Κουνβάρ Ιντρατζίτ Σινγκ | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | कुवंर इन्द्रजीत सिंह (Νεπαλικά) |
Γέννηση | 1906[1] Doti District |
Θάνατος | 4 Οκτωβρίου 1982 Κατμαντού |
Αιτία θανάτου | καρκίνος |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Νεπάλ |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Κογκρέσο του Νεπάλ |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | μέλος του κοινοβουλίου του Νεπάλ |
![]() | |
Ο Κουνβάρ Ιντρατζίτ Σινγκχ (νεπ. कुँवर इन्द्रजीत सिंह, 1906 – 4 Οκτωβρίου 1982), γνωστός ως Δρ. K.I. Σινγκχ ή απλώς ως K.I. Σινγκχ, ήταν Νεπαλέζος επαναστάτης και πολιτικός, που ήταν ο εικοστός πρωθυπουργός του Νεπάλ[2] το 1957. Ο Σινγκχ ήταν ένα από τα σημαντικά μέλη του κινήματος και μετέπειτα κόμματος «Νεπαλικό Κονγκρέσο» για τον ρόλο του στην οργάνωση της επαναστάσεως του 1951 στο Νεπάλ, κατά την οποία ήταν οπλαρχηγός στη στρατιωτική πτέρυγα του κινήματος, τη Μουκτισενά[3]. Αργότερα αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη Συμφωνία του Δελχίου και υποχρεώθηκε έτσι να φύγει από τη χώρα.[4] Επέστρεψε το 1955 και ίδρυσε το Κόμμα Ενωμένης Δημοκρατίας (Σαμιούκτα Πρατζατάντρα). Μετά την επιβολή του συστήματος παντσαγιάτ (απόλυτης μοναρχίας), ο Σινγκχ αγωνίσθηκε για την ανατροπή του, με αποτέλεσμα τη φυλάκισή του. Μετά την απελευθέρωσή του, επέλεξε να αυτοεξορισθεί, αλλά τελικώς επέστρεψε στο Νεπάλ και εκλέχθηκε μέλος του Ραστρίγια Παντσαγιάτ (νομοθετικού σώματος). Ο Κουνβάρ Ιντρατζίτ Σινγκχ έμεινε γνωστός και με το προσωνύμιο «Ρομπέν των Δασών των Ιμαλαΐων», όντας μια εξαιρετικά δημοφιλής μορφή σε όλη τη χώρα του.[5] Ως προς το θρήσκευμα, ήταν Ινδουιστής (όπως άλλωστε υποδηλώνει και το όνομά του, καθώς Ιντρα-τζιτ = «θρίαμβος του θεού Ίντρα»).
Ο Κουνβάρ Ιντρατζίτ Σινγκχ γεννήθηκε στο Διαμέρισμα Ντοτί του Νεπάλ και ο πατέρας του ήταν μικρογαιοκτήμονας Θακούρι (η ανώτατη κάστα της χώρας).[4] Ο Κουνβάρ σπούδασε στην Ινδία, μάλιστα υπηρέτησε και στον στρατό των Βρετανικών Ινδιών. Μετά τις σπουδές του άρχισε να ασκεί την ιατρική στη Ναουτάνγουα, μια μικρή ινδική πόλη στα σύνορα Ινδίας-Νεπάλ.
Πριν από την Επανάσταση συναντήθηκε με τον Μπολανάθ Σάρμα, έναν οργανωτή του Νεπαλικού Κονγκρέσου, και με άλλα μέλη του κινήματος, πείσθηκε για το δίκαιο του αγώνα τους και έτσι εντάχθηκε στον αγώνα τους εναντίον της καταπιεστικής Δυναστείας των Ράνα. Δρούσε εκτός της Ναουτάνγουα και τέθηκε επικεφαλής του γραφείου του Κονγκρέσου εκεί, όντας αποτελεματικός ως οργανωτής και ικανός να κερδίζει υποστήριξη από ανθρώπους που γνώρισε από την άσκηση της ιατρικής και τη θητεία του στον Ινδικό στρατό.[4]
Μόλις ξέσπασαν οι μάχες, ο Σινγκχ διέσχισε τα σύνορα, εισερχόμενος στο Νεπάλ επικεφαλής μιας ομάδας 10-12 ανδρών και με 8 ή 9 τουφέκια. Εγκαταστάθηκε πρώτα στο χωριό Myudihawa, αλλά εξαιτίας των υπέρτερων κυβερνητικών δυνάμεων, μετακινήθηκε με τους άνδρες του στο χωριό Καράμπλα. Παρά το ότι του έλειπαν αρχικώς τόσο οπλισμός και πυρομαχικά, όσο και τρόφιμα, μπόρεσε να τα εξασφαλίσει όλα από την αγροτική αυτή περιοχή, νικώντας σε αψιμαχίες κυβερνητικές δυνάμεις, χάρη σε παλαιούς Νεπαλέζους φίλους του από τον ινδικό στρατό και σε έναν πλούσιο ζαμιντάρη (είδος φεουδάρχη), τον Ραντακουμάρι, έναν από τους λίγους ζαμιντάρηδες που τάχθηκαν με το μέρος των επαναστατών.[4]
Βασικός στόχος του Σινγκχ σε όλη την επανάσταση ήταν η πόλη Μπαϊρ(αχ)άβα, το σημερινό Σινταρτχαναγκάρ, το οποίο επεχείρησε να καταλάβει ανεπιτυχώς. Οι σοβαρότερες συγκρούσεις του ήταν με τοπικούς ζαμιντάρηδες, που με την έναρξη της επαναστάσεως άρχισαν να συνεργάζονται με τον Μπάντα Χακίμ, τον κυβερνήτη της Μπαϊράβα. Οι μάχες του Σινγκχ με αυτούς ήταν βίαιες και σημειώθηκαν θηριωδίες.[4]