Με τον όρο Κοινωνιολογία του κοινωνικού αποκλεισμού εννοείται ο κλάδος της κοινωνιολογίας που ασχολείται, μελετά και διερευνά τον κοινωνικό αποκλεισμό ως απότοκο οικονομικών φυλετικών, θρησκευτικών πολιτικών ή άλλων παραγόντων ατόμων ομάδων ή και πληθυσμών.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός (συναντάται και με τον όρο κοινωνική περιθωριοποίηση) είναι ευρέως διαδεδομένος σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και συχνά συνοδεύεται από λεκτική και φυσική βία κατά των περιθωριοποιημένων ατόμων. Είτε παρουσιάζεται ως κακή ή καλή πράξη ως αρετή ή αμαρτία, ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι ένα σύνθετο φαινόμενο στις διαφορετικές μεταμφιέσεις του που υπερβαίνουν τον χρόνο και εμφανίζονται στην καθημερινή ζωή[1]. Ο οστρακισμός σε όλες τις όψεις της καθημερινής ζωής έγινε αντικείμενο έρευνας από ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους, βιολόγους, εθνολόγους και ερευνητές του δικαίου[2]. Τούτη την ερευνητική διαδικασία για το φαινόμενο του αποκλεισμού συμπληρώνει η ψυχολογική διερεύνηση, που πολώνεται κυρίως στις αιτίες και τις συνέπειες του φαινομένου.
Σύμφωνα με τον Πλειό (1998:73), ο κοινωνικός αποκλεισμός θα μπορούσε να οριστεί ως μια κατάσταση απουσίας ή αφαίρεσης κοινωνικών (κυρίως) ή πολιτικών ή και ατομικών ακόμα δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, ο κοινωνικός αποκλεισμός προβάλλει ως κοινωνική σχέση νομικής ή και θεσμικής έλλειψης ή περιστολής της αρχής της καθολικότητας στη χρήση ορισμένων δικαιωμάτων. Αποτελεί μια σχέση έλλειψης ή περιστολής της (τυπικής και ακόμα περισσότερο ουσιαστικής) δυνατότητας για συμμετοχή στις διαμορφωμένες και αποδεκτές μορφές πράξης (π.χ. εργασία, συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, μετακίνηση κ.λπ.) κοινωνικών σχέσεων (π.χ. δημιουργία οικογένειας, συμμετοχή σε κάποιες κοινωνικές ομάδες) και επικοινωνίας που συμβάλλουν στην κατάκτηση ενός μεγαλύτερου επιπέδου ελευθερίας του ανθρώπου.[3]
Πάνω στο συγκεκριμένο θέμα παρεμβαίνει και ο Τσιάκαλος (1998). Σημειώνει πως η επιτυχία του όρου “κοινωνικός αποκλεισμός” πιθανόν να οφείλεται ενμέρει στο γεγονός ότι έχει υποστεί μια αλλαγή στη σημασία του και έχει μετατραπεί σε ευφημισμό. Ενώ αρχικά αναφερόταν στην πράξη της απόρριψης κάποιου από μια ομάδα, από ένα θεσμό ή από ένα κοινωνικό χώρο (ή της απαγόρευσης να συμμετέχει σε αυτά), τώρα, στα ΜΜΕ, αναφέρεται στο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, στην κατάσταση αυτών που αποκλείονται, χωρίς ένδειξη σχετικά με το “από πού αποκλείονται” και “ποιός τους αποκλείει”.[4]
Ειδικότερα οι ψυχολόγοι ερευνητές του κοινωνικού αποκλεισμού εξετάζοντας τις ψυχολογικές επιδράσεις του αποκλεισμού σε ανθρώπους που έγιναν θύματα οστρακισμού διερεύνησαν τις σκέψεις και το συναίσθημά τους απέναντι σε εκείνους που τους απέκλεισαν. Τα αντιφατικά πορίσματα των ερευνών σε σχετικά μεγάλα δείγματα πληθυσμού υπέδειξαν δύο διαφορετικές γενικές τάσεις των αποκλεισμένων προς τους «οστρακιστές» τους. Στη μία οι στόχοι του κοινωνικού αποκλεισμού προτίμησαν να αγνοήσουν και να μη συνεργαστούν με τους «οστρακιστές» τους στο μέλλον[5][6], ενώ στην άλλη εκδήλωσαν επιθυμία συμφιλίωσης και συνεργασίας με εκείνους που τους απέκλεισαν[7].
Συνήθως παρουσιάζονται τέσσερις μορφές κοινωνικού αποκλεισμού, που εννοιολογικά τουλάχιστον σε αρκετές περιπτώσεις αλληλοκαλύπτονται:
Για τις παραπάνω έννοιες η θεωρητική κάλυψη δεν είναι ακόμη επαρκής, ώστε να καθορίζονται τα ακριβή όρια και να αποφεύγονται οι μεταξύ τους επικαλύψεις. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, ο οστρακισμός αναφέρεται κυρίως στον αποκλεισμό κατά τον οποίο περαιτέρω το άτομο αγνοείται ολοκληρωτικά από την κοινότητα[8]. Ο κοινωνικός αποκλεισμός υπονοεί τη μη συμπερίληψη σε ένα δεδομένο κοινωνικό δίκτυο, κατά την οποία το άτομο δεν αγνοείται κατ' ανάγκην. Η απόρριψη είναι συνήθως πράξη φυσική ή λεκτική, στην οποία υποδηλώνεται ότι το άτομο δεν είναι επιθυμητό ως μέλος μιας ομάδας. Τέλος, η παρενόχληση εμπλέκει την επιθετική δραστηριοποίηση λεκτική ή φυσική κατά του ατόμου[9].
Η κοινωνιολογία στράφηκε στον κοινωνικό αποκλεισμό, διαμορφώνοντας διακριτό κλάδο περίπου από το 1995 όταν ο όρος κοινωνικός αποκλεισμός αντικατέστησε ευρέως τον όρο κατώτερη τάξη σε συζητήσεις για τη φτώχεια στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, προσθέτοντας εννοιολογικά πλεονεκτήματα στη διαχείριση των ιδεών που κρύβονταν πίσω από τις κοινωνικές διαφορές και ανισότητες εν είδει πλέγματος αποκλεισμών. Και οι δύο λέξεις μαζί -κοινωνία και αποκλεισμός- υποδεικνύουν την κοινωνία συνολικά σε αντίθεση με συγκεκριμένα άτομα που την απαρτίζουν ως διαδικασία που μεταβάλλεται στο χρόνο, σε αντίθεση με το άχρονο εννοιολογικό πλαίσιο του ορισμού του κράτους.
Η εννοιολογική μετατόπιση από τη φτώχεια στον κοινωνικό αποκλεισμό δεν προσέφερε μόνον στοιχεία για την ερμηνεία του φαινομένου της φτώχειας, αλλά έκανε το φαινόμενο περισσότερο σύνθετο στη διαπίστωση και την ερμηνεία του. Το απευκταίο για κάθε διακριτό άτομο δεν είναι απλώς η έλλειψη χρημάτων αλλά μια σειρά ποιοτικών κριτηρίων όπως είναι η ελλιπής στέγαση, η κακή υγεία, η εκπαιδευτική ανεπάρκεια, η εγκληματικότητα, η χρήση ναρκωτικών ουσιών, η αποτυχία κοινωνικής συμμετοχής κ.ο.κ. Όλα αυτά δεν είναι απλά προϊόντα της φτώχειας αλλά εξετάζονται από την κοινωνιολογία του κοινωνικού αποκλεισμού ως διακριτά και αυτόνομα κοινωνικά προβλήματα[10].
Διαπραγματευόμενη μια τέτοια διαδικασία, η «κοινωνιολογία του αποκλεισμού» διαμορφώθηκε ως κομβικό σημείο στο οποίο συναντάται η ιστορία μιας κοινωνίας και η βιογραφία ενός απλού ατόμου της[11]. Στηριζόμενοι σε αυτή τη θεμελιακή διάκριση οι μεταγενέστεροι κοινωνιολόγοι άρχισαν να παρατηρούν τις συνέπειες της διαδικασίας της κοινωνικής αλλαγής πάνω στο συγκεκριμένο άτομο, μια διαδικασία που συχνά διαμορφώνει διαφόρων ειδών αποκλεισμούς.