Η κορώνα, αγγλ.: crown, αρχικά γνωστή ως «κορώνα του διπλού τριαντάφυλλου», ήταν ένα αγγλικό νόμισμα, που εισήχθη ως μέρος της νομισματικής μεταρρύθμισης του βασιλιά Ερρίκου Η΄ το 1526, με αξία πέντε σελίνια.
Τα πρώτα τέτοια νομίσματα κόπηκαν σε «χρυσή κορώνα» 22 καρατίων και οι πρώτες αργυρές κορώνες κατασκευάστηκαν το 1551 κατά τη σύντομη βασιλεία του βασιλιά Εδουάρδου ΣΤ΄. Ωστόσο, ορισμένες κορώνες συνέχισαν να κόβονται σε χρυσό μέχρι το 1662. [1] Δεν κόπηκαν κορώνες κατά τη βασιλεία της Μαρίας Α΄, αλλά αργυρές καθώς και χρυσές κορώνες εμφανίστηκαν ξανά στη βασιλεία της διαδόχου της Ελισάβετ Α΄. Μέχρι την εποχή της Κοινοπολιτείας της Αγγλίας ήταν σύνηθες για ορισμένες κορώνες να κόβονται σε χρυσό, καθώς και σε άργυρο, έτσι και οι δύο εκδοχές του νομίσματος μπορούν να βρεθούν για τον Ιάκωβο Α΄ και τον Κάρολο Α΄.
Η αργυρή κορώνα ήταν ένα από τα πολλά ευρωπαϊκά αργυρά νομίσματα, που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τον 16ο αι., τα οποία είχαν όλα παρόμοια διάμετρο (περίπου 38 χιλιοστά) και βάρος (περίπου μία ουγγιά), έτσι ήταν λίγο πολύ ανταλλάξιμα στο διεθνές εμπόριο. Αγγλικές αργυρές κορώνες κόπηκαν σε όλες τις βασιλείες από εκείνη της Ελισάβετ Α΄ και μετά. H κορώνα αναφοράς του Καρόλου Β΄, χαραγμένη από τον Tόμας Σάιμον, είναι εξαιρετικά σπάνια.
Η σύνθεση των αργυρών κορωνών ήταν το πρότυπο αργύρου στέρλινγκ από 92,5% άργυρο και 7,5% χαλκό, που καθιερώθηκε τον 12ο αι. από τον Ερρίκο Β΄. Αυτό ήταν πιο σκληρό από τον καθαρό άργυρο, και υψηλής καθαρότητας. Η σκληρότητα αποθάρρυνε την πρακτική του "ψαλιδίσματος", και αυτή η πρακτική αποθαρρύνθηκε περαιτέρω (και εξαλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό) με την εισαγωγή της επεξεργασμένης ακμής.
Με τη δημιουργία του βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας το 1707, η αγγλική κορώνα αντικαταστάθηκε από τη βρετανική κορώνα, το οποίο εξακολουθεί να κόβεται, αν και από το 1990 με ονομαστική αξία πέντε λιρών.