Η κρυοθεραπεία[Σημ. 1] είναι ο απλούστερος και παλαιότερος τρόπος αντιμετώπισης τραυματισμών. Η χρήση της παγκοσμίως εξαπλώθηκε λόγω της αποτελεσματικότητας, της ευκολίας, του χαμηλού κόστους και της ευκολίας μεταφοράς της. Ο πάγος πιστεύεται ότι ελέγχει τον πόνο προκαλώντας τοπική αναισθησία. Μειώνει επίσης το οίδημα, τις ταχύτητες αγωγιμότητας των νεύρων, τον κυτταρικό μεταβολισμό και την τοπική ροή του αίματος. Το αποτέλεσμα της κρυοθεραπείας εξαρτάται από τη μέθοδο, τη διάρκεια, τη θερμοκρασία του πάγου και το βάθος του υποδόριου λίπους.[2][3]
Οι συνήθεις μέθοδοι εφαρμογής περιλαμβάνουν, τοπικά τζελ ψύξης και ψεκασμούς ψύξης. Άλλες μορφές κρυοθεραπείας περιλαμβάνουν παγοκύστες, μασάζ με πάγο και κρύα υδρομασάζ.[4]
Η κρυοθεραπεία είναι μια απλή διαδικασία, η οποία είναι ανέξοδη και εφαρμόζεται ευρέως σε διάφορες μυοσκελετικές περιπτώσεις και μετεγχειρητικά όπως στην αποκατάσταση πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, στην πλάγια επικονδυλίτιδα, σε διάστρεμμα αστραγάλου και στην αρθροπλαστική γόνατος.[1]
Η κρυοθεραπεία μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία μιας ποικιλίας ιστικών βλαβών. Η πιο εμφανής χρήση του όρου αναφέρεται στη χειρουργική θεραπεία, ειδικά γνωστή ως κρυοχειρουργική ή κρυοκατάλυση.[5] Η κρυοχειρουργική είναι η εφαρμογή εξαιρετικά χαμηλών θερμοκρασιών για την καταστροφή μη φυσιολογικού ιστού και χρησιμοποιείται πιο συχνά για τη θεραπεία δερματικών παθήσεων (π.χ. μη καρκινικών βλαβών, ακτινικής κεράτωσης [προ-καρκινική βλάβη], και επιφανειακό καρκίνο του δέρματος).[6][7] Η κρυοχειρουργική μπορεί να χορηγηθεί με διάφορα κρυογόνα μέσα. Το υγρό άζωτο είναι το πιο κοινό και αποτελεσματικό κρυογόνο μέσο για κλινική χρήση (θερμοκρασία –196°C).[8]
Η κρυοθεραπεία θα πρέπει να αποφεύγεται να χρησιμοποιείται σε αδιάγνωστες δερματικές βλάβες, μελάνωμα, ασθενείς με σκούρο δέρμα, βλάβες που απαιτούν βιοψία, βλάβες σε περιοχή με προβλήματα κυκλοφορίας, ασθενείς με προηγούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες σε κρυοθεραπεία ή αδυναμία αποδοχής παρενεργειών, μικρά παιδιά, ασθενείς σε κώμα, και συνθήκες που επιδεινώνονται από την έκθεση στο κρύο (νόσος Raynaud, κνίδωση εκ ψύχους, κρυοσφαιριναιμία, πολλαπλό μυέλωμα).[8] Οι πιθανές επιπλοκές από την κρυοθεραπεία εξαρτώνται από την περιοχή του σώματος που υποβάλλεται σε θεραπεία. Οι συνήθεις παρενέργειες του δέρματος είναι ο πόνος, το κάψιμο από πάγο, οι φουσκάλες, το πρήξιμο και η ερυθρότητα, και σε σπάνιες περιπτώσεις η φλεγμονή.[9][2]
Οι διάφορες μέθοδοι εφαρμογής κρυοθεραπείας είναι οι εξής[2]:
Παγοκύστες: Είναι η πιο κοινή μέθοδος κρυοθεραπείας. Υπάρχουν διάφοροι τύποι πάγου που χρησιμοποιούνται σε παγοκύστες. Οι πιο συνηθισμένοι τύποι είναι οι παγοκύστες που γίνονται με κύβους, θρυμματισμένο και βρεγμένο πάγο.
Παγοκύστες εμπορίου: Οι παγοκύστες εμπορίου, όπως το ColPac και το Elasto-Gel, είναι μια αποτελεσματική και ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος κρυοθεραπείας. Συνήθως γεμάτα με υλικό γέλης απόσταξης πετρελαίου, αυτές οι παγοκύστες εφαρμόζονται πιο γρήγορα και φτάνουν σε χαμηλότερες θερμοκρασίες από τις παραδοσιακές παγοκύστες.
Ψυκτικό σπρέι: Χρησιμοποιείται ως επιφανειακός, ψυκτικός παράγοντας για τη μείωση της προστασίας των μυών και την απελευθέρωση των μυοπεριτονιακών σημείων ενεργοποίησης.
Βύθιση: Η απλή βύθιση, όπως ένα παγωμένο μπάνιο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πλήρη εμβύθιση ενός περιφερικού άκρου (π.χ. πόδι, αστράγαλος, χέρι ή καρπός). Το κρύο υδρομασάζ είναι μια μορφή βύθισης που μεταφέρει θερμότητα μέσω μεταφοράς.
Μασάζ με πάγο: Το μασάζ με πάγο περιλαμβάνει την εφαρμογή πάγου απευθείας στο δέρμα με αργές, κυκλικές κινήσεις για 5-10 λεπτά. Για να επιτύχει κάποιος το επιθυμητό αποτέλεσμα ψύξης, θα πρέπει να κινεί τον πάγο περίπου 5-7 cm/δευτερόλεπτο.
Μέθοδος dipstick: Εφαρμογή υγρού αζώτου στις βλάβες δέρματος με τη χρήση μπατονέτας (άλλες μέθοδοι εφαρμογής υγρού αζώτου περιλαμβάνουν τη χρήση σπρέι και τον καυτηριασμό).[10]
Ολόσωμη κρυοθεραπεία: Η ολόσωμη κρυοθεραπεία χρησιμοποιείται από τους αθλητές, για να βοηθήσει στην αποκατάσταση, καθώς και από τους ασθενείς με επίμονο πόνο, όπως οι ρευματολογικές παθήσεις.
Μέχρι στιγμής, υπάρχουν διαφορετικές συστάσεις σχετικά με τη διάρκεια και το διάστημα εφαρμογής του πάγου, για παράδειγμα 10–20 λεπτά ή 20–30 λεπτά δύο φορές την ημέρα ή 30–45 λεπτά για 2 ώρες μετά τον τραυματισμό. Οι Bleakley et al. μελέτησαν την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής πάγου για 20 λεπτά συνεχώς σε σύγκριση με 20 λεπτά κατά διαστήματα (10 λεπτά εφαρμογή, 10 λεπτά ανάπαυση και στη συνέχεια άλλα 10 λεπτά εφαρμογή). Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαλείπουσα κρυοθεραπεία είχε ως αποτέλεσμα λιγότερο πόνο από τη συνεχή εφαρμογή πάγου, ενώ δεν υπήρχε διαφορά ως προς το πρήξιμο και στις δύο ομάδες. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η διαλείπουσα κρυοθεραπεία οδήγησε σε μεγαλύτερη μείωση του πόνου από τη συνεχή εφαρμογή πάγου.[1]
Οι Myrer et al. έχουν προτείνει η διάρκεια της κρυοθεραπείας να είναι 20 λεπτά. Ωστόσο, αυτός ο χρόνος θεραπείας δεν μπορεί να δοθεί ως πρότυπο, επειδή ο χρόνος θεραπείας μπορεί να διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση και ανάλογα με τη σοβαρότητα του τραυματισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν τον βαθμό αλλαγής της επιφανειακής θερμοκρασίας και της βαθιάς θερμοκρασίας κατά τη διάρκεια της κρυοθεραπείας, όπως το είδος του κρύου παράγοντα, το σημείο της εφαρμογής της θεραπείας, και η συμπίεση και η αίσθηση διαφοράς από το ένα άτομο στο άλλο.[1]
Μετά την ορθοπεδική χειρουργική επέμβαση (π.χ., στην ολική αρθροπλαστική γόνατος, στην αποκατάσταση πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, στην αρθροσκοπική επέμβαση ώμου)
↑Η κρυοθεραπεία χρησιμοποιείται ευρέως για την αντιμετώπιση των αθλητικών τραυματισμών, ωστόσο, τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την αποτελεσματικότητα αυτής της θεραπείας είναι αναξιόπιστα. Κι αυτό γιατί οι πειραματικές δοκιμές και οι κλινικές μελέτες είναι λίγες. Ως εκ τούτου, η κρυοθεραπεία συνεχίζει να χρησιμοποιείται ανεπίσημα και χωρίς να έχει μετρηθεί η αποτελεσματικότητά της.
Επιπλέον, υπάρχουν αρκετές μέθοδοι εφαρμογής (π.χ. παγοκύστες, σπρέι ψύξης, κρύα υδρομασάζ κ.α.), αλλά δεν είναι γνωστό σε ποιες περιπτώσεις η κάθε μέθοδος είναι η πιο αποτελεσματική.
Από τη άλλη, η κρυοθεραπεία χρησιμοποιείται ως μια πιο τυποποιημένη προσέγγιση μετά από χειρουργική επέμβαση για τον έλεγχο του μετεγχειρητικού πόνου, οιδήματος και επιστροφής στην καθημερινότητα. Εδώ, οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές έχουν καλύτερη μεθοδολογική ποιότητα, με έγκυρα αποτελέσματα. Και πάλι όμως, πολλές από μελέτες αυτού του τύπου έχουν αντιφατικά αποτελέσματα.
Αυτό που είναι πρωταρχικής σημασίας, λοιπόν, είναι κάθε θεραπεία που προτείνεται στους αθλητές να λαμβάνει υπόψη τα υπάρχοντα δεδομένα και να υποστηρίζεται από ισχυρά επιστημονικά στοιχεία, στο πλαίσιο του εφικτού.[1]