Κρατούμενος εν αναμονή δίκης (Detenuto in attesa di giudizio) | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Νάνι Λόι[1] |
Παραγωγή | Gianni Hecht Lucari |
Σενάριο | Σέρτζιο Αμίντεϊ και Εμίλιο Σάνα |
Πρωταγωνιστές | Αλμπέρτο Σόρντι[1], Λίνο Μπάνφι[1], Έλγα Άντερσεν[1], Αντρέα Αουρέλι[1], Νατσαρένο Νατάλε[1], Μικέλε Γκαμίνο[1], Silvio Spaccesi[1], Τάνο Τσιμαρόζα[1], Λούκα Σπορτέλι, Αντόνιο Κασαγκράντε[1], Τζιάνι Μποναγκούρα[1], Μάριο Πίζου[1], Τζουζέπε Ανατρέλι, Μάριο Μπρέγκα, Νέλο Απόντια, Φούλβιο Μινγκόζι και Τζιανφράνκο Μπάρα[2] |
Μουσική | Κάρλο Ρουστιτσέλι |
Φωτογραφία | Σέρτζιο Ντ'Οφίτσι |
Μοντάζ | Φράνκο Φρατιτσέλι |
Πρώτη προβολή | 1971 |
Διάρκεια | 99 λεπτά |
Προέλευση | Ιταλία |
Γλώσσα | Ιταλικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το Κρατούμενος εν αναμονή δίκης (ιταλικά: Detenuto in attesa di giudizio) είναι ιταλική ταινία της Κομέντια αλ'ιταλιάνα του 1971 σε σκηνοθεσία Νάνι Λόι. Πρωταγωνιστούν ο Αλμπέρτο Σόρντι, ο Λίνο Μπάνφι και η Έλγκα Άντερσεν.
Συμμετείχε στο 22ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, όπου ο Σόρντι κέρδισε την Αργυρή Άρκτο Α' Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του. [3]
Ο Ρωμαίος τοπογράφος Τζουζέπε Ντι Νόι, ο οποίος έχει μεταναστεύσει στη Σουηδία όπου παντρεύεται μια ντόπια γυναίκα, γίνεται αξιοσέβαστος πολίτης και αποφασίζει να πάρει την οικογένειά του διακοπές στην Ιταλία. Ωστόσο στα ιταλικά σύνορα τον σταματούν και τον συλλαμβάνουν χωρίς να του δώσουν κάποια εξήγηση. Μετά από τρεις ημέρες στη φυλακή στο Μιλάνο, μαθαίνει -με τις προσπάθειες ενός φρουρού- ότι του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για «ανθρωποκτονία από αμέλεια» ενός Γερμανού πολίτη. Έχοντας αγνοήσει το ένταλμα σύλληψης (καθώς ζούσε στο εξωτερικό) ο Τζουζέπε θεωρείται «φυγάς» και επομένως δεν πληροί τις προϋποθέσεις για κατ' οίκον περιορισμό. Αντίθετα, μεταφέρεται από φυλακή σε φυλακή μέχρι να φτάσει στη φανταστική πόλη Σαγκούντο (κοντά στο Σαλέρνο), όπου τον βάζουν σε απομόνωση.
Ο Ντι Νόι υφίσταται μια γνήσια δικαστική δοκιμασία, γεμάτη ταπεινώσεις. Εμπλέκεται άθελά του σε μια ταραχή, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί σε φυλακή κρατουμένων που εκτίουν ισόβια κάθειρξη και τελικά σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Χρειάζεται το πείσμα της συζύγου του, το παθιασμένο ενδιαφέρον του δικηγόρου του και η καλοσύνη του ανακριτή, για να καταλήξει σε μια λογική εξήγηση.
Κατά την ανάρρωσή του στο νοσοκομείο, ο δικηγόρος του Ντι Νόι μαθαίνει για μια οδογέφυρα του αυτοκινητόδρομου Battipaglia - Ματέρα - που είχε κατασκευάσει χρόνια πριν από μια ιταλική εταιρεία όπου εργαζόταν, η οποία κατέρρευσε και προκάλεσε το θάνατο ενός Γερμανού οδηγού. Ο Ντι Νόι είχε μετακομίσει στη συνέχεια στη Σουηδία και ελλείψει διεθνών επικοινωνιών, δεν μπορούσε να του κοινοποιηθεί δικαστική κλήτευση, και ως εκ τούτου έγινε τεχνικά φυγάς. Ακόμη και μετά την ανάκτηση της ελευθερίας του, ο Ντι Νόι παραμένει αμετάκλητα μαρκαρισμένος από τη δοκιμασία, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά.