Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Κορτιζόνη | |
---|---|
Γενικά | |
Χημικά αναγνωριστικά | |
Χημικός τύπος | C21H28O5 |
Μοριακή μάζα | 360.450 g·mol−1 |
Φυσικές ιδιότητες | |
Σημείο βρασμού | 220 to 224 °C |
Χημικές ιδιότητες | |
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Η κορτιζόνη είναι μια στεροειδής ορμόνη. H δραστική μορφή της στον άνθρωπο είναι η κορτιζόλη. Η κορτιζόλη είναι μια ορμόνη που παράγεται στον φλοιό των επινεφριδίων. Μετατρέπεται σε κορτιζόνη με τη βοήθεια του ενζύμου 11β-υδροξυστεροειδικη αφυδρογονάση τύπου 2 και γίνεται ανενεργή. Στη συνέχεια, γίνεται πάλι δραστική με τη βοήθεια του ενζύμου 11β-υδροξυστεροειδική αφυδρογονάση τύπου 1, κυρίως στο ήπαρ.
Η κορτιζόνη έχει ποικίλες εφαρμογές στην ιατρική και φαρμακευτική βιομηχανία στην εποχή μας λόγω της ευρείας χρήσης της. Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ποικίλων παθήσεων και μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια, από του στόματος, ενδοαρθρικά (σε μια άρθρωση) ή διαδερμικά. Η κορτιζόνη καταστέλλει διάφορα στοιχεία του ανοσοποιητικού συστήματος, μειώνοντας έτσι τη φλεγμονή, τον πόνο και το πρήξιμο. Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις αλλεργίας, άγχους κ.α.
Η κορτιζόνη θεωρείτο παλαιότερα αλλά και ακόμα ως ίσως βλαβερή για τον οργανισμό, παρά ως ευεργετική, λόγω των διαφόρων παρενεργειών που έχει, όπως είναι η αύξηση της πίεσης ή η πιθανότητα πρόκλησης καταρράκτη μετά από χρόνια χρήση κολλυρίου με κορτιζόνη.
Περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1949.[1]
Η ίδια η κορτιζόνη είναι ανενεργή.[2] Πρέπει να μετατραπεί σε κορτιζόλη με τη δράση ενζύμου 11β-υδροξυστεροειδική αφυδρογονάση τύπου 1 (11β-HSD-1).[3] Η μετατροπή πραγματοποιείται κυρίως στο ήπαρ, το κύριο σημείο στο οποίο η κορτιζόνη γίνεται κορτιζόλη μετά από δια του στόματος χρήση ή συστημική ένεση, οπότε και αποκτά φαρμακολογική δράση.
Μια ένεση κορτιζόνης μπορεί να προσφέρει βραχυπρόθεσμη ανακούφιση από τον πόνο και μπορεί να μειώσει το πρήξιμο από τη φλεγμονή, για παράδειγμα, σε μια άρθρωση, όπως αυτή του γόνατος, του αγκώνα και του ώμου.[4]
Όταν χρησιμοποιείται τοπικά πάνω στο δέρμα, συμβάλλει στη θεραπεία των χηλοειδών,[5] στην ανακούφιση από τα συμπτώματα του εκζέματος, και στον περιορισμό της σαρκοείδωσης.
H χρήση της κορτιζόνης έχει μια σειρά από παρενέργειες, κάποιες από τις οποίες είναι η αναφυλαξία, η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο μυϊκός πόνος ή αδυναμία, οι διαταραχές ύπνου, οι αλλαγές στη διάθεση, οι μώλωπες, η εφίδρωση, ο πονοκέφαλος, η ζάλη, ο πόνος στο στομάχι, το φούσκωμα, η αργή επούλωση πληγών.[6]
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |