Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στην ιρλανδική μυθολογία, ο Κουχούλιν (ιρλ.: Cú Chulainn), γνωστός κι ως Σετάντα στην παιδική του ηλικία, είναι ο επιφανέστερος ήρωας του Όλστερ στον Κύκλο του Όλστερ. Μητέρα του ήταν η Ντεχτίνε, αδερφή του βασιλιά Κόνορ μακ Νέσσα, και πατέρας του ο Σουάλταμ, σύζυγος της Ντεχτίνε, ή ο θεός Λουγ των Τουάθα ντε Ντανάν. Ωστόσο, ανατράφηκε από τον Φέργκους.
Ο Κουχούλιν ήταν σχεδόν αήττητος στη μάχη χάρη στο δόρυ του και την πολεμική του μανία, που θυμίζει τους Σκανδιναβούς Berserkers. Η τρέλα αυτή έκανε το δέρμα του να αλλάζει. Οι μύες του φούσκωναν σε μέγεθος όσο το κεφάλι ενός μωρού. Μια μαύρη δηλητηριώδης ομίχλη σηκωνόταν πάνω από το κεφάλι του κι ανoιγόκλεινε τα σαγόνια του με τόση δύναμη που μπορούσε να σκοτώσει και λιοντάρι. Όταν βρισκόταν σε αυτή τη λυσσασμένη κατάσταση, δεν ξεχώριζε φίλο ή εχθρό και σκότωνε όποιον βρισκόταν κοντά του.
Μια ιστορία από τη Νήσο Μαν έρχεται να διεκδικήσει την πηγή αυτής της μανίας. Σύμφωνα με την ιστορία, ο Κουχούλιν έφτασε στο Νησί για να φτιάξει το δόρυ του ένας διάσημος σιδηρουργός, με αντάλλαγμα μέρος της γης που θα κατακτούσε. Όσο περίμενε, ανακάλυψε και αιχμαλώτισε μια γοργόνα, ένα πλάσμα της θάλασσας, η οποία του ζήτησε να την ελευθερώσει, με αντάλλαγμα την ικανότητα να την καλεί για βοήθεια στη μάχη. Πράγματι, όταν ο Κουχούλιν ζήτησε τη βοήθειά της σε μια μάχη, μια μεγάλη δύναμη μπήκε μέσα του και σκότωνε τους αντιπάλους του σαν "στάχυα στον κάμπο".
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Κουχούλιν γεννήθηκε στο Νιογκρέιντζ, το μεγαλύτερο από τα νεολιθικά μνημεία της Ιρλανδίας. Μεγάλωσε στο Όλστερ και αρχικά ονομαζόταν Σετάντα, μέχρι που σκότωσε το μαντρόσκυλο του σιδερά Κούλαν και κέρδισε το προσωνύμιο Κουχούλιν ("Το λαγωνικό του Κούλαν"). Πήρε όπλα σε ηλικία επτά ετών, όταν άκουσε τον δρυΐδη Κάθμπαντ να προφητεύει πως όποιος έπαιρνε όπλα εκείνη την ημέρα θα κέρδιζε αιώνια δόξα, αλλά η ζωή του θα ήταν σύντομη. Γι' αυτό το λόγο πολλοί συγκρίνουν τον Κουχούλιν με τον Αχιλλέα της ελληνικής μυθολογίας.
Ο Κουχούλιν ήταν τόσο όμορφος που οι κάτοικοι του Όλστερ φοβήθηκαν ότι δίχως δική του γυναίκα θα έκλεβε τις γυναίκες τους και τις κόρες τους. Σε όλη την Ιρλανδία έψαξαν για μια ταιριαστή σύζυγο, αλλά εκείνος ήθελε μονάχα την Έμερ, κόρη του Φόργκαλ. Ο Φόργκαλ όμως ήταν αντίθετος και πρότεινε να εκπαιδευτεί ο Κουχούλιν με την πολεμίστρια Σκάθαχ στη Σκωτία, ελπίζοντας ότι η δοκιμασία θα ήταν αρκετά σκληρή και θα σκοτωνόταν. Ο Κουχούλιν δέχτηκε την πρόκληση κι η Σκάθαχ του έμαθε όλες τις πολεμικές τέχνες. Εν τω μεταξύ, ο Φόργκαλ προσέφερε την Έμερ στον Lugaid mac Nóis, βασιλιά του Μούνστερ. Ωστόσο, όταν εκείνος έμαθε ότι η Έμερ αγαπούσε τον Κουχούλιν, αρνήθηκε να την παντρευτεί.
Κατά την εκπαίδευση του Κουχούλιν, η Σκάθαχ ήρθε αντιμέτωπη με την Ίβα (Aoife), την αντίπαλό της. Η Σκάθαχ φοβήθηκε για τη ζωή του Κουχούλιν και του έδωσε να πιει ένα πανίσχυρο υπνωτικό φίλτρο, που θα τον κρατούσε μακριά από τη μάχη. Ωστόσο, λόγω της δύναμής του ο Κουχούλιν κοιμήθηκε για μια μόνο ώρα και μπήκε στη μάχη αργότερα. Κάλεσε σε μονομαχία την Ίβα και κατάφερε να την αιχμαλωτίσει, λέγοντάς της πως τα άλογα και το άρμα της, τα οποία αγαπούσε πέρα από κάθε τι στον κόσμο, έπεσαν από έναν γκρεμό. Της χάρισε όμως τη ζωή με την προϋπόθεση ότι θα σταματούσε την έχθρα της με τη Σκάθαχ και θα γινόταν ερωμένη του.
Έχοντας αφήσει έγκυο την Ίβα, ο Κουχούλιν γύρισε από τη Σκωτία έχοντας ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του, αλλά ο Φόργκαλ ακόμη αρνιόταν να του δώσει την Έμερ. Ο Κουχούλιν εισέβαλλε στο κάστρο του Φόργκαλ, σκότωσε 24 από τους στρατιώτες του, κι έκλεψε την Έμερ και τον θησαυρό του Φόργκαλ. Ο βασιλιάς του Όλστερ, Κόνορ μακ Νέσσα, είχε το δικαίωμα της "πρώτης νύχτας" (jus primae noctis) για όλους τους γάμους της επικράτειάς του. Φοβόταν την αντίδραση του Κουχούλιν, από την άλλη όμως θα έχανε την εξουσία του αν δεν εξασκούσε το δικαίωμα αυτό. Τελικά ο Κόνορ κοιμήθηκε μαζί με την Έμερ την πρώτη νύχτα του γάμου, αλλά ανάμεσά τους κοιμήθηκε ο δρυΐδης Κάθμπαντ.
Επτά χρόνια αργότερα, ο Κόνλα, γιος του Κουχούλιν και της Ίβα, έφτασε στην Ιρλανδία αναζητώντας τον πατέρα του, αλλά ο Κουχούλιν τον πέρασε για εισβολέα και τον σκότωσε, όταν εκείνος αρνήθηκε να μαρτυρήσει την ταυτότητά του λόγω ενός όρκου.
Ο Κουχούλιν είχε πολλές ερωμένες, αλλά η Έμερ ζήλεψε μόνο όταν ο Κουχούλιν ερωτεύτηκε τη Φαντ, γυναίκα του θεού της θάλασσας Μανάνναν μακ Λιρ. Η Φαντ δέχτηκε επίθεση από τρεις Φομόριαν κι ο Κουχούλιν δέχτηκε να τη βοηθήσει με αντάλλαγμα να τον παντρευτεί. Η Φαντ συμφώνησε διστακτικά, αλλά κι οι δυο ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά όταν συναντήθηκαν.
Ο Μανάνναν γνώριζε ότι η σχέση τους θα ήταν ολέθρια, γιατί ο Κουχούλιν ήταν θνητός κι η Φαντ νεράιδα: η παρουσία του Κουχούλιν θα κατέστρεφε τις νεράιδες. Εν τω μεταξύ, η Έμερ προσπάθησε να σκοτώσει την αντίζηλό της, αλλά όταν είδε πόσο πολύ αγαπούσε η Φαντ τον Κουχούλιν, αποφάσισε να της τον παραχωρήσει. Η Φαντ όμως είδε τη μεγαλοψυχία της Έμερ κι έτσι αποφάσισε να γυρίσει στον άντρα της. Ο Μανάνναν διέγραψε τη μνήμη του Κουχούλιν και της Φαντ, έτσι ώστε κανείς τους να μη θυμάται τίποτε, κι έπειτα ο Κουχούλιν κι η Έμερ ήπιαν από ένα φίλτρο που έσβησε το όλο ζήτημα από τη μνήμη τους.
Θανάσιμα τραυματισμένος από το δόρυ του Λούγκαντ, ο Κουχούλιν δέθηκε σε έναν τεράστιο βράχο, ώστε να παραμείνει όρθιος. Μόνο όταν ένα κοράκι κάθισε στον ώμο του πείστηκαν οι αντίπαλοί του πως ήταν νεκρός. Ο Λούγκαντ έκοψε το κεφάλι του, αλλά εκείνη τη στιγμή το σπαθί του Κουχούλιν έπεσε και του έκοψε το χέρι. Ο Κόναλ είχε ορκιστεί πως αν ο Κουχούλιν πέθαινε πριν από εκείνον, θα έπαιρνε εκδίκηση πριν το ηλιοβασίλεμα. Έτσι λοιπόν, κυνήγησε τον Λούγκαντ και τον πολέμησε έχοντας το ένα χέρι στη ζώνη του, προκειμένου να είναι ίση η μονομαχία. Τον νίκησε όταν το άλογό του δάγκωσε τον Λούγκαντ στα πλευρά.