Συντεταγμένες: 53°17′N 16°59′E / 53.283°N 16.983°E
Κραγένκα | ||
---|---|---|
| ||
53°17′0″N 16°59′0″E | ||
Χώρα | Πολωνία | |
Διοικητική υπαγωγή | Γκμίνα Κραγένκα | |
Έκταση | 3,77 km² | |
Πληθυσμός | 3.586 (31 Μαρτίου 2021)[1] | |
Ταχ. κωδ. | 77-430 | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Η Κραγένκα (πολωνικά: Krajenka, γερμανικά: Krojanke) είναι πόλη του Πόβιατ Ζουότουφ, στο Βοεβοδάτο της Μεγάλης Πολωνίας της Πολωνίας. Ο πληθυσμός της είναι 3.574 κάτοικοι (2020).[2]
Η Κραγένκα βρίσκεται περίπου 15 χιλιόμετρα νότια του Ζουότουφ, 50 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Στσετσίνεκ και 160 χιλιόμετρα ανατολικά του Στσέτσιν. Βρίσκεται στον ποταμό Γκουόμια, ο οποίος παραπόταμος του Γκβντα. Αποτελεί τμήμα της εθνογραφικής περιοχής Κράινα, που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της ιστορικής περιοχής της Μείζονος Πολωνίας.
Η πρώτη αναφορά της πόλης χρονολογείται από το 1286, που τότε ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Νταναμπόρσκι (Danaborski) των οποίων το οικόσημο ήταν το Τοπόρτσικ (Toporczyk). Το όνομα της ίδιας της πόλης προέρχεται από την πολωνική λέξη Krajna, που σήμαινε στο παρελθόν μια τοποθεσία στα σύνορα του πολωνικού κράτους. Κατά τη διάρκεια των αιώνων συνδέθηκε με Πολωνούς βασιλείς και οικογένειες όπως οι Νταναμπόρσκι, Ντάλκε, Κοστσιελέτσκι, Γκρουντζίνσκι, Ντζιαουίνσκι, Σουουκόσκι και Κομιερόφσκι.[3]
Της παραχωρήθηκαν Δικαιώματα του Μαγδεβούργου το 1420, από τον Πολωνό βασιλιά Βλαδίσλαο Β΄ Γιαγκέλο.
Μετά τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας, το 1772 προσαρτήθηκε από το Βασίλειο της Πρωσίας. Το 1787, η πόλη υπέστη πυρκαγιά. Μετά το θάνατο του τελευταίου Πολωνού ιδιοκτήτη της πόλης, Γιάκουμπ Κομιερόφσκι, από τους Πρώσους το 1809, η πόλη κατασχέθηκε από Πρώσους αξιωματούχους και πέρασε από τα πολωνικά στα γερμανικά χέρια.[3] Το 1846, χτίστηκε μια προτεσταντική εκκλησία από τον διάσημο Γερμανό αρχιτέκτονα Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ. Το 1871, ένας σιδηροδρομικός σταθμός του Πρωσικού Ανατολικού Σιδηροδρόμου κατασκευάστηκε νότια του ποταμού Γκουόμια. Η πόλη ήταν τότε ιδιοκτησία του Πρίγκιπα Φρειδερίκου Λεοπόλδου της Πρωσίας. Σύμφωνα με τη γερμανική απογραφή του 1890, η πόλη είχε πληθυσμό 3.344 καοτίκων, εκ των οποίων οι 400 (12%) ήταν Πολωνοί.[4]
Παρά την πολιτική της γερμανοποίησης, οι ντόπιοι Πολωνοί στις αρχές του 20ου αιώνα ίδρυσαν τη Λαϊκή Τράπεζα και μια Πολωνική Καθολική Εταιρεία.[3] Μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Πολωνίας το 1918, οι Πολωνοί κάτοικοι κατέβαλαν προσπάθειες να επανενσωματώσουν την πόλη στην Πολωνία, αλλά παρά τα αιτήματά τους και τις διαμαρτυρίες τους, η Συνθήκη των Βερσαλλιών παραχώρησε την πόλη στη Γερμανία.[3] Στη συνέχεια έγινε μέρος της Επαρχίας Πόζεν-Δυτικής Πρωσίας. Στις 21 Ιουνίου 1924, η πόλη έγραψε ιστορία στο πλαίσιο της γερμανικής νομοθεσίας, καθώς το Ράιχσγκεριχτ (Reichsgericht, Ανώτατο δικαστήριο) επιβεβαίωσε την ιδιοκτησία του Πρίγκιπα Φρειδερίκου Λεοπόλδου, συμπεριλαμβανομένου του τόπου όπου πέθανε το 1931. Το 1931, οι ντόπιοι Πολωνοί ίδρυσαν ένα πολωνικό σχολείο.[3] Ο δάσκαλός του, Φραντσίσεκ Γκλισέφσκι, συνελήφθη και δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Φλόσενμπεργκ μετά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939.[5]
Στις 30 Ιανουαρίου 1945, ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός κατέλαβε την εγκαταλελειμμένη και σοβαρά κατεστραμμένη πόλη κατά τα τελευταία στάδια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί από τους κατοίκους την είχαν εγκαταλείψει το χειμώνα του 1944/1945. Μετά τον πόλεμο η πόλη τελικά επανενσωματώθηκε με την Πολωνία στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Πότσνταμ.
Ετος | Αριθμός |
---|---|
1772 | 900 |
1783 | 848 |
1805 | 1.946 |
1831 | 2.035 |
1853 | 3.063 |
1857 | 2.061 |
1875 | 3.303 |
1880 | 3.531 |
1890 | 3.344 |
1925 | 3.354 |
1933 | 3.345 |
1939 | 3.233 |
1945 | 150 |
1960 | 3.100 |
2006 | 3.651 |
Σημειώστε ότι ο πίνακας βασίζεται σε πρωτεύοντες, πιθανώς ανακριβείς ή μεροληπτικές πηγές.[6][7][8][9]