρηστοι, κοινωφελείς χώροι, χώροι πρασίνου, δίκτυα υποδομών), τα γενετικά κοινά (γονίδια), τα ενεργειακά κοινά (φυσικοί, ενεργειακοί πόροι), τα επικοινωνιακά κοινά (ηλεκτρομαγνητικό φάσμα), τα πληροφοριακά κοινά (διαδίκτυο, ανοιχτό και ελεύθερο λογισμικό)[9] που είναι μια υποπερίπτωση των πολιτιστικών κοινών.
Επομένως, τα κοινά μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες ομάδες: στα υλικά και στα άυλα κοινά, ή αλλιώς πνευματικά ή πληροφοριακά κοινά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πληροφοριακών κοινών αποτελούν το διαδίκτυο, το οποίο μπορεί να είναι διαθέσιμο σε όλους και ο σχεδιασμός του επιτρέπει στον καθένα να καινοτομήσει και να επικοινωνήσει, το ανοικτό και ελεύθερο λογισμικό, όπου χρήστες συμμετέχουν εθελοντικά στη δημιουργία λογισμικών που διατίθενται ελεύθερα με ανοικτό κώδικα, και η διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια Wikipedia που αποτελεί μια τεράστια βάση πληροφοριών και γνώσης.
Τα υλικά κοινά είναι αγαθά τα οποία δεν υπάρχουν σε αφθονία και η κατάχρηση τους οδηγεί σε αυτό που ο Garett Hardin[10] αποκάλεσε «η τραγωδία των Κοινών», δημιουργώντας την αναγκαιότητα για περιορισμό και έλεγχο της χρήσης τους.Ωστόσο τα συγκεκριμένα κοινά ανήκουν στην κατηγορία πόρων κοινής δεξαμενής όπου ο Hardin στην ουσία έλαβε υπόψη του ένα πόρο ανοικτής πρόσβασης όπου απουσίαζε η έννοια της κοινότητας και των σχέσεων που δημιουργούν τα κοινά όπως εύστοχα παρατηρεί ο Massimo De Angelis[11]. Τα προβλήματα αυτά δεν υπάρχουν στη σφαίρα της πληροφορίας -ή αν υπάρχουν θα είναι σε πολύ μικρό βαθμό με σχεδόν μηδενικό οριακό κόστος για κάθε επιπλέον μονάδα αγαθού- όπου τα πληροφοριακά αγαθά είναι άφθονα, και η χρήση (ή αλλιώς κατανάλωση) μιας επιπλέον «μονάδας» πληροφορίας δεν αποκλείει τη χρήση της από άλλους (βλέπε σχετικά και στο λήμμα πολιτιστικά κοινά) [12]. Τα πληροφοριακά κοινά διαφέρουν από τις αγορές καθώς έχουν δημόσιο χαρακτήρα, εφαρμόζοντας την αρχή: από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του [8]. Όσο περισσότερο χρησιμοποιούνται, τόσο μεγαλύτερη αξία αποκτούν και τόσο πιο ωφέλιμα για το κοινωνικό σύνολο γίνονται [12].
Παρακάτω παραθέτονται παραδείγματα τα οποία απεικονίζουν τύπους περιβαλλοντικών κοινών:
Ευρωπαϊκή χρήση γης
Αρχικά, στη μεσαιωνική Αγγλία, το κοινό ήταν αναπόσπαστο μέρος του φέουδου (manor), οπότε νομίκως ήταν μέρος του κτήματος της γης που ανήκε στον άρχοντα του φέουδου πάνω στο οποίο ορισμένες τάξεις μεταξύ των οποίοων μισθωτοί για το φέουδο είχαν αποκτήσει ορισμένα δικαιώματα. Με την πορεία των χρόνων, ο όρος "κοινά" ("commons") έχει βρει εφαρμογή και σε άλλους πόρους στους οποίους μια κοινότητα έχει δικαιώματα ή πρόσβαση. Σε παλαιότερα κείμενα η χρήση της λέξης "κοινό" χρησιμοποιείται για να υποδηλωθεί οποιοδήποτε τέτοιο δικαίωμα, όμως σε συγχρονότερα κείμενα η λέξη χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε συγκεκριμένα δικαιώματα του κοινού και για να διατηρηθεί το όνομα "κοινό" για τη γη πάνω στην οποία ασκούνται τα δικαιώματα. Το πρόσωπο που έχει δικαίωμα στην ή πάνω σε κοινή γη από κοινού με κάποιον άλλον ή άλλους, ονομάζεται "κοινός άνθρωπος" ("commoner").[13]
Στην κεντρική Ευρώπη, τα κοινά (σχετικά μικρής κλίμακας γεωργία κυρίως στη νότια Γερμανία, την Αυστρία και τις αλπικές χώρες) διατηρήθηκαν, σε ορισμένα μέρη, μέχρι σήμερα[14]. Ορισμένες μελέτες έχουν συγκρίνει τις γερμανικές και αγγλικές σχέσεις με τα κοινά μεταξύ της ύστερης μεσαιωνικής εποχής και των αγροτικών μεταρρυθμίσεων του 18ου και 19ου αιώνα. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν αρκετά ριζοσπαστικό στο να απομακρύνει και να περικλείει πρώην κοινά, ενώ η νοτιοδυτική Γερμανία (και οι αλπικές χώρες όπως η Ελβετία) είχαν τις πιο προηγμένες δομές κοινών και ήταν πιο διατεθειμένοι να τις κρατήσουν. Η περιοχή του Κάτω Ρήνου είχε μια πιο μετριοπαθή θέση[15]. Ωστόσο, το Ηνωμένο Βασίλειο και τα πρώην κυριαρχικά εδάφη έχουν μέχρι σήμερα μια μεγάλη έκταση γης του Στέμματος, η οποία συχνά χρησιμοποιείται για κοινοτικούς σκοπούς ή για λόγους διατήρησης.
Μογγολικοί βοσκότοποι
Με βάση ένα ερευνητικό πρόγραμμα της Περιβαλλοντικής και Πολιτιστικής Προστασίας στην Εσωτερική Ασία (ECCIA) από το 1992 έως το 1995, χρησιμοποιήθηκαν δορυφορικές εικόνες για τη σύγκριση της υποβάθμισης της γης λόγω βοσκής στις περιοχές της Μογγολίας, της Ρωσίας και της Κίνας.[16] Στη Μογγολία, όπου επιτρέπεται στους βοσκούς να κινούνται συλλογικά μεταξύ εποχιακών βοσκότοπων, η υποβάθμιση παρέμεινε σχετικά χαμηλή σε περίπου 9%. Συγκριτικά, η Ρωσία και η Κίνα, οι οποίες έδιναν εντολή σε κρατικούς βοσκότοπους που αφορούσαν σταθερούς οικισμούς και σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιωτικοποιήσεις από το νοικοκυριό, είχαν πολύ μεγαλύτερη υποβάθμιση, περίπου 75% και 33% αντίστοιχα[17]. Μια συνεργατική προσπάθεια εκ μέρους των Μογγολών αποδείχθηκε πολύ πιο αποτελεσματική στη διατήρηση του βοσκότοπου.
Αλιεία αστακών στο Μέιν
Η ευρεία επιτυχία της βιομηχανίας αστακών του Μέιν αποδίδεται συχνά στην προθυμία των ψαράδων αστακού του Μέιν να διατηρήσουν και να υποστηρίξουν τους κανόνες προστασίας του αστακού. Αυτοί οι κανόνες συμπεριλαμβάνουν τα λιμενικά εδάφη που δεν αναγνωρίζονται από το κράτος, τα άτυπα όρια της παγίδευσης και τους νόμους που επιβάλλει η πολιτεία του Μέιν (οι οποίοι επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την άσκηση πίεσης από την ίδια την βιομηχανία αστακών).[18] Ουσιαστικά, οι ψαράδες συνεργάζονται χωρίς μεγάλη κυβερνητική παρέμβαση για να διατηρήσουν τον πόρο κοινής δεξαμενής τους.
Τα δάση έχουν την ιδιότητα και την δυνατότητα να αυτορυθμίζονται και έτσι να διατηρούνται επί μακρά σειρά ετών αγέρωχα προσφέροντας και στους ανθρώπους έναν πολύτιμο σύμμαχο οξυγόνου και προστάτη από πλημμύρες. Δυστυχώς όμως ο άνθρωπος έχει την κακή συνήθεια να παρεμβαίνει ως ένας εξωτερικός παράγοντας που τις περισσότερες φορές η παρέμβαση αυτή είναι αρνητική και σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα και καταστροφική. Η ραγδαία αστικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών, η συνεχής δόμηση, η απότομη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν μερικές από τις αιτίες που οδήγησαν στην υπερβολική υλοτομία, σε πυρκαγιές και γενικά στην άκρατη και αλόγιστη χρήση ενός τόσο σημαντικού κοινού, όπως είναι το δάσος.
Στην προσπάθεια να διασωθούν κάποια δάση και να σταματήσει η καταστροφή εμφανίστηκαν τα κοινοτικά δάση, ένας νέος όρος όπου ουσιαστικά δεν ήταν κάτι άλλο από δάση τα οποία παρείχαν σε μία κοινότητα τη δυνατότητα λελογισμένης αξιοποίησης των τοπικών δασών. Η κοινότητα ζει από το δάσος, τρέφεται από αυτό και σε περίπτωση καταστροφής του, διάβρωσης του εδάφους του ή υπερβολικής χρήσης, τότε οι συνέπειες θα είναι άμεσα αρνητικές όχι μόνο για το δάσος αλλά και για τα μέλη της κοινότητας. Επομένως έχουμε μία αμφίδρομη σχέση όπου η επιβίωση του ενός μέρους έρχεται σε άμεση συνάρτηση με την επιβίωση του άλλου. Κάποτε, η χρήση των δασών ακολουθούσε τις παραδόσεις του ελέγχου της τοπικής κοινότητας. Οι Εθνικές Κυβερνήσεις έχοντας όμως ως βασικό κίνητρο το κέρδος αμέλησαν τη φροντίδα των δασών και οι τοπικές κοινότητες έχασαν τη δυνατότητα διαχείρισής τους. Αυτό που ήταν κάποτε ένας καλά ρυθμισμένος κοινός πόρος έγινε ένας ελεύθερος για όλους πόρος ανοικτής πρόσβασης, που όμως στο βωμό του κέρδους θυσιάστηκε και μάλιστα δίχως δεύτερη σκέψη. Για αιώνες, αυτά τα δάση έχουν παράσχει στους ανθρώπους των κοινοτήτων αυτών την ξυλεία, τα καύσιμα, τρόφιμα και τη χορτονομή για τα ζώα τους. Οι περιβαλλοντολόγοι έκρουσαν εντέλει τον κώδωνα του κινδύνου και ευτυχώς κάποιες Κυβερνήσεις, Δήμοι και γενικά επίσημοι φορείς ανέλαβαν δράση. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο παραμένει ο τοπικός ανθρώπινος παράγοντας. Η συνεργασία και η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της εκάστοτε κοινότητας θα αποτελέσει κομβικό παράγοντα για την επιβίωση και εφόσον όλα βαίνουν καλώς την ανάπτυξη του αντίστοιχου κοινοτικού δάσους. Τα κοινοτικά δάση δρουν ως μία μορφή ΄΄τσελιγκάτου΄΄ όπου τα μέλη της κοινότητας προσδιορίζουν τις ανάγκες τους για υλοτομία, βόσκηση και γενικά χρήση του κοινοτικού δάσους. Έτσι προβαίνουν σε σωστή χρήση του, αποφεύγονται φαινόμενα π.χ. υπερβόσκησης και αποτελούν ουσιαστικά τους φύλακες προστάτες αυτού του υπερπολύτιμου φυσικού κοινού πόρου.
Από τα παλαιότερα και άκρως επιτυχημένα εγχειρήματα είναι αυτό των κοινών ιδιοκτησιών δασών στη Σουηδία, όπου οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών είναι ιδιοκτήτες γαιών υπό το καθεστώς όμως κοινής ιδιοκτησίας. Η εύρυθμη λειτουργία τους και η διατήρηση μεγάλου μέρους του Σουηδικού πληθυσμού στις αγροτικές περιοχές αποδεικνύει πως το μοντέλο αυτό ήταν τουλάχιστον πετυχημένο[19]. Στην Ελλάδα οι πρώτες προσπάθειες για κοινοτικά δάση και την προστασία τους εντοπίζονται στο έτος 1958 όπου ο τότε υπουργός Γεωργίας προσπάθησε να θέσει κάποιους κανόνες για τα κοινοτικά δάση, με σκοπό αρχικά την κάλυψη των τοπικών αναγκών σε ξυλεία και στόχο σε βάθος εικοσαετίας την πλήρη αναδάσωσή τους. Έτσι, τον Αύγουστο του 1959, παραχωρήθηκαν βάσει των μελετών αναδάσωσης οι πρώτες εκτάσεις. Με απόφαση του υπουργού Γεωργίας παραχωρήθηκαν για δημιουργία κοινοτικών δασών 46.060 στρέμματα, σε 39 κοινότητες, ως εξής:
· 6.400 στρ. σε έξι κοινότητες του Δασαρχείου Μαντινείας,
· 8.430 στρ. σε πέντε κοινότητες του Δασαρχείου Μετσόβου,
· 1.800 στρ. σε τρεις κοινότητες του Δασαρχείου Μεσολογγίου,
· 700 στρ. σε δυο κοινότητες του Δασαρχείου Κυνουρίας,
· 16.250 στρ. σε έξι κοινότητες του Δασαρχείου Σερρών και Παγγαίου,
· 8.200 στρ. σε τέσσερις κοινότητες του Δασαρχείου Σιδηροκάστρου,
· 2.380 στρ. σε έξι κοινότητες του Δασαρχείου Φλώρινας,
· 450 στρ. σε δυο κοινότητες του Δασαρχείου Αρναίας και
· 1.450 στρ. σε πέντε κοινότητες του Δασαρχείου Αλεξανδρούπολης[20].
Με την πάροδο των ετών η διεθνής κοινότητα και φυσικά και η Ευρωπαϊκή Ένωση συνειδητοποίησαν τη σημασία των δασών και δημιουργήθηκε έτσι το πρόγραμμα Natura 2000. Το Natura 2000 (Φύση 2000) ιδρύθηκε το 1992 και είναι ένα πανευρωπαϊκό δίκτυο προστασίας των ειδών και των ενδιαιτημάτων τους. Αφορά την προστασία και διατήρηση γενικά της φύσης και σε αυτό περιλαμβάνονται ειδικές ζώνης προστασίας και διατήρησης ειδών χλωρίδας και πανίδας που κινδυνεύουν, ενώ εντάσσονται στο πρόγραμμα αυτό μία σειρά από κοινοτικά δάση, αισθητικά δάση, θαλάσσια πάρκα, εθνικοί δρυμοί, όπως είναι το Δάσος του Ράντη στην Ικαρία, το δάσος της Φολόης και πάρα πολλά άλλα[21].
Κοινοτικά δάση στο Νεπάλ
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, το Νεπάλ επέλεξε να αποκεντρώσει τον κυβερνητικό έλεγχο των δασών. Τα κοινοτικά προγράμματα για τα δάση λειτουργούν δίνοντας στις τοπικές περιοχές ένα οικονομικό μερίδιο από κοντινές δασικές εκτάσεις, αυξάνοντας έτσι τα κίνητρα για την προστασία τους από την υπερβολική χρήση. Τα τοπικά ιδρύματα ρυθμίζουν τη συγκομιδή και την πώληση ξυλείας και γης και πρέπει να χρησιμοποιούν οποιοδήποτε κέρδος για την ανάπτυξη και διατήρηση των δασών. Μέσα σε είκοσι χρόνια, οι ντόπιοι έχουν παρατηρήσει μια ορατή αύξηση του αριθμού των δέντρων. Η κοινοτική δασοκομία μπορεί επίσης να συμβάλει στην ανάπτυξη της κοινότητας στις αγροτικές περιοχές - για παράδειγμα στην κατασκευή σχολείων, στην άρδευση και στο πόσιμο νερό και στην κατασκευή δρόμων. Η κοινοτική δασοκομία έχει αποδειχθεί ευνοϊκή για τις δημοκρατικές πρακτικές σε επίπεδο κινημάτων βάσης (grass roots)[22]. Στο Νεπάλ 5 εκατομμύρια χρήστες του δάσους είναι οργανωμένοι στο μεγαλύτερο Κοινοτικό Οργανισμό της χώρας. Η παγκόσμια αγορά Δίκαιου Εμπορίου έχει αυξηθεί στα 4,9 δισεκατομμύρια € (6,4 δις $) και περιλαμβάνει περίπου 1,2 εκατομμύρια εργαζόμενους και αγρότες που παράγουν πιστοποιημένα προϊόντα. Ενώσεις αμοιβαίου συμφέροντος παρέχουν υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής προστασίας σε 170 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο[23].
Αρδευτικά συστήματα στο Νέο Μεξικό
Το Acequia είναι μια μέθοδος συλλογικής ευθύνης και διαχείρισης για τα συστήματα άρδευσης σε ερημικές περιοχές. Στο Νέο Μεξικό, ένας κοινοτικός οργανισμός γνωστός ως Σύλλογος Acequia (Αcequia Associations) επιβλέπει το νερό από την άποψη της εκτροπής, της διανομής, της αξιοποίησης και της ανακύκλωσης, προκειμένου να ενισχύσει τις γεωργικές παραδόσεις και να διατηρήσει το νερό ως κοινό πόρο για τις μελλοντικές γενιές [24].
Σήμερα, τα κοινά είναι επίσης κατανοητά μέσα σε μια πολιτιστική σφαίρα. Αυτά τα κοινά περιλαμβάνουν τη λογοτεχνία, τη μουσική, την τέχνη, το σχέδιο, τις ταινίες, τα βίντεο, την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τις πληροφορίες, το λογισμικό και τα σημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η Βικιπαιδεία είναι ένα παράδειγμα παραγωγής και συντήρησης κοινών αγαθών από μια κοινότητα συμβαλλόμενων μερών με τη μορφή εγκυκλοπαιδικών γνώσεων στην οποία η πρόσβαση είναι ελεύθερη χωρίς να παρεμβαίνει κάποια κεντρική αρχή [25].
Η τραγωδία των κοινών στην κοινή αποθήκη πολυμέσων (Wiki-Commons) αποφεύγεται μέσα από έλεγχους των μεμονωμένων συγγραφέων της κοινότητα της Βικιπαιδείας[26].
Τα κοινά των πληροφοριών μπορούν να βοηθήσουν στην προστασία των χρηστών των κοινών. Οι εταιρείες που μολύνουν το περιβάλλον μοιράζονται πληροφορίες σχετικά με το τι κάνουν. Διάφορα ερευνητικά προγράμματα, όπως το Toxic 100[27], βοηθούν τους ανθρώπους να μάθουν τι προκαλούν οι επιχειρήσεις αυτές στο περιβάλλον.
Η Mayo Fuster Morell πρότεινε έναν ορισμό των ψηφιακών κοινών ως "πόροι πληροφόρησης και γνώσης που δημιουργούνται συλλογικά και ανήκουν ή μοιράζονται μεταξύ μιας κοινότητας και που τείνουν να είναι μη αποκλειστικοί, δηλαδή να είναι (γενικά ελεύθεροι) διαθέσιμοι σε τρίτους. Έτσι, είναι προσανατολισμένοι να ευνοούν τη χρήση και την επαναχρησιμοποίηση, αντί να ανταλλάσσονται ως εμπόρευμα. Επιπλέον, η κοινότητα των ανθρώπων που τους κατασκευάζει μπορεί να παρεμβαίνει στη διακυβέρνηση των διαδικασιών αλληλεπίδρασης τους και στις διαμοιραζόμενες πηγές τους"[28].
Παραδείγματα ψηφιακών κοινών είναι η Βικιπαιδεία, το ελεύθερο λογισμικό και τα προγράμματα εξοπλισμού ανοιχτού κώδικα (Open-source hardware).
Κομμάτι του κινήματος της ανοιχτής γνώσης αποτελεί η κίνηση υπέρ της ελεύθερης κουλτούρας που υπερασπίζεται τα ψηφιακά κοινά.
Τα ψηφιακά Κοινά είναι περιεχόμενο, πληροφορίες, και δεδομένα που συλλογικά ανήκουν και διοικούνται από κοινότητες χρηστών μέσω του διαδικτύου. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι πολλοί χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση στις ίδιες πηγές ψηφιακών πόρων χωρίς καμία επίδραση στην ποσότητα ή την ποιότητά τους.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες και το διαδίκτυο δημιούργησαν νέες δυνατότητες που άρχισαν να υπονομεύουν τους θεσμούς και τους μηχανισμούς που διαχειρίζονταν προνομιακά τις πληροφορίες και τη γνώση.
Η αναπαραγωγή και διανομή έργων (μουσική, βιβλία, ταινίες) και η πρόσβαση σε πληροφορίες έγινε μέσω των ψηφιακών τεχνολογιών εύκολη και ανέξοδη.
Η αντίδραση στην κατάσταση αυτή ήταν η ένταση των «περιφράξεων» είτε στο χώρο των βιομηχανιών περιεχομένου (π.χ. μουσική και κινηματογραφική βιομηχανία) είτε στο χώρο των επιχειρήσεων που παράγουν προϊόντα που ενσωματώνουν γνώση (π.χ. φαρμακευτικές εταιρείες). Έτσι, η νομοθεσία περί «πειρατείας» έγινε ακόμη αυστηρότερη, ενώ μεγαλύτερη έμφαση αλλά και διάρκεια δόθηκε στην προστασία «πνευματικών δικαιωμάτων» και στις πατέντες.
Οι περιορισμοί στη διακίνηση ψηφιακών πόρων θεωρήθηκαν από ένα κομμάτι της κοινωνίας (και περισσότερο της νεολαίας) ως παρεμπόδιση στην πρόσβαση και διάδοση ιδεών. Η αντίδραση και η από τα κάτω απάντηση ήταν η αύξηση των ψηφιακών Κοινών.
Το διαδίκτυο επέτρεψε την οργάνωση της συνεργασίας ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό δημιουργών, που ξεπέρασαν το εμπόδιο του χώρου και του χρόνου και έτσι προέκυψε μια μεγάλης έντασης παραγωγή γνώσης, ειδικά στο χώρο του λογισμικού. Το λογισμικό αυτό άρχισε να διατίθεται ελεύθερα, χωρίς οι δημιουργοί του να ενδιαφέρονται για δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Έτσι άρχισε να αναπτύσσεται το κίνημα του ελεύθερου λογισμικού.[1]
Ελεύθερο Λογισμικό
Στη δημιουργία του ελεύθερου λογισμικού, το κίνητρο δεν είναι το οικονομικό κέρδος αλλά η χαρά της προσφοράς και η αναγνώριση από την κοινότητα.
Όπως λέει ο Ρίτσαρντ Στάλμαν, ιδρυτής του Ιδρύματος Ελεύθερου Λογισμικού, «όταν λέμε το λογισμικό “ελεύθερο”, εννοούμε ότι σέβεται τις βασικές ελευθερίες του χρήστη: την ελευθερία να το εκτελέσει, να το μελετήσει και να το αλλάξει και να αναδιανείμει αντίγραφά του με ή χωρίς αλλαγές. Αυτό είναι ένα θέμα ελευθερίας, όχι κόστους. Αυτές οι ελευθερίες είναι ζωτικής σημασίας. Είναι απαραίτητες όχι μόνο για το καλό του χρήστη, αλλά επειδή προωθούν την κοινωνική αλληλεγγύη -δεδομένου ότι υπάρχει μοίρασμα και συνεργασία».
Τα αστικά κοινά δίνουν την ευκαιρία στους πολίτες να αποκτήσουν εξουσία στη διαχείριση των αστικών πόρων και να επαναπροσδιορίσουν τα κόστη πόλης-ζωής με βάση την αξία χρήσης και το κόστος συντήρησής και όχι την αξία που καθοδηγείται από την αγορά[29].
Τα αστικά κοινά παρουσιάζουν τους πολίτες ως βασικούς παίκτες παρά τις δημόσιες αρχές, ιδιωτικές αγορές και τις τεχνολογίες[30]. Ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ (2012) ορίζει τη διάκριση μεταξύ δημόσιων χώρων και αστικών κέντρων. Οι δημόσιοι χώροι και τα αγαθά στην πόλη δημιουργούν ένα κοινό όταν μέρος των πολιτών αναλαμβάνει πολιτική δράση. Η πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα, η πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο και η πλατεία της Καταλονίας στη Βαρκελώνη ήταν δημόσιοι χώροι που μετατράπηκαν σε αστικά κοινά, καθώς οι άνθρωποι διαδήλωσαν εκεί για να υποστηρίξουν τις πολιτικές τους ιδέες. Οι δρόμοι είναι δημόσιοι χώροι που συχνά έχουν γίνει αστικά κοινά με κοινωνική δράση και επαναστατικές διαμαρτυρίες[31]. Τα αστικά κοινά λειτουργούν στις πόλεις συμπληρωματικά με το κράτος και την αγορά. Μερικά παραδείγματα είναι η κοινοτική κηπουρική, η αστική γεωργία, τα αστικά περιβόλια στις οροφές των κτιρίων και οι πολιτιστικοί χώροι.
Το Αστικό Πράσινο ενώ χρησιμοποιείται με διαφορετικές ορολογίες στην παγκόσμια βιβλιογραφία, ο κατά κανόνα αποδεκτός ορισμός, θεωρεί ως Χώρο Αστικού Πρασίνου, όλους τους κοινόχρηστους (δημόσιους και ιδιωτικούς) ανοιχτούς χώρους που βρίσκονται μέσα σε ένα αστικό (δομημένο ) περιβάλλον, καλύπτονται από βλάστηση και είναι διαθέσιμοι στους χρήστες (Πάρκα, πλατείες, παιδικές χαρές, νησίδες δρόμων, προαύλιο σχολείων και εκκλησιών κήποι, άλση, κενά οικόπεδα κ.α.)[32]
Φιλοξενούν και προάγουν δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής της πόλης σε τομείς αθλητικούς, πολιτιστικούς, εκπαιδευτικούς και ψυχαγωγικούς προσφέροντας ταυτόχρονα οφέλη οικολογικά, οικονομικά, αισθητικά και κοινωνικά βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής μιας πόλης.[33]
Στην Ελλάδα η έννοια του αστικού πρασίνου διέπεται από τον Γ.Ο.Κ. του 1985 , Ν. 1577/85 αλλά και τον Ν. 4067/2012.Το αστικό πράσινο μπορεί να κατηγοριοποιηθεί στις παρακάτω κατηγορίες:
Τα οφέλη από την χρήση του αστικού πρασίνου είναι πολλαπλά:
Το Αστικό Πράσινο προσφέρει υπηρεσίες οικοσυστήματος οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την βιοποικιλότητα, την δημόσια υγεία την κοινωνική δικαιοσύνη και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με την ενεργή συμμετοχή των πολιτών, τόσο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, όσο και στην εφαρμογή αειφόρων πρακτικών ως προς την διαχείριση του.[35]
Λόγω της διαρκούς διαθεσιμότητας των αστικών χώρων πρασίνου προς τους χρήστες του, δημιουργείται η ανάγκη μιας βιώσιμης αυτοδιαχείρισης των πόρων, μέσω συλλογικής διακυβέρνησης με την συμμετοχή μη κυβερνητικών παραγόντων και την ενίσχυση παράλληλα της ενεργούς συμμετοχής των πολιτών στην λήψη αποφάσεων και σε καινοτόμους τρόπους διαχείρισης τους από την πλευρά των χρηστών, αλλά και με την ενίσχυση των κάτωθι τομέων:
Οι χώροι αστικού πρασίνου, ως αστικά κοινά, παρέχουν την διαχείριση των αστικών πόρων στους πολίτες – χρήστες. Σύμφωνα με την νομπελίστα E. Ostrom βιβλίο «Η διαχείριση των κοινών », μικρές κοινότητες χρηστών με εμπειρία στην αυτό-οργάνωση με κοινωνικές σχέσεις που βασίζονται στην εμπιστοσύνη και με ήθη που προάγουν την συλλογικά δράση και την αειφορία, έχουν καλύτερα αποτελέσματα ομοιογένειας.[36]
Ως προς την διακυβέρνηση, κανόνες απλοί και κατανοητοί που διαμορφώνονται τοπικά από τους ίδιους τους χρήστες, λειτουργούν καλύτερα. Τέλος απαιτείται και ένα ξεκάθαρο νομικό - θεσμικό πλαίσιο αλλά και υποστήριξη από τις εκάστοτε τοπικές αρχές για την ορθή διαχείριση του πόρου.[36]
Το 2007, η Έλινορ Όστρομ μαζί με τη συνάδελφό της, Σάρλοτ Χες, κατάφεραν να συμπεριλάβουν την γνώση στη συζήτηση για τα κοινά, προσεγγίζοντας τη γνώση ως ένα σύνθετο οικοσύστημα που λειτουργεί ως κοινό - ένας κοινός πόρος που υπόκειται σε κοινωνικά διλήμματα. Η εστίαση εδώ ήταν στην εύκολη διαθεσιμότητα των ψηφιακών μορφών γνώσης και των συναφών δυνατοτήτων αποθήκευσης, πρόσβασης και κοινής χρήσης τους. Η σύνδεση μεταξύ της γνώσης και των κοινών μπορεί να γίνει μέσω του εντοπισμού των τυπικών προβλημάτων που σχετίζονται με τα κοινά φυσικών πόρων, όπως η συμφόρηση, η υπερβολική συγκομιδή, η ρύπανση και οι ανισότητες, τα οποία ισχύουν επίσης και για τη γνώση. Στη συνέχεια, προτείνονται αποτελεσματικές εναλλακτικές λύσεις (κοινοτικές, μη ιδιωτικές, μη κρατικές), σύμφωνες με εκείνες των φυσικών κοινών (με κοινωνικούς κανόνες, κατάλληλα δικαιώματα ιδιοκτησίας και διαχειριστικές δομές). Έτσι, η μεταφορά των κοινών εφαρμόζεται στην κοινωνική πρακτική γύρω από τη γνώση. επίσης κατάφεραν να συζητηθεί η δημιουργία αποθετηρίων γνώσης μέσω των οργανωμένων, εθελοντικών συνεισφορών των ακαδημαϊκών (η ίδια η ερευνητική κοινότητα αποτελεί ένα κοινωνικό κοινό), τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν τα κοινά γνώσης (με τη μορφή της νομοθεσίας περί πνευματικής ιδιοκτησίας, της κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, της αδειοδότησης και της υπερτίμησης). Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να σημειωθεί η φύση της γνώσης και οι σύνθετες και πολυεπίπεδες ποιότητες της μη αντιπαλότητας και μη αποκλεισμού της. Σε αντίθεση με τα φυσικά κοινά, τα οποία είναι και ανταγωνιστικά και αποκλειστικά (μόνο ένα άτομο μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε πράγμα ή μερίδα κάθε φορά και με αυτό τον τρόπο τα εξαντλεί, μέσα από την κατανάλωση) και χαρακτηρίζονται από έλλειψη (μπορούν να αναπληρώνονται αλλά με όρια, τέτοια όπου η κατανάλωση ή καταστροφή τους μπορεί να υπερβεί την παραγωγή ή δημιουργία τους), τα κοινά γνώσης χαρακτηρίζονται από αφθονία (δεν είναι ανταγωνιστικά και μη αποκλεισμένα και κατά συνέπεια δεν είναι, κατά κανόνα, σπάνια και δεν ωθούν τον ανταγωνισμό και την επιτακτική διακυβέρνηση τους). Αυτή η αφθονία των κοινών γνώσης έχει υμνηθεί μέσω εναλλακτικών μοντέλων παραγωγής γνώσης, όπως η βασισμένη στα "κοινά" ομότιμη παραγωγή (Commons Based Peer Production/CBPP) και ενσωματωθεί στην διακίνηση του ελεύθερου λογισμικού. Το μοντέλο αυτό έδειξε τη δύναμη της δικτύωσης, της ανοικτής συνεργασίας και των μη υλικών κινήτρων για την παραγωγή προϊόντων καλύτερης ποιότητας (κυρίως λογισμικού)[37].
Κοινά και εκπαίδευση
Ο ρόλος των κοινών είναι να αναπτύξουν αξίες σε κάθε μέλος ώστε να μπορέσει να επιβιώσει σε κατάλληλες συνθήκες αλλά και να διαχειρίζεται ισότιμα με σεβασμό ατομική και συλλογική ιδιοκτησία. Τα κοινά αγαθά έχουν πολλές μορφές δεν είναι μόνο στοιχεία της φύσης κοινά σε όλους αλλά και η εκπαίδευση και η γνώση. Οι κοινωνοί που υποστηρίζουν την λογική των κοινών μαθαίνουν να επικοινωνούν, να συμπεριφέρονται, να συνεργάζονται με αλληλεγγύη ώστε να γίνει η μετατροπή στο κοινωνικό σύστημα. Για να καταφέρουν να συμβεί αυτό, απαιτούνται πόροι, θεσμοί με κανόνες αλλά και οι εμπλεκόμενοι φορείς που αποφασίζουν. Είναι μία συλλογική δράση και μία προσπάθεια με απώτερο σκοπό να αναπτυχθούν οι κοινωνικές σχέσεις χωρίς περιορισμούς με κοινές αποφάσεις και υποχρεώσεις [7].
"Η μετατροπή των κοινών σε ιδιωτική περιουσία. Η αγοραία περίφραξη ενός πόρου δεν σχετίζεται μόνο με την ιδιωτικοποίηση του, μα επίσης με την διαχείριση αυτού του πόρου σύμφωνα με τις επιταγές των δυνάμεων της αγοράς και του χρηματικού κέρδους. Η αγορά διέπεται από συγκεκριμένες συμπεριφορές και κανόνες, έχοντας ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση του περιφραγμένου πόρου, αδιαφορώντας για το δημόσιο συμφέρον."[38]
Ο όρος απαντάται αρχικά στον ύστερο μεσαίωνα, με την περίφραξη στις κοινές γαίες, αλλά, σύμφωνα με τους αυτόνομους μαρξιστές, ο όρος επεκτείνεται σήμερα περιλαμβάνοντας και νέες περιφράξεις, που σχετίζονται με την άυλη σφαίρα, τον έλεγχο των γονιδίων και την έμφυλη καταπίεση.[39]
Σύμφωνα με τον Bollier πρέπει και σήμερα να βρεθούν σύγχρονα ισοδύναμα της " περιφρούρησης των ορίων " όπως γινόταν κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Δύο επιτυχημένα παραδείγματα στον κυβερνοχώρο είναι οι άδειες Creative Commons οι οποίες απαγορεύουν την ιδιωτική εκμετάλλευση του ψηφιακού περιεχομένου και η General Public License η οποία απαγορεύει την εκμετάλλευση του κώδικα. Για την " περιφρούρηση των ορίων " επινοούνται επίσημοι κανόνες και ηθικές νόρμες για την προστασία των κοινών. Με τους κανόνες αυτούς πιέζονται επίσης οι αγορές να είναι πιο ανταποδοτικές στους καταναλωτές ( αγορές βασισμένες στα κοινά). Τέτοιες αγορές υπάρχουν κυρίως στο 'Ιντερνετ όπου "κοινωνικές κοινότητες αυτοοργανώνονται ως ομάδες με σχέσεις αφοσίωσης, προτού στραφούν στις αγορές για να ικανοποιήσουν συγκεκριμένες ανάγκες".[4]
Το πλαίσιο (τυπικών και άτυπων) θεσμικών ρυθμίσεων που εφαρμόζεται για την ορθότερη διαχείριση αλλά και για την εξασφάλιση βιωσιμότητας του πόρου, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, μπορεί να διαχωριστεί σε τρείς δομές. Την ιδιωτικοποίηση (όπου μεμονωμένα άτομα ιδιοποιούνται τον πόρο, εφαρμόζοντας τους δικούς τους κανόνες διαχείρισης), την κρατικοποίηση (όπου το κράτος αναλαμβάνει την θέσπιση κανόνων διαχείρισης αλλά και την ευθύνη ελέγχου των χρηστών) και τέλος την κοινοτικοποίηση, ή συλλογική αυτό-οργάνωση, ή αυτοοργανωνόμενη συλλογική δράση [40] (όπου τα μέλη μιας κοινότητας μέσα από θεσμούς άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας και όρους ισότητας εξασφαλίζουν την ορθή διαχείριση των πόρων).[6]
Οι δύο πρώτες δομές διακυβέρνησης (ιδιωτικοποίηση και κρατικοποίηση) έχουν κυριαρχήσει ως βέλτιστες πρακτικές στο πέρασμα του χρόνου καθώς πολλοί επιστήμονες έχουν τεκμηριώσει ότι οποιαδήποτε άλλη πρακτική οδηγεί σε καταστροφή του πόρου με διασημότερη τη δημοσίευση του Garrett Hardin στο περιοδικό Science το 1968 για την τραγωδία των κοινών πόρων [5]. Η τρίτη δομή διακυβέρνησης (κοινοτικοποίηση) υποστηρίχθηκε και τεκμηριώθηκε από την βραβευμένη με Νόμπελ Οικονομικών , πολιτική επιστήμονα Έλινορ Όστρομ ως εξίσου αποτελεσματική (αν όχι η πιο αποτελεσματική) μέθοδος διακυβέρνησης. Μετά από πολυετή έρευνα η Όστρομ απέδειξε ότι η διακυβέρνηση των κοινών πόρων από την αγορά ή το κράτος είναι περισσότερο πιθανό να ζημιώσουν τελικά την τοπική κοινωνία[5].
Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ, τα ζητήματα που σχετίζονται με τα κοινά είναι αντιφατικά και αποτελούν πάντα αντικείμενο αμφισβητήσεων από αντικρουόμενα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα.[41] Στο βιβλίο "Εξεγερμένες πόλεις" υποστηρίζει ότι η απάντηση του κεφαλαίου στην παγκόσμια κρίση μετά το 2007 ήταν η εφαρμογή ενός "δρακόντειου σχεδίου παγκόσμιας λιτότητας" εις βάρος της κοινωνικής αναπαραγωγής και του περιβάλλοντος, περιορίζοντας και στις δύο περιπτώσεις τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κοινών. Επίσης, το κεφάλαιο χρησιμοποιεί την κρίση ώστε να εφαρμόσει ακόμα πιο ληστρικές πρακτικές συσσώρευσης ως προϋπόθεση για την ανάκαμψη της ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ελλάδα της κρίσης με απώλειες σε δικαιώματα, παροχές, περιουσία, εργασία για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.[42]
Ο Bollier [43] επισημαίνει, οτι ο ρόλος του κράτους ιστορικά είναι συνδεδεμένος με την αγορά, δημιουργώντας μεταξύ τους μια στενή, ισχυρή σχέση και ένα είδος δυοπωλίου. Για να αλλάξει αυτή η λογική, και να στηριχθούν τα κοινά ,χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος του κράτους ,αναγνωρίζοντας και καθιερώνοντας μια σειρά από «μακρο – αρχές και τεχνικές», μεταξύ άλλων και των παρακάτω:
Τα κοινά σαν ένα σύστημα διακυβέρνησης προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με το νεοφιλελεύθερο κράτος και το αγοραίο σύστημα. Τα πλεονεκτήματα αυτά περιλαμβάνουν, σύμφωνα με τον Bollier[44], τις παρακάτω δυνατότητες:
Ο όρος Κοινωνείν (Commoning) αναφέρεται στις σχέσεις που δημιουργούν κοινά [45]. Ο όρος έγινε ευρύτερα γνωστός από τον ιστορικό Peter Linebaugh, μέσω του βιβλίου του Magna Carta Manifesto (2008), όπου επισημαίνει ότι στη Μάγκνα Κάρτα επανειλημμένα επιβεβαιώνεται το δικαίωμα των ανθρώπων να χρησιμοποιούν τους κοινούς πόρους για να ικανοποιήσουν τις βασικές τους ανάγκες. Έτσι ο όρος "κοινωνείν" ουσιαστικά περιγράφει ανθρώπους να ζουν σε στενή σχέση με τα κοινά. «Χρησιμοποιώ τον όρο γιατί θέλω ένα ρήμα για τα κοινά» εξηγεί ο Linebaugh, “θέλω να τα περιγράψω ως μία δραστηριότητα, όχι απλώς ως ιδέα ή υλικό πόρο» [46].
Σύμφωνα με τον γερμανό θεωρητικό βιολόγο Andreas Weber τα κοινά μας παρέχουν τα μέσα να φανταστούμε εκ νέου το σύμπαν και το ρόλο μας μέσα σε αυτό. Μόνο μέσα από την άσκηση του κοινωνείν θα αρχίσουμε να επανεντασσόμαστε στη φύση ως σύνολο και όχι ως άτομα[47].
Κοινωνείν (Commoning) για τον David Bollier, είναι οι δράσεις αμοιβαίας ενίσχυσης, αντιπαραθέσεων, διαπραγμάτευσης, επικοινωνίας και πειραματισμού, που απαιτούνται για να δημιουργηθούν συστήματα διαχείρισης κοινών πόρων. Με άλλα λόγια, η διαδικασία μόχλευσης παραγωγής, διακυβέρνησης, κουλτούρας και προσωπικού ενδιαφέροντος, εντός ενός ολοκληρωμένου συστήματος[48].
Σύμφωνα με τον Massimo de Angelis, συνεχώς δημιουργούνται κοινά. Όσο δημιουργούνται περιφράξεις τόσο οι άνθρωποι δημιουργούν κοινά (commoning). Με αυτή την έννοια, οι σχέσεις που δημιουργούν κοινά είναι μία εξελισσόμενη ενεργητική διαδικασία που επιτρέπει στους συμμετέχοντες να βρουν το ατομικό συμφέρον μέσα στο συλλογικό συμφέρον [45].
Το Κοινωνείν βασίζεται σε τέσσερις γενικές αρχές σύμφωνα με τον Tim Rayner [49] :
Σύμφωνα με το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων (61 με 63 μ.Χ.) και συγκεκριμένα στα εδάφια 32 - 37 του 4ου κεφαλαίου, ο Λουκάς μας περιγράφει ότι οι χριστιανοί της πρώτης εκκλησίας είχαν τα πάντα κοινά. Μας αναφέρει ότι κανείς δεν θεωρούσε τα υπάρχοντά του δικά του, αλλά τα θεωρούσαν όλα κοινά με τους υπόλοιπους χριστιανούς (32 εδάφιο).Επίσης, από το 34 & 35 εδάφιο πληροφορούμαστε ότι δεν υπήρχαν ενδεείς χριστιανοί στην πρώτη εκκλησία γιατί οι χριστιανοί που ήταν ευκατάστατοι πουλούσαν τα χωράφια και τα σπίτια τους και έδιναν τα χρήματα στους αποστόλους οι οποίοι τα διαχειρίζονταν έτσι ώστε να μην λείπουν τα αναγκαία σε αυτούς που τα είχαν ανάγκη. Τέλος, στο 36 & 37 εδάφιο μας αναφέρει την περίπτωση του Βαρνάβα ο οποίος πούλησε ένα χωράφι του και τα χρήματα τα εναπόθεσε στα πόδια των αποστόλων.[50]
Όπως αναφέρει ο Michael Hardt (2010), οι νεοφιλελεύθερες στρατηγικές επιχειρούν να επιβάλλουν την πρωτοκαθεδρία της ατομικής ιδιοκτησίας έναντι της δημόσιας ιδιοκτησίας και των κοινών. Σύμφωνα με τον Hardt, υφίστανται δύο τύποι κοινών, που, αμφότεροι, έχουν στοχοποιηθεί από τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού. Από τη μία, με τον όρο κοινό [common] αναφερόμαστε στη γη και όλους τους πόρους που συνδέονται μαζί της, όπως για παράδειγμα οι βοσκότοποι, οι ιχθυότοποι, τα δάση, τα αρδευτικά δίκτυα και ο αέρας. Από την άλλη, ο όρος «κοινό» αναφέρεται, ακόμη, στα αποτελέσματα της ανθρώπινης εργασίας και δημιουργικότητας όπως οι ιδέες, η γλώσσα, η πολιτιστική κληρονομιά και το ανοιχτό λογισμικό. Μπορούμε να ορίσουμε την πρώτη κατηγορία ως «φυσικά» κοινά και τη δεύτερη ως «τεχνητά» κοινά. Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει ο Hardt, οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές επιδιώκουν την ιδιωτικοποίηση κάθε μορφής του κοινού.[51]
Στον αντίποδα των κοινών βρίσκονται τα αντικοινά (anticommons).[39] Σε αυτά, τα δικαιώματα χρήσης τα έχουν ιδιοκτήτες, οι οποίοι ταυτόχρονα αποκλείουν κάθε άλλο πιθανό χρήστη από την πρόσβαση σε αυτά, όπου εδώ αναδεικνύεται η έννοια της περίφραξης (enclosure) της χρήσης των κοινών.[39] Πέρα από τη σύνδεση αντικοινών και ιδιοκτητών, μπορεί να υπάρξει και η σύνδεσή τους με κοινότητες που χειρίζονται κοινά, όταν αυτές αποκλείουν μη μέλη της κοινότητας από την πρόσβαση σε αυτά, όπου εδώ αναδεικνύεται η έννοια του εγκλεισμού (enclosure) της κοινότητας στις σχέσεις μόνο μεταξύ των μελών της.[39]