Κοσμάς Β΄ Αττικός | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 11ος αιώνας Αίγινα |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Ο Κοσμάς Β΄ Αττικός ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τον Απρίλιο του 1146 έως τον Φεβρουάριο του 1147.
Η καταγωγή του ήταν από την Αίγινα[1]. Τον Απρίλιο του 1146, επί Αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, ήταν διάκονος στην Αγία Σοφία όταν εξελέγη Πατριάρχης, διαδεχόμενος τον Μιχαήλ Β΄ Κουρκούα.
Υπάρχουν εγκωμιαστικές αναφορές στο πρόσωπό του για τις γνώσεις και τον χαρακτήρα του[2], καθώς περιγράφεται ως πεπαιδευμένος[1], ενάρετος και ορθοδόξων φρονημάτων[3]. Εντούτοις κατηγορήθηκε ως αιρετικός[4] και συνωμότης κατά του Αυτοκράτορα. Οι κατηγορίες ξεκίνησαν από το ότι προσκάλεσε στην οικία και στο τραπέζι του κάποιον μοναχό Νήφωνα, καταδικασμένο για Βογομιλισμό[5]. Έτσι, μια Σύνοδος που συνήλθε στο Παλάτι των Βλαχερνών τον καθαίρεσε στις 26 Φεβρουαρίου του 1147.
Οι ακριβείς λόγοι της καθαίρεσης και απομάκρυνσής του δεν έχουν διαλευκανθεί. Ίσως υπήρξε θύμα πολιτικών μηχανορραφιών[6]. Είναι πάντως σίγουρο ότι ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός παρενέβη ευθέως στη Σύνοδο που τον καθαίρεσε, συνομιλώντας ιδιαιτέρως με αυτούς που τον κατηγορούσαν, αλλά και εξετάζοντας τον ίδιο τον Κοσμά για τις απόψεις του σχετικά με τον αιρετικό Νήφωνα[7]. Η υπόθεση αυτή είναι χαρακτηριστική τόσο των δογματικών αντιπαραθέσεων που ήταν συχνές κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού, όσο και της ετοιμότητας του Αυτοκράτορα να αναμειχθεί ενεργά σε αυτές[8].