Κορνέλις ντε Βελ | |
---|---|
Γέννηση | 7 Σεπτεμβρίου 1592[1][2] Αμβέρσα[3] |
Θάνατος | 21 Απριλίου 1667[4] Ρώμη[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Νότιες Κάτω Χώρες |
Ιδιότητα | ζωγράφος[6], χαράκτης, έμπορος έργων τέχνης, σχεδιαστής γραμματοσήμων[7] και σχεδιαστής[8] |
Γονείς | Γιαν ντε Βελ Ι[9] και Geertrude de Jode |
Αδέλφια | Lucas de Wael[10] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κορνέλις ντε Βελ (φλαμανδικά: Cornelis de Wael, Αμβέρσα, 1592 – Ρώμη, 1667) ήταν Φλαμανδός ζωγράφος, χαράκτης και έμπορος, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε κατά κύριο λόγο στη Γένοβα της Ιταλίας. Είναι γνωστός για τις ρωπογραφίες, τις ναυμαχίες και τους πίνακές του με ιστορικό περιεχόμενο. Μέσω της τέχνης του υποστήριζε τους Φλαμανδούς καλλιτέχνες που εργάζονταν στην Ιταλία, ενώ ως έμπορος έργων τέχνης διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στις καλλιτεχνικές ανταλλαγές μεταξύ Ιταλίας και Φλάνδρας κατά το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα.
Ο Κορνέλις ντε Βελ γεννήθηκε σε καλλιτεχνική οικογένεια της Αμβέρσας: Ήταν γιος του ζωγράφου Γιαν ντε Βελ Ι (1558-1633). Η μητέρα του, Γκερτρούντε ντε Γιόντε (Gertrude de Jode) προερχόταν επίσης από οικογένεια καλλιτεχνών: Πατέρας της ήταν ο χαρτογράφος Χέραρντ ντε Γιόντε και αδελφός της ο χαράκτης Πέτερ ντε Γιόντε Ι.
Το 1619 μετοίξησε στην Ιταλία, μαζί με τον αδελφό του Λούκας ντε Βελ (1591-1661), ο οποίος ήταν επίσης ζωγράφος. Οι δύο καλλιτέχνες εγκαταστάθηκαν στη Γένοβα, όπου ο Κορνέλις θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ενώ ο αδελφός του επέστρεψε στην Αμβέρσα το 1628.[11][12] Η Γένοβα, εκείνη την εποχή, ήταν έλκυστικός προορισμός για τους καλλιτέχες, καθώς εκεί ο μεταξύ του ανταγωνισμός ήταν μικρότερος, σε σχέση με τα ηγετικά πολιτιστικά κέντρα, Ρώμη, Φλωρεντία και Βενετία, ενώ η Γένοβα ήταν ακμάζουσα πόλη - λιμάνι, όπου ζούσε μεγάλος αριθμός δυνητικών πελατών και συλλεκτών.[13]
Το εργαστήριο των αδελφών ντε Βελ στη Γένοβα έγινε το κέντρο της "αποικίας" των Φλαμανδών καλλιτεχνών που διέμεναν ή διέρχονταν από την πόλη. Οι Φλαμανδοί αυτοί μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το έργο και την καλλιτεχνική δραστηριότητα που προσείλκυε το εργαστήριο. Οι αδελφοί ντε Βελ τους παρείχαν στέγη, υλικά και εργαλεία, βοηθούσαν τους συμπατριώτες τους να ενσωματωθούν στην τοπική κοινωνία, τους σύστηναν σε πελάτες και διαμόρφωναν κανόνες ανταγωνισμού. Όταν ο Άντονι βαν Ντάικ επισκέφθηκε τη Γένοβα, διέμεινε στους αδελφούς ντε Βελ και ο Κορνέλις ήταν ένας από τους στενότερους συνεργάτες του στην πόλη.[14]
Ο βαν Ντάικ ζωγράφισε ένα διπλό Πορτρέτο με τους αδελφούς ντε Βελ, το οποίο αργότερα έγινε χαρακτικό από τον Βένσεσλας Χόλλαρ (Wenceslas Hollar). Ο Κορνέλις ενεπλάκη, επίσης, σε εμπορικές δραστηριότητες με τη γενέθλια πόλη του σε μεγάλη ποικιλία αγαθών. Ο αδελφός του Λούκας επέστρεψε στην Αμβέρσα και διαδραμάτισε μείζονα ρόλο στις δραστηριότητες αυτές.[12]
Πέρασε, επίσης, χρόνο στη Ρώμη, όπου ήλθε σε επαφή με τα μέλη της Bentvueghels, μιας οργάνωσης με μέλη κυρίως Ολλανδούς και Φλαμανδούς ζωγράφους που εργάζονταν στην πόλη. Το 1627 έγινε μέλος της "Ακαδημίας του Αγίου Λουκά" (Accademia di San Luca), της επιφανούς οργάνωσης των ζωγράφων στη Ρώμη, η οποία είχε πολύ αυστηρά κριτήρια για την αποδοχή μελών. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη γύρω στο 1656 για να αποφύγει το ξέσπασμα της επιδημίας πανώλους στη Γένοβα.[12] Και στη Ρώμη συνέχισε να ζωγραφίζει και να εμπορεύεται. Από το 1664 ως το 1666 έγινε "ηγούμενος του εκκλησιάσματος" στην εκκλησία του Αγίου Τζουλιάνο των Φλαμανδών (San Giuliano dei Fiamminghi), η οποία βοηθούσε τους Φλαμανδούς κατοίκους της Ρώμης.[15]
Το έργο του Κορνέλις ντε Βελ παρουσίαζε μεγάλη ζήτηση. Στους πάτρονές του συγκαταλέγονταν οι πλούσιοι πατρίκιοι της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Γένοβα, ο Φίλιππος Γ΄ της Ισπανίας και ο Φίλιππος - Κάρολος, 3ος Κόμης του Άρενμπεργκ.[16]
Ανάμεσα στους μαθητές του συγκαταλέγονταν ο ανεψιός του Γιαν Μπάπτιστ ντε Βελ (γιος του Λούκας), ο Φλαμανδός ζωγράφος Γιαν Χόφερτ (γνωστός επίσης και ως Giovanni Hovart, Giovanni di Lamberto, Giovannino del su Lamberto, Jan Lambertsz Houwaert) και ο Αντόνιο Ρινάλντι.[17][18]
Ο ντε Βελ ήταν ευέλικτος καλλιτέχνης που δημιούργησε πίνακες ζωγραφικής, χαρακτικά και σχέδια, ενώ είναι πιθανόν να σχεδίασε και ταπισερί. Ο ντε Βελ εργάστηκε στα πιο διαφορετικά είδη.[16] Το έργο του μπορεί να διακριθεί σε δύο κύριους αξονες: Τα έργα που αποκαλούνται "grand manner", τα οποία δεν επιδεικνύονταν στο κοινό, και τα έργα "small manner", τα οποία είχαν μεσαίο, μικρό και πολύ μικρό μέγεθος και έβριθαν από μορφές, με εμφανή την επίδραση της φλαμανδικής παράδοσης στη ζωγραφική και τις ρωπογραφίες των Bamboccianti. Αυτοί ήταν μια μάλλον χαλαρή ομάδα κυρίως Ολλανδών και Φλαμανδών ζωγράφων ρωπογραφιών που διέμεναν στη Ρώμη και προτιμούσαν ως θέμα την καθημερινή ζωή των κατώτερων τάξεων της Ρώμης αλλά και τις εξοχές της. Ζωγράφισε επίσης έργα με θρησκευτικό περιεχόμενο, όπως η σειρά πινάκων με θέμα Τα επτά έργα του ελέους.[19]
Ο ντε Βελ ήταν ζωγράφος εξειδικευμένος στις σκηνές μάχης. Μερικοί από τους πίνακές του αυτής της κατηγορίας, που έχουν διασωθεί, απεικονίζουν μάχες στη στεριά, όπως Η πολιορκία της Οστένδης (σήμερα στο Μουσείο Πράδο) αλλά και ναυμαχίες, όπως η Ναυμαχία ανάμεσα σε Χριστιανούς και Τούρκους (σήμερα στο Μουσείο Πόλντι Πετσόλι (Museo Poldi Pezzoli).
Η ευρεία σύνθεση ορισμένων "στρατιωτικών" έργων του προσομοιάζει με αυτή των κορυφαίων Φλαμανδών Πίτερ Μέλενερ (Pieter Meulener) και Άνταμ Φρανς φαν ντερ Μέλεν (Adam Frans van der Meulen), ενώ η ποιότητά τους θυμίζει το έργο του Σεμπάστιαν Φρανξ.[16]
Δραστηριοποιήθηκε επίσης ως προσωπογράφος, όπως φαίνεται από το πορτρέτο του Λούκα Τζουστινιάνι, Δόγη της Δημοκρατίας της Γένοβας (σήμερα σε ιδιωτική συλλογή).
Συνεργάστηκε με τον βαν Ντάικ καθώς και με άλλους Φλαμανδούς καλλιτέχνες, όπως ο τοπιογράφος Γιαν Βίλντενς (Jan Wildens).[20] Συχνές ήταν, επίσης, οι συνεργασίες του με άλλους, τοπικούς καλλιτέχνες. Ο ντε Βελ ή κάποιος από τον κύκλο του είναι αυτός που ζωγράφιζε τις μορφές (σταφάζ) στα τοπία του Ιταλού τοπιογράφου Τζοβάννι Μπαττίστα Βιτσίνο.[14][16] Σε πολλές από τις σκηνές μαχών ή απόψεις λιμανιών, ο αδελφός του Λούκας ήταν αυτός που ζωγράφιζε τα τοπία ενώ ο Κορνέλις ζωγράφιζε τις μορφές.[21]
Άφησε, επίσης, πολλά σχέδια, μερικά από τα οποία είναι τμήμα της συλλογής του Μουσείου του Λούβρου και του Βρετανικού Μουσείου. Το Βρετανικό Μουσείο διαθέτει ένα άλμπουμ με 53 σχέδια, χρονολογούμενα κατά την περίοδο 1640 - 1650, τα οποία καλύπτουν κατά κύριο λόγο στρατιωτικά θέματα.[22] Τα σχέδια αυτά είναι πιο "άμεσα" και συχνά φέρουν υπογραφή ή είναι ενεπίγραφα.[16]
Είναι δύσκολο να καθοριστεί η εξέλιξη του ύφους της ζωγραφικής του, καθώς μόνον ένα υπογεγραμμένο έργο του έχει διασωθεί. Από την άλλη έχουν διασωθεί υπογεγραμμένα ή ενεπίγραφα σχέδιά του.[16]