Το «Κρυφό Σχολειό» είναι θρύλος σύμφωνα με τον οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία απαγόρευε την εκπαίδευση των υπόδουλων Ελλήνων στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, για να εξασφαλίσει την αμάθεια και, έτσι, και τη δουλοφροσύνη τους, με αποτέλεσμα να οργανωθούν κρυφά νυχτερινά σχολεία από ιερείς, που μυστικά δίδασκαν γραφή και ανάγνωση. Ο θρύλος δημιουργήθηκε τα επαναστατικά και μετεπαναστατικά χρόνια και αποτυπώθηκε στην Τέχνη. Ως τα μέσα του 20ού αιώνα στα ελληνικά σχολεία διδασκόταν ότι η ελληνική παιδεία διωκόταν συστηματικά τον πρώτο ενάμιση αιώνα μετά την οθωμανική κατάκτηση και πως αυτό οδήγησε την Εκκλησία στην κρυφή λειτουργία τέτοιων σχολείων.
Η μελέτη της ελληνικής εκπαίδευσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνδέθηκε ήδη από τον 19ο αιώνα με την εξέταση του θρύλου του Κρυφού Σχολειού. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς ιστορικούς, η ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού, για την τεκμηρίωση του οποίου χρησιμοποιούνταν ως πρόσφατα μαρτυρίες από την εποχή της Επανάστασης και εξής μαζί με τοπικές παραδόσεις, είναι μύθος χωρίς ιστορική βάση. Πρόσφατα, στην ανεπίσημη παραδοσιακή ιστοριογραφία χρησιμοποιούνται για την τεκμηρίωση της ύπαρξης του «κρυφού σχολειού» μαρτυρίες του 16ου αιώνα κ.ε. για τη γενική αμάθεια ή κατά τόπους αυθαιρεσίες οθωμανών αξιωματούχων εις βάρος εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, οι οποίες, ωστόσο, είχαν πεδίο εφαρμογής γενικά τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Μουσουλμάνους και μη.[1]
Ο όρος «κρυφό σχολειό» χρησιμοποιείται κατ' επέκταση και για περιπτώσεις κρυφής εκπαίδευσης ή εθνικής-αντιστασιακής δραστηριότητας στη νεότερη εποχή, όπως κατά τη γερμανική Κατοχή (1941-44) ή τη βρετανική διοίκηση στην Κύπρο.
Στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής λειτουργούσαν επίσημα ελληνικά σχολεία, ιδρυθέντα από την ιδιωτική πρωτοβουλία Ελλήνων και την Εκκλησία. Η παροχή παιδείας με κύριο σκοπό να ετοιμαστούν στελέχη για τις ανάγκες της Εκκλησίας[2] δεν αντιμετώπιζε την αντίδραση της κεντρικής εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Θεωρείται όμως πιθανό πως σε ορισμένες περιπτώσεις Τούρκοι αξιωματούχοι σε απομακρυσμένες περιφέρειες δυσχέραιναν ή απαγόρευαν τη λειτουργία σχολείων για ποικίλους λόγους, που πολλές φορές σχετίζονταν με την αναστάτωση που προκαλούσαν τα απελευθερωτικά κινήματα.[3]
Η ονομασία «κρυφό σχολειό», σύμφωνα με βιογράφο του ζωγράφου του ομώνυμου πίνακα (Νικολάου Γύζη), συναντάται προεπαναστατικά σε ένα μικρό μοναστήρι στην Τήνο, πληροφορία η οποία έχει όμως αμφισβητηθεί και πιθανότερα δε συνδέεται με κρυφή εκπαίδευση επί Τουρκοκρατίας, καθώς η Τήνος ήταν φραγκοκρατούμενη[4][5] μέχρι το 1715. Ωστόσο, ο Φ. Κακριδής παρατηρεί ότι και οι Καθολικοί ήταν εχθρικοί προς την εκπαίδευση των Ορθοδόξων.[6] Πρώτη δημοσιευμένη αναφορά, σε κρυφά σχολεία επί Τουρκοκρατίας, έγινε το 1825, βασισμένη σε επιστολή (της 4-2-1822) του Στ. Κανέλλου προς τον C.Iken.[7] Ως ορολογία του συμβολισμού καθιερώθηκε στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα. Η έννοια του κρυφού σχολειού, η οποία διδάχθηκε στα ελληνικά σχολεία κατά τον 20ό αιώνα, απέκτησε μεγάλη σημασία στην εθνική συνείδηση των Ελλήνων. Μαζί με τον θρύλο της Αγίας Λαύρας, το Κρυφό Σχολειό χρησίμευσε για την αποκατάσταση των εθνικών διαπιστευτηρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ισχυροποίησε τη θέση της στο ελληνικό εθνικό φαντασιακό, παρουσιάζοντάς την ως «κιβωτό εθνικών αξιών».[8] Στη συνέχεια, με την αμφισβήτηση της ύπαρξής του, το θέμα του Κρυφού Σχολειού πολιτικοποιήθηκε έντονα και συνδέθηκε με τη διαφωνία για τον ρόλο της Εκκλησίας στην επιβίωση του ελληνικού στοιχείου, τη θεμελίωση της εθνογένεσης και στην προετοιμασία της Επανάστασης.[5]
Η εικόνα του Κρυφού Σχολειού έφτασε να γίνει το σύμβολο της, ψευδώς, μοναδικής και ταυτόχρονα απαγορευμένης εκπαίδευσης των Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας. Αυτός ο συμβολισμός συνάντησε τις αντιδράσεις ιστορικών και φιλολόγων του 20ου αιώνα. Ελλείψει επαρκούς τεκμηρίωσης για την ύπαρξη κρυφής εκπαίδευσης και καθώς υπήρχε τεκμηριωμένα η καταγραφή πολλών σχολείων που λειτουργούσαν επίσημα, στη νεότερη ιστοριογραφία το Κρυφό Σχολειό κατατάχθηκε ως μύθος της προφορικής λαϊκής παράδοσης.[9][10]
Σύμφωνα με τον Κακριδή, το Κρυφό Σχολειό δεν ήταν ένα συστηματικό διδακτήριο όπως τα φανερά ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν ανεμπόδιστα. Πρόκειται για ένα συνοπτικό όνομα που σημαίνει κάθε διδασκαλία σχετική με την προγονική ιστορία, τη μοίρα και τις ελπίδες για απελευθέρωση. Αυτές οι ιδέες δεν μπορούσαν να διδαχθούν στα αναγνωρισμένα σχολεία. Το Κρυφό Σχολειό είναι όχι μύθος αλλά θρύλος με ιστορικό πυρήνα.[11]
Πάντως, σύμφωνα με την εκπαιδευτικό Ελένη Πόπα «Φυσικά «κρυφό σχολειό» όπως απέδειξε η νεώτερη ιστοριογραφία δεν υπήρχε. Παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία συντήρησε την εικόνα των ελληνικών γραμμάτων στη συνείδηση των λαϊκών μαζών τα γράμματα αυτά δεν είχαν καμιά σχέση με τον ελληνικό εθνικισμό που διαμορφώθηκε πολύ αργότερα.» [12]
Κατά την τουρκοκρατία γενικά συνέβη σημαντική υποχώρηση της παιδείας των Ελλήνων. Εστίες παιδείας διατηρήθηκαν κυρίως στα πλαίσια της Εκκλησίας και κυρίως των μοναστηριών, τα οποία περιγράφονται ως «καταφύγια» των λογίων και των γραμμάτων και «κευθμώνες [κρυψώνες] πολλών θησαυρών των αρχαίων προγόνων».[13] Το 1608 ο Γερμανός θεολόγος και διπλωμάτης στην Κωνσταντινούπολη Salomon Schweigger αναφέρει την ύπαρξη μικρών ελληνικών σχολείων όπου δίδασκαν καλόγεροι.[αναφ. 1][14] Τα σχολεία αυτή την περίοδο λειτούργησαν υπό την κηδεμονία της Εκκλησίας κυρίως για να ετοιμάσουν στελέχη για τις ανάγκες της, καθώς ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είχε τεθεί επικεφαλής του μιλλέτ («έθνους») των Ορθοδόξων υπηκόων της αυτοκρατορίας. Η κεντρική διοίκηση στην Κωνσταντινούπολη δεν απαγόρευσε τη λειτουργία ελληνικών σχολείων και εκκλησιών αλλά αυτή η θρυλούμενη θρησκευτική ανοχή έπρεπε να εξαγοράζεται. Όπως επισημαίνει ο Νεοκλής Σαρρής, για να διατηρούν οι Χριστιανοί τους θρησκευτικούς τους θεσμούς έπρεπε να ρέει σταθερά νόμιμο και παράνομο χρήμα από αυτούς προς τους Οθωμανούς, ακόμα και τον ίδιο τον Σουλτάνο.[15] Κατ' άλλη άποψη, η μή απαγόρευση ίδρυσης σχολείων δεν σχετίζεται με το Κρυφό Σχολειό, καθώς το οθωμανικό καθεστώς δεν ήταν συνταγματικό καθεστώς ώστε υπό μορφή συμβολαίου μεταξύ Σουλτάνου και κατακτημένων να προβλέπει ή να μη προβλέπει κάτι. Τα προνόμια που παραχωρούν οι σουλτάνοι δεν έχουν το περιεχόμενο του ατομικού δικαιώματος αλλά είναι προνόμια του πατριάρχη ή κάποιας κοινότητας και ισχύουν με την προϋπόθεση της πλήρους υποταγής.[16] Έτσι, διαπιστώνεται ότι σε διάφορες επαρχίες και κατά περιόδους υπήρχαν σοβαρά εμπόδια έως και καταστροφές σχολείων.[2] Η μοναδική Ορθόδοξη οργανωμένη σχολή ήταν η Πατριαρχική Ακαδημία (Μεγάλη του Γένους Σχολή), μετά την επανίδρυσή της το 1454.[17]
Από το τέλος του 16ου αιώνα, χειρόγραφες και επίσημες μαρτυρίες που σώζονται και πραγματεύονται την κατάσταση της ελληνικής παιδείας, βεβαιώνουν την ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων. Ο Γερμανός ελληνιστής Μαρτίνος Κρούσιος, στο κυριότερο έργο του Turcograecia (1584), σημειώνει την παρουσία κοινών σχολείων, όπου τα παιδιά διδάσκονται ανάγνωση με χρήση εκκλησιαστικών λειτουργικών βιβλίων, όπως επιβεβαιώνει και ο ιερέας της γερμανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Σάλομον Σβάιγγερ (Salomon Schweigger).[18]
Η δεύτερη και κυρίως η τρίτη δεκαετία του 17ου αιώνα, χαρακτηρίζεται ως περίοδος πνευματικής αναγέννησης της υπόδουλης Ελλάδας με την ελληνική παιδεία να γνωρίζει σημαντική βελτίωση που συνεχίστηκε τις επόμενες δεκαετίες.[19] Από τον 18ο αιώνα τα σχολεία πλήθυναν, τόσο μάλιστα που έφτασε να καταγράφεται πως το 1806 κάθε πόλη είχε δύο ή 3 σχολεία κατ' ελάχιστο. Μόνο στα Ιωάννινα, από το 1647 ως το 1805 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν πέντε τουλάχιστο ονομαστές σχολές.[5]
Κατά καιρούς εμφανίζονταν περιπτώσεις[σημ. 1][σημ. 2]
κατά τις οποίες σε περιφέρειες γινόταν δυσχερής ή και απαγορευόταν η λειτουργία σχολείων, κυρίως όσο αυτή συνδεόταν με απελευθερωτικά κινήματα ή κατά τις διάφορες εξεγέρσεις.[3] Άλλωστε έχει αναγνωριστεί ότι λόγω της εδαφικής επέκτασης του Οθωμανικού κράτους οι εξουσίες είχαν σταδιακά αποκεντρωθεί. Έως το τέλος του 18ου αιώνα η εξουσία είχε περάσει σε κρατικούς αξιωματούχους και ο Σουλτάνος είχε διατηρήσει μόνο τη συμβολική εξουσία του.[20] Έτσι, ο Charles Tuckermann, αμερικανός πρόξενος στην Ελλάδα μετά την Επανάσταση, παρατηρεί ότι κατά την τουρκοκρατία «τα ελληνικά σχολεία ήταν λίγα και απομακρυσμένα, και υποστηρίζονταν από τις εθελοντικές εισφορές διαφόρων οργανώσεων και από Έλληνες του εξωτερικού. Η ελευθερία διδασκαλίας δεν ήταν περισσότερη από την ελευθερία πολιτικών δραστηριοτήτων, και τα γράμματα είχαν το μερίδιό τους από την εθνική μιζέρια.».[αναφ. 10] Την εχθρότητα των Τούρκων έναντι των σχολείων υπαινίσεται και ο Γερμανός καθηγητής G. A. Noehden το 1820 αναφέροντας ότι το γνωστό σχολείο των Μηλεών Πηλίου κατόρθωνε να καλλιεργεί τα γράμματα γιατί «ήταν μακριά από το ζηλόφθονο μάτι του Τούρκου διοικητή και επιπλέον έχει διασφαλισθεί από τις επιβουλές του με ιδιαίτερα προνόμια και ασυλίες, που έχουν δοθεί στην πόλη από την κυβέρνηση».[21] Πάλι από τις Μηλιές το 1832 (ενώ παραμένουν υπό τουρκική κατοχή) ο ιεροδιάκονος-διαφωτιστής Γρηγόριος Κωνσταντάς γράφει απευθυνόμενος εμμέσως στον πατριάρχη:
Την πεποίθηση ότι οι Τούρκοι στέρησαν την παιδεία από τα παιδιά των Ελλήνων έχει και ο Άγγλος συνταγματάρχης φιλέλληνας Λέστερ Στάνχοουπ (L. Stanhope) σε επιστολή του από το Μεσολόγγι το 1823.[23]
Κατά τον ιστορικό και αγωνιστή του 1821 Φιλήμονα, όπως αναφέρει στο Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας που εκδόθηκε το 1834, η ελεύθερη σύσταση ελληνικών σχολείων οφειλόταν στη γενικότερη αμάθεια των Τούρκων, οι οποίοι αγνοούσαν ποια μέτρα θα ωφελούσαν το πολιτικό σύστημά τους[24], υπονοώντας την απαγόρευση των σχολείων.
Ενδελεχή μελέτη για την κατάσταση των ελληνικών γραμμάτων από την άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι τον 19ο αιώνα παρέδωσε επίσης ο Ματθαίος Παρανίκας, στο Σχεδίασμα (Κωνσταντινούπολη, 1867). Εκεί περιγράφει τη ζοφερή κατάσταση της παιδείας μετά την Άλωση και αναφέρεται στη συμβολή των λειτουργών της εκκλησίας στην εκπαίδευση του «ως επί το πλείστον αγράμματου ποιμνίου», περιγράφοντας τα μοναστήρια και τις εκκλησίες ως «καταγώγια της αρετής» και «κευθμώνες (κρυψώνες) πολλών θησαυρών των αρχαίων προγόνων».[25] Στο έργο του, ο Παρανίκας δεν αναφέρεται σε κρυφά σχολεία και παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες για σχολεία και δασκάλους που δίδαξαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας[26].
Γεγονός πρέπει να θεωρείται η γενικότερη αναβίωση της ελληνικής παιδείας από τον 17ο αιώνα, όπως περιγράφεται από τον Παρανίκα αλλά και από άλλους ιστοριογράφους όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, και συνοδεύεται από την ίδρυση αρκετών σχολείων[26][27]. Για τη μελέτη θεμάτων της εκπαίδευσης, το έναυσμα έδωσε το 1865 ο Ροδοκανάκειος Φιλολογικός Αγών με την προκήρυξη διαγωνισμού με αντικείμενο την ιστορία της ελληνικής παιδείας από την άλωση της Κωνσταντινύπολης μέχρι το 1821. Υποβλήθηκαν εργασίες από τους Παναγιώτη Αραβαντινό και Κωνσταντίνο Σάθα, με τον τελευταίο να βραβεύεται τελικά για το μέρος της έρευνάς του που αφορούσε στους λογίους και στο γλωσσικό ζήτημα, καθώς θεωρήθηκε πως η μελέτη του Παρανίκα, που είχε ήδη δημοσιευθεί, κάλυπτε επαρκώς τα θέματα που άπτονταν των ελληνικών σχολείων. Σε καμία από αυτές τις εργασίες δε συναντάται αναφορά στην ύπαρξη Κρυφού Σχολείου.[28]
Συμπληρωματική της εργασίας του Παρανίκα είναι και η μελέτη του Τρύφωνος Ευαγγελίδου, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας (1936), όπου κατέγραψε ακόμα περισσότερα σχολεία, βασισμένος σε πρόσθετες πηγές στις οποίες δεν είχε πρόσβαση ο Παρανίκας[29], αναφέροντας όμως και την εκπαίδευση που γινόταν με κίνδυνο «κρύφα και εν παραβύστω». Γνωστά είναι, εξ άλλου, ορισμένα από τα μεγαλύτερα εκπαιδευτήρια του υπόδουλου ελληνισμού, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και άλλα σχολεία σε πολλές περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας[30]. Μαρτυρίες για ελεύθερη ίδρυση και λειτουργία σχολείων αντλούνται επίσης από ξένους περιηγητές, όπως τον άγγλο αξιωματικό Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ που επισκέφτηκε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821,[31] αν και τέτοιες μαρτυρίες θεωρούνται εν γένει μικρότερης αξίας από τις πρωτογενείς ελληνικές πηγές.
Αν και υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες που βεβαιώνουν περιπτώσεις κρυφών σχολείων σε τοπική κλίμακα, στις πηγές της εποχής δεν καταγράφεται καμία σχετική με απαγόρευση ίδρυσης ή λειτουργίας σχολείου[14].
Στον Λόγιο Ερμή του 1811 αναφέρεται το άνοιγμα σχολείων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 19ου αιώνα με άδεια των Αρχών στην Κωνσταντινούπολη, στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, στη Χίο κλπ. Επίσης αναφέρεται η οργάνωση λυκείων στη Σμύρνη και στη Θεσσαλονίκη[32] Στο ίδιο έντυπο, το 1813, περιγράφεται με μελανά χρώματα η αμάθεια που επικρατούσε κατά τους προηγούμενους αιώνες.[33]
Ίσως η πρωιμότερη ρητή αναφορά σε κρυφά διδασκαλεία υπάρχει σε ομιλία υπέρ της επανάστασης που εκφώνησε ο Κωνσταντίνος Οικονόμος «ο εξ Οικονόμων» το 1821 και δημοσίευσε το 1825. Εκεί αναφέρει[σημ. 3] ότι τα σχολεία όταν δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν κρυφά, το κατάφερναν με τεχνάσματα ή χάρη σε δωροδοκίες Τούρκων αξιωματούχων, όπως αναφέρεται αργότερα[σημ. 4] και για τη Σχολή της Χίου. Ο λόγιος ιατρός Στέφανος Κανέλλος, σε επιστολή του της 4 Φεβρ. 1822 προς τον Γερμανό φιλέλληνα Carl Iken (δημοσιεύτηκε στα γερμανικά το 1825) αναφέρει[σημ. 5] ότι οι Τούρκοι εμπόδιζαν τα σχολεία χειρότερα και από τις εκκλησίες και ότι οι Έλληνες προσπαθούσαν «να συστένουν κοινά σχολία κρυφίως». Σε άλλο σημείο της επιστολής του αναφέρεται στην αμάθεια των υπόδουλων Ελλήνων, υποστηρίζοντας ότι δεν προερχόταν από αναισθησία ή αδιαφορία τους προς την παιδείαν, αλλά[σημ. 6] από την «αθλίαν κατάστασιν των σχολείων, αποτέλεσμα της όλης καταστάσεως του έθνους». Σημειώνει παράλληλα τον ενθουσιασμό των νέων να μάθουν γράμματα παρά τη φτώχεια και τις στερήσεις. Ο καθηγητής φιλολογίας Άλκης Αγγέλου (1917-2001) θεώρησε αναξιόπιστη αυτή την αναφορά του Κανέλλου, πιστεύοντας ότι είχε σκοπό να προκαλέσει το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για την Επανάσταση. Κατά τον Χ. Πατρινέλη, ο Κανέλλος «προχειρολογεί και αυτοσχεδιάζει», τονίζοντας ειδικά την αρχή της επιστολής του προς τον Iken όπου γράφει: «Αλλ’ επειδή μ’ έδωκες την άδειαν να σε γράφω ό,τι με έλθει εις τον νουν... θέλεις συγχωρήσει την αταξίαν και ατέλειαν των όσων μέλλω να σε σημειώσω». Ο ιστορικός Απόστολος Διαμαντής, με τη σειρά του, απορρίπτει το επιχείρημα του Αγγέλου χαρακτηρίζοντάς το "τακτική γνωστή από την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού".[34] Ομοίως, ο Ν. Χρονόπουλος παρατηρεί ότι ο Αγγέλου βάζει τις υπάρχουσες μαρτυρίες στην "προκρούστεια κλίνη" και τις μεταχειρίζεται έτσι ώστε να εξυπηρετείται το σενάριο της "μυθοπλασίας".[35]
Το 1823 ο λόγιος Μιχαήλ Σχινάς περιγράφει τα εμπόδια που έβαζαν οι Οθωμανοί στη λειτουργία των ελληνικών σχολείων. Αναφέρει ότι λόγω αυτών των εμποδίων "μαθητές και δάσκαλοι αποσύρονταν στο σκοτάδι για να αποφύγουν τις διώξεις".[36] Στην επιρροή που άσκησαν οι λόγιοι, την οποία συνδέει με τον απελευθερωτικό αγώνα, κρυφά με την πένα τους αναφέρεται ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879) σε λόγο του[σημ. 7] στη Λευκάδα.[αναφ. 2] Σε απόσπασμα των απομνημονευμάτων του, ο Νικόλαος Δραγούμης ανέφερε[σημ. 8] για κακομεταχείριση του πατέρα του «χάριν των ελληνικών γραμμάτων» καθώς και ότι οι Τούρκοι «κατέτρεχαν παντοιοτρόπως» τα σχολεία, ώστε δάσκαλοι και μαθητές σοφίζονταν τρόπους για να αποφεύγουν την οργή τους. Μαθητές και δάσκαλοι προσπαθούσαν να κρύψουν τη λειτουργία του σχολείου ώστε να μην ακούγεται θόρυβος ή φωνές που μαρτυρούσαν διδασκαλία, καθώς απειλούνταν με ξυλοδαρμούς δασκάλων από περαστικούς Τούρκους. Αναφορά σε λειτουργία κρυφών σχολείων κάνει λόγο στα απομνημονεύματά του και ο Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος (1798 - 1879), σύμφωνα με τον οποίο μόνο οι Έλληνες φρόντιζαν για την παιδεία, «εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους».[αναφ. 16] Το 1849 ο καθηγητής Γεώργιος Μαυροκορδάτος σε ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αναφέρει ότι η προηγούμενη γενεά νέων «εδιδάσκετο λαθραίως εν υπογείοις και εν ταις οπαίς της γης τον τύραννον διαφεύγουσα». Ο Α. Αγγέλου ασκεί αρνητική κριτική σ' αυτή την αναφορά του Μαυροκορδάτου, σχολιάζοντας ότι ο τελευταίος, εκφραζόμενος με ρητορικό λόγο, «αδιαφορεί για το βάρος των λέξεων που χρησιμοποιεί».[37], αλλά, και το έργο του Αγγέλου έχει επικριθεί για τη χρήση «συζητήσιμης επιχειρηματολογίας».[σημ. 9]
Το 1883 στην περιοχή του Διδυμοτείχου αναφέρεται η έναρξη αυστηρών περιορισμών στην παιδεία των Ελλήνων με έλεγχο των βιβλίων και των δασκάλων. Αυτό αντανακλάται σε επιστολή του πατριάρχη προς τον επίσκοπο Διδυμοτείχου, όπου αναφέρει ότι κρυφά εισάγονταν ελληνικά σχολικά βιβλία στην Οθωμ. Αυτοκρατορία και όσα από αυτά έπεφταν στην αντίληψη των Τούρκων κατάσχονταν.[38]
Ο τοπικός ανταποκριτής της Γαλλικής εφημερίδας «Temps», Ρενέ Πυώ (Rene Puaux), κατά την απελευθέρωση στο τουρκοκρατούμενο Αργυρόκαστρο το 1913 αναφέρει[σημ. 10] τη διεξαγωγή κρυφών μαθημάτων εθνικού περιεχομένου στην πόλη μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.[αναφ. 17] Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος έχει επισημάνει ότι η μαρτυρία δεν παραπέμπει «στην ύπαρξη «κρυφού σχολειού» στην Ηπειρο κατά τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, αλλά στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης» το οποίο ελεγχόταν από τον Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως.[39] Ο Φ.Ι.Κακριδής θεωρεί ότι η μαρτυρία του Πυώ αντιστοιχεί στην ιστορική αλήθεια, η οποία είναι η μυστική διδασκαλία μαθημάτων εθνικού και θρησκευτικού περιεχομένου πέρα από τα επίσημα μαθήματα που γίνονταν φανερά.[40]
Η παρουσία του Κρυφού Σχολειού στη λαϊκή παράδοση πιστεύεται πως υπήρξε αποτέλεσμα της λόγιας επίδρασης των μεταπελευθερωτικών χρόνων. Τη διδασκαλία «σε κρυφούς τόπους», ειδικά πριν τον 17ο αιώνα, δέχεται[σημ. 1] ο Τρύφων Ευαγγελίδης (1936) εξηγώντας μάλιστα ότι έγραψε την πραγματεία του για να αποδείξει τη θέληση των Ελλήνων για παιδεία, την οποία κατά την άποψή του[σημ. 1] μεταλαμπάδευαν ακόμα και «κρυφά και εν παραβύστω» παρά τις αντίθετες πολιτικές. Ο Ευαγγελίδης γνωρίζει ότι επί τουρκοκρατίας λειτουργούσαν μεν σχολεία αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν απαγορεύσεις και διώξεις της παιδείας.
Σύγχρονη μελέτη συσχετίζει την παράδοση του κρυφού σχολείου με μαρτυρία του Γάλλου διπλωμάτη de Marcellus ο οποίος αναφέρει ότι το 1820 παραβρέθηκε σε μια κρυφή «διδασκαλία» των Περσών του Αισχύλου στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ κλειστού κύκλου Φαναριωτών. Εδώ το «κρυφό σχολειό» ερμηνεύεται ως συνεκδοχή της κοινοτικής αντιστασιακής δράσης και του αναπτυσσόμενου ελληνικού εκπαιδευτικού και πατριωτικού κινήματος.[41]
Ο ιστορικός Σπύρος Λουκάτος συγκαταλέγει τους δασκάλους των «κρυφών σχολειών» (εισαγωγικά δικά του) μέσα στους παράγοντες εκπαίδευσης - μαζί με τους πνευματικούς ηγέτες του έθνους, τους σοφούς γέρους, τους καλογήρους, τους διδάχους και τους ιεροκήρυκες - που κατά την Τουρκοκρατία συντήρησαν την εθνική ιστορική μνήμη με τη διάδοση λαϊκών προφητειών, θρύλων και άλλων στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού.[42]
Στα Δωδεκάνησα αναφέρεται ότι παρόλο που η λειτουργία Ελληνικών σχολείων επισήμως επιτρέπονταν από τις Οθωμανικές αρχές, η ίδρυση και λειτουργία τους απαιτούσε τεράστια ποσά για να χρηματιστούν οι τοπικοί άρχοντες, προκειμένου να εκδώσουν τις σχετικές άδειες, ωθώντας έτσι τους Έλληνες στη λειτουργία παράνομων σχολείων[43].
Σε κάποιες περιπτώσεις μυστική ήταν η οικονομική υποστήριξη σχολείων. Αναφέρεται η περίπτωση της Κοζάνης του 19ου αιώνα όπου οι Έλληνες με μυστική είσπραξη εισφορών συντηρούσαν σχολεία.[44]
Ο Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937) αναφερόμενος στη νεανική του ηλικία στη Σμύρνη αναφέρει ότι «νεοελληνικά δεν εδιδάσκοντο και η νεωτέρα ελληνική ιστορία ιεροκρυφίως μόνον και σποράδην ηδύνατο να διδαχθεί.» Η λέξη «ιεροκρυφίως» συσχετίζεται με την περιγραφή της συζύγου του η οποία έγραψε ότι στη Σμύρνη ο Συκουτρής «με συγκίνησιν ανεπόλει αργότερα το μάθημα της ιστορίας, που σαν κρυφό σχολειό το βράδυ, μετά την απόλυσιν των μαθητών των άλλων τάξεων, εγίνετο σκοτεινά και αθόρυβα δια τον φόβον του κυριάρχου.»[45]
Απ' έξω μαυροφόρ' απελπισιά
πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι
και μέσα στη θολόκτιστη εκκλησιά
στην εκκλησιά, που παίρνει κάθε βράδυ
την όψη του σχολειού
το φοβισμένο φως του καντηλιού
τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει
και γύρω τα σκλαβόπουλα μαζεύει.
— Ιωάννης Πολέμης
Σημαντικότερες λαογραφικές αναφορές θεωρούνται το παιδικό τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό...» και στη μεταγενέστερη ελληνική τέχνη ο ομώνυμος πίνακας του Νικόλαου Γύζη και το σχετικό ποίημα που εμπνεύστηκε από τον ίδιο πίνακα εν συνεχεία ο Ιωάννης Πολέμης (η μετονομασία του πίνακα από τον αρχικό τίτλο του Γύζη, «Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας», οφείλεται αντιστρόφως στην απήχηση του ποιήματος).[47][46] Ως μαρτυρία για την ύπαρξη κρυφών σχολείων προβάλλεται επίσης η ύπαρξη σχετικών τοπωνυμίων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Της τούρκισσας το βάπτισμα
Φεγγαράκι μου λαμπρόν
φέγγε και περπάτειγε
Για να σε ρωτήσομε
Δια δυό Γραικόπουλα
Και Γρεβενητόπουλα
Χήραν Τούρκαν δούλευαν
Ολ' ημέραν στον ζυγόν
Το βράδυ στον κρεμασμόν.
Βρε παιδιά Γραικόπουλα
και Γρεβενητόπουλα
Γένεσθε Τουρκόπουλα,
Να χαρήτε την Τουρκιά,
Τ' άλογα τα γλίγωρα
Τα σπαθιά τα δαμασικιά
...»[48][αναφ. 18][14]
Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σκολειό
να μαθαίνω γράμματα
του Θεού τα πράματα»,
όπως παρατίθεται από τον Βλαχογιάννη
Το παιδικό τραγούδι, που αναφέρεται και ως νανούρισμα, καλύπτει ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και γνώρισε πολλές και τέτοιας λογής αλλοιώσεις, τις οποίες σπάνια συναντάμε σε δημοτικά τραγούδια. Οι δύο πρώτοι στίχοι του συναντώνται σε δημοτικό που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά από τον Claude Fauriel το 1825.[49] Επαναδημοσιεύτηκε από τον Sanders το 1844 και άλλους αργότερα. Το τραγούδι στην αρχική του μορφή δεν συσχετίζεται με το Κρυφό Σχολείο,[50] ούτε αναφέρεται σαφώς σε αυτό, αλλά ο τίτλος και το περιεχόμενο παραπέμπει στον εξισλαμισμό των Ελλήνων.
Η παραλλαγή που αναφέρεται σε σχολείο συνδέεται με την ύπαρξη κρυφών σχολείων για πρώτη φορά το 1855, σε μελέτη του λογίου Γρ. Γ. Παπαδοπούλου, όπου σημειώνει πως «Οι μαθητές την νύκτα εξερχόμενοι λάθρα μετέβαινον εις τον διδάσκαλον, λέγοντες το γνωστόν ασμάτιον “Φεγγαράκι μου λαμπρό”...».[14] Το ίδιο νόημα αποδίδει στο ποίημα ο Ch. Tuckerman το 1872, αμερικανός πρέσβυς στην Αθήνα, προσθέτοντας ότι είναι γνωστό σε κάθε Έλληνα και μεταδίδεται από τους γονείς στα παιδιά.[51] Η σύνδεση του ποιήματος με την πεποίθηση ύπαρξη οργανωμένων κρυφών σχολείων υπό την αιγίδα της Εκκλησίας προέρχεται από κυριολεκτική ανάγνωση, καθώς συμπεριλαμβανόταν σε διάφορα αλφαβητάρια όπως το 1870 στη Μυτιλήνη, όπου το ποίημα (μέχρι τότε είχε δημοσιευτεί τρεις ή τέσσερις φορές) τυπώθηκε στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, αλλά και αργότερα σε βιβλία του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (Ο.Ε.Δ.Β.)[αναφ. 19][52] που ιδρύθηκε το 1937 υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.[53] Σύμφωνα με τον Αλέξη Πολίτη, από κάποια στιγμή και μετά, η παράδοση και το τραγούδι συνυπάρχουν, ενώ είναι δύο άσχετα θέματα στην προέλευση και στη σύστασή τους.[54][55] Μεταξύ άλλων, ο Τάσος Γριτσόπουλος θεωρεί το ποίημα επιχείρημα για την ύπαρξη του κρυφού σχολειού.[56]
Ο ομώνυμος πίνακας του Γύζη παριστά ένα κρυφό σχολείο, όπως το φαντάστηκε ο καλλιτέχνης, και φιλοτεχνήθηκε το 1886. Το έργο ανήκει στις συνθέσεις ηθογραφικού χαρακτήρα του Γύζη, του οποίου ο συμβολισμός δίνεται από τον ίδιο, σε επιστολή του, όπου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Δια του υπογείου, της κλειστής θύρας και παραθύρου και δια του ωπλισμένου νέου, εσκέφθην να παραστήσω την εποχήν εκείνην της Ελλάδος, ότε επί Τουρκοκρατίας ήσαν αυστηρώς απηγορευμένα τα σχολεία και μόνον εν κρυπτώ ελειτούργουν». Είναι άγνωστη η πηγή έμπνευσης του Γύζη αλλά εικάζεται πως συνδέεται με τη γενέτειρά του, όπου ένα μικρό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας ήταν γνωστό, προεπαναστατικά ακόμα, ως «Το Κρυφό Σχολειό». Κατά τον Αγγέλου η ύπαρξη κρυφού σχολείου στην Τήνο έρχεται σε αντίθεση με την ιστορική πραγματικότητα διότι το νησί περιήλθε υπό τουρκική κατοχή αρκετά αργότερα (1718), χωρίς όμως να αλλοιωθούν οι συνθήκες ζωής των κατοίκων και με σχεδόν καθολική απουσία των Τούρκων από την περιοχή.[4] Ο Χρονόπουλος σημειώνει τα λάθη του Αγγέλου υπενθυμίζοντας ότι η κατάκτηση της Τήνου έγινε το 1715, υπήρχαν στο νησί ιεροδικαστής και άλλες οθωμανικές αρχές, και ότι τουλάχιστον μέχρι το 1750 οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για τους Χριστιανούς, αφού οι Τούρκοι έδειχναν «σκληρότητα, ανήθικη συμπεριφορά των Τούρκων στρατιωτών προς τις Τηνιακές οικογένειες, και τυραννική διαγωγή των Τούρκων υπαλλήλων και προ παντός του δικαστή». Στην περίοδο τοποθετείται και η ίδρυση της Μονής Αγ. Τριάδος.[57]
Πολλοί ακόμα χώροι φέρουν το τοπωνύμιο του Κρυφού Σχολείου, γεγονός που χρησιμοποιείται ως επιχείρημα για τη λειτουργία κρυφών σχολείων στις περιοχές αυτές. Φέρεται, μεταξύ των άλλων, να έχουν λειτουργήσει σαν χώρος διδασκαλίας στην Ιερά Μονή Φιλοσόφου της Δημητσάνης, στη Μονή Στρατηγοπούλου ή Μονή Ντίλιου στο νησί των Ιωαννίνων, σε σπήλαιο της Ίου,[αναφ. 20] στη Βέργοια Λακωνίας,[58] στην Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας της Φωκίδας,[59] καθώς και στις μονές Φιλανθροπηνών στα Γιάννενα και Αγίας Τριάδας στην Τήνο.[60] Πρόκειται συνήθως για χώρους που ομοιάζουν με μικρές κατακόμβες και οι σχετικές μαρτυρίες στηρίζονται μόνο στην προφορική παράδοση χωρίς οποιαδήποτε χρονολογική ένδειξη για την πρώτη εμφάνιση του τοπωνυμίου.[60] Ως ένδειξη λειτουργίας κρυφής εκπαίδευσης στη Μονή Φιλοσόφου θεωρείται η μαρτυρία του Ευθ. Καστόρχη (1847) ότι από τη Δημητσάνα προήλθαν αρχκετοί μορφωμένοι αρχιερείς, που έφτασαν μέχρι το αξίωμα του πατριάρχη Ιεροσολύμων και Κων/πόλεως, πολύ πριν συσταθεί εκεί σχολείο.[61]
Μελετώντας τον χρόνο εμφάνισης των τοπωνυμίων αυτών, ο ιστορικός Παναγιώτης Στάθης έχει καταλήξει ότι μόλις οκτώ απαντώνταν τη δεκαετία του 1960, εκ των οποίων τρία προπολεμικά, ενώ ξεκινούν να αυξάνονται κατακόρυφα τη δεκαετία του 1970, φτάνοντας τα 102 σήμερα.[62]
Παράλληλα κομίζονται διαφορετικές μαρτυρίες από τη δημοτική παράδοση περί «φανερών σχολειών»
Μικρός μικρός στα γράμματα, μικρός και στο Ψαλτήρι
Κι ο δάσκαλος το σχόλαζε να πάη να γιοματιση
Στο δρόμον οπού πήγαινε τον Θεό παρακαλούσε
Θέ μου, να βρω τη μάνα μου μαζί με τον πατέρα
………………………………………………………………………………….. Γυναίκα που ν ο Κωνσταντής και που ναι το παιδί μας ;
Τα έλουσα το χτένισα και στο σχολειό το πήγα.
Ζεγγιά βαρεί του μαύρου του στον δάσκαλο πηγαίνει
Δάσκαλε, που ν’ ο Κωνσταντής και που ‘ναι το παιδί μου;
Τρεις μέρες έχω να το δω και τρεις να το διαβάσω.
— Passow Carmina, σελ.343-344, ‘’Η άπιστος γυναικα’’
Ο Νικόλαος Τωμαδάκης σχολιάζει χαρακτηριστικά, «Εις το δημώδες αυτό άσμα υπάρχει σχολείον, δάσκαλος που διαβάζει τα παιδιά και από μικρά τα βάζει στα γράμματα και στο Ψαλτήρι (χωρίς να είναι ιερωμένος). Τα παιδιά πηγαίνουν μέρα και σχολάζουν για να πάνε στο σπίτι τους να γευματίσουν.».[63]
Τις βάσεις για τη θεώρηση του κρυφού σχολείου ως μύθου έθεσαν με το έργο τους ο Φαναριώτης λόγιος Μανουήλ Γεδεών το 1939, ο ιστορικός Γιάννης Βλαχογιάννης το 1945 και ο Γιάννης Κορδάτος το 1956. Όπως αναφέρει ο ιστορικός Απ. Διαμαντής, τα βασικά επιχειρήματα του Άλκη Αγγέλου είναι δύο φράσεις, μια από τον Βλαχογιάννη και μία από τον Γεδεών. Ο ίδιος θεωρεί ότι ο Βλαχογιάννης κάνει λάθος στο ότι οι Τούρκοι δεν απαγόρευσαν ποτέ τα σχολεία, αναφέροντας κάποια παραδείγματα υπέρ του αντιθέτου. Για τον Γεδεών σημειώνει ότι αυτός είναι εκπρόσωπος ενός οθωμανικού θεσμού, του Πατριαρχείου, και επομένως δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός. Ωστόσο, ο Διαμαντής σημειώνει την «κρίσιμη αναιρετική φράση, προς χρήσιν των "ευφυών φιλιστόρων" του Γεδεών, ότι οι Τούρκοι δεν εμπόδισαν τη σύσταση σχολείων "εν ομαλή καταστάσει». Θεωρεί ο Διαμαντής ότι η οθωμανική κατάκτηση δεν ήταν μια "ομαλή κατάσταση" και αναφέρει το παράδειγμα της καταστροφής του πρώτου πατριαρχικού τυπογραφείου από τους γενιτσάρους το 1628.[64] Ο ίδιος ο Γεδεών, σε σχέση με τις γενικότερες ελευθερίες των Χριστιανών αναφέρει ότι "η λεγόμενη καλή των πραγμάτων κατάστασις ήκιστα διέφερε της ανωμάλου".[65] Άλλη έρευνα για τον Μ. Γεδεών, διαπιστώνει ότι αυτός έκανε επιλεκτική και ελλειπή μεταφορά των πηγών με σκοπό να μη θίξει τις τότε καλές σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Δηλαδή από τις δημοσιεύσεις του απέκρυπτε φράσεις που μπορεί να ενοχλούσαν την Τουρκία.[66]
Ο Λίνος Πολίτης ήταν ο πρώτος ακαδημαϊκός που επίσης αρνήθηκε το Κρυφό Σχολείο ως μύθο το 1957, για να ακολουθήσουν μεταγενέστερα ο Άλκης Αγγέλου και ο Δημήτριος Πάλλας το 1974.[62] Ο Αγγέλου καταλήγει στο συμπέρασμα πως από το πλήθος των μαρτυριών καθ´όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν διασώζεται καμία αναφορά στην ύπαρξη κρυφών σχολείων, ούτε μνημονεύεται ως στοιχείο της προφορικής παράδοσης.[67] Ο Βλαχογιάννης, στη Νέα Εστία, σημειώνει την απουσία ιστορικών μαρτυριών που να βεβαιώνουν την ύπαρξη κρυφού σχολείου.[αναφ. 21] Την απουσία ιστορικής απόδειξης περί της ύπαρξης του κρυφού σχολείου δέχεται[σημ. 11] επίσης ο ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος, αλλά πιστεύει ότι τα περί κρυφού σχολείου απηχούν μια πραγματικότητα[σημ. 9] και απορρίπτει απόψεις ιστορικών που αρνούνται την ύπαρξή του όπως ο Αγγέλου.
Στη σύγχρονη ιστοριογραφία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι μαρτυρίες για κρυφά σχολειά, που πλήθαιναν συνεχώς μετά την επανάσταση[70], στερούνται ιστορικής αξίας, ως πολύ μεταγενέστερες της εποχής στην οποία υποτίθεται ότι αναφέρονται (και η οποία τοποθετείται στα πρώτα εκατό και πλέον χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης) και πως δημιουργήθηκαν μέσα στο κλίμα της εθνικής σκοπιμότητας που καλλιεργήθηκε κατά την Επανάσταση του '21. Κατά τον Αγγέλου, το Κρυφό Σχολειό σχηματοποιήθηκε στη νεοελληνική ιστορική συνείδηση κατά τα μεταπελευθερωτικά χρόνια. Σύμφωνα με την άποψη περί μύθου, στα μετεπαναστατικά χρόνια, η μυθοποίηση ήταν εύκολη, καθώς αυτό το κλίμα παρέσυρε αρκετούς ιστορικούς, με τη συνδρομή και της τέχνης του λόγου (όπως το ποίημα του Πολέμη) και των εικαστικών τεχνών (ο πίνακας του Γύζη).[71] Ο θρύλος που ξεκίνησε να διαμορφώνεται σταδιακά, γνώρισε εν τέλει μεγάλη δημοτικότητα χάρη στο κλίμα του ενθουσιασμού και της εθνικής εξάρσεως, που χαρακτηρίζει τον 19ο αιώνα,[14] εναρμονισμένος με τα στοιχεία που συνέθεταν το πνευματικό κλίμα της εποχής και περνώντας κυρίως μέσα από τον ρητορικό λόγο, αλλά σχεδόν καθόλου από τον φυσικό του χώρο, δηλαδή την ιστορία της εκπαίδευσης.[72] Ο θρύλος του Κρυφού Σχολείου καλύπτει συνήθως την περίοδο από την Άλωση έως τον 17ο αιώνα. Με δεδομένη την επιβράδυνση που προκάλεσε η τουρκική κατάκτηση στην παιδεία, εικάζεται ότι μεμονωμένες προσπάθειες για κάποια εκπαιδευτική κίνηση θα ήταν τόσο αδύναμες ώστε τελικά να αφήσουν ελάχιστα ίχνη της παρουσίας τους.[73]
Κατά τον καθηγητή Θ. Βερέμη υπήρχε Κρυφό Σχολειό σε περιόδους έντονου εξισλαμισμού, όπως π.χ. στην Ήπειρο την εποχή του Κοσμά του Αιτωλού.[74] Επίσης στους υποστηρικτές της άποψης του μύθου αντιτείνεται από άλλους ιστορικούς ότι παρ'ότι η κεντρική οθωμανική διοίκηση δεν απαγόρευε την παιδεία, υπήρξαν κατά τόπους και κατά επιμέρους εποχές φαινόμενα σκλήρυνσης της στάσης των κατακτητών απέναντι στους ραγιάδες, (όπως π.χ. η περίπτωση των φανατικών γαιοκτημόνων Ντερεμπέηδων του Πόντου, που ήταν υπεύθυνοι για τους βίαιους μαζικούς εξισλαμισμούς του 17ου αιώνα). Τότε ήταν που υπήρξαν και τα αντίστοιχα φαινόμενα αυτού που σχηματικά αποκαλούμε Κρυφό Σχολειό, της απόπειρας δηλαδή μέσα σε καιρούς κρίσης και διωγμών να διασωθεί η ελληνική γλώσσα.[75]
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το Κρυφό Σχολείο αποτέλεσε προνομιακό στόχο μιας σχολής δυτικής ιστορικής και κοινωνιολογικής σκέψης η οποία επιχειρεί την αποσύνθεση των εθνικών ταυτοτήτων μέσω της αποσύνθεσης των εθνικών «αφηγήσεων», ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα έθνη της περιφέρειας, επισημαίνοντας ξανά τον προηγούμενο συσχετισμό του θέματος «κρυφό σχολειό» με την επιχειρούμενη «απονομιμοποίηση» και άλλων θεμάτων της ιστορίας, όπως η κλεφτουριά και οι αγώνες των Σουλιωτών.[σημ. 13] Ένας από τους σύγχρονους συγγραφείς που υποστηρίζουν την μή ύπαρξη του κρυφού σχολειού (Πολίτης Αλ.) έχει κριθεί με καυστικό τρόπο ως αναξιόπιστος από άλλον ακαδημαϊκό (Κοντογιώργης Γ., 2012).[76] Κατά άλλη άποψη, το ερώτημα περί ύπαρξης ή μη του Κρυφού Σχολειού είναι ένα σχολαστικό και όχι ιστορικό ερώτημα μιας ξεπερασμένης ιστοριογραφικής άποψης. Το ζήτημα θεωρείται «ιστοριογραφικά μάλλον ασήμαντο» και τα επιχειρήματα κατά του Κρυφού Σχολείου "αφελή".[77]
Κατά τον ιστορικό Απόστολο Διαμαντή η άρνηση του κρυφού σχολείου προέρχεται από μια μερίδα ιστορικών που χρησιμοποιούν την ιστορία ως πολιτικό εργαλείο. Αυτή η ιστοριογραφική παράταξη επιτέθηκε μαζικά «εναντίον ενός ποιήματος και μιας ζωγραφιάς», επιδιώκοντας την εξαφάνιση από την ιστορική συνείδηση της έννοιας του κρυφού σχολείου που διασώζει η προφορική παράδοση και η τέχνη. Ο Διαμαντής παραθέτει αναφορές για τις διώξεις κατά της θρησκείας και της παιδείας που κατ'αυτόν συνδέονται άρρηκτα. Ως παράδειγμα κρυφού σχολείου θεωρεί και τη Σχολή Μηλεών Πηλίου αφού για τη λειτουργία της χρειαζόταν ειδική προστασία.[78]
Η Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, βυζαντινολόγος και ιστορικός, θεωρεί με τη σειρά της το κρυφό σχολείο μύθο καλλιεργημένο από την Εκκλησία, όπως μύθο θεωρεί και ότι η Ελλάδα σώθηκε από τα μοναστήρια.[79]
Σε σχολικά βιβλία του 20ού αιώνα διδασκόταν, με διάφορες εκδοχές για τη χρονική περίοδο και πάντα συνυφασμένη με το κρυφό σχολειό, η ανυπαρξία της επίσημης εκπαίδευσης των Ελλήνων και η απαγόρευσή της από την τουρκική ηγεσία:[80]
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ μετὰ τὴν ῞Αλωσιν οὐδέποτε ἔπαυσε νὰ λειτουργῇ τὸ ἑλληνικὸν Πατριαρχικὸν σχολεῖον, ἡ Πατριαρχικὴ ᾽Ακαδημία, ὅπως ὠνομάζετο, ἡ ὁποία δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς συνέχεια τοῦ Πανδιδακτηρίου καὶ τοῦ περιφήμου Πανεπιστημίου τῆς Μαγναύρας.᾽Αλλ’ εἰς τὸ σχολεῖον τοῦτο δὲν εἰσέδυσε τὸ φῶς τῆς νεωτέρας ἐπιστήμης καὶ διὰ τοῦτο ἐπὶ πολὺ ἔμεινε καθυστερημένον, διότι δὲν κατώρθωσε νὰ παρακολουθήσῃ τὴν κίνησιν τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, ἡ ὁποία κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς εἶχεν ἀναπτυχθῆ πολὺ εἰς τὰ γράμματα καὶ τὰς ἐπιστήμας. ῾Η παιδεία ἀφ’ ἑτέρου περιωρίσθη μόνον εἰς τὸν κλῆρον καὶ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, σχολεῖα δὲ ἑκτὸς τῆς ᾽Ακαδημίας διετηροῦντο μόνον μακρὰν τοῦ βλέμματος τῆς ἀρχῆς, εἰς μοναστήρια ἢ εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ἐκκλησιῶν. Αὐτὰ εἶναι τὰ περίφημα κρυφὰ σχολεῖα, τὰ ὁποῖα δὲν διεκρίθησαν βεβαίως διὰ τὸν πλοῦτον τῶν γνώσεων, ἀλλὰ ἐξυπηρέτησαν ἀξιόλογα τὸ ἔθνος, διότι διετήρησαν ἄσβεστον τὸ μῖσος κατὰ τοῦ τυράννου καὶ ἐδίδαξαν εἰς τοὺς μικροὺς ἑλληνόπαιδας τὴν καταγωγὴν καὶ τὴν ἱστορίαν των.
Πραγματικὴ πρόοδος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ἔγινε κυρίως τὸν 18ον αἰῶνα. Κατ’ αὐτὸν ἡ παιδεία ἤρχισε νὰ γίνεται κοσμικοτέρα, δηλαδὴ νὰ περιλαμβάνῃ χρησίμους διὰ τὴν ζωὴν γνώσεις, διότι ἡ τάξις τῶν ἐμπόρων ἐζήτει πρακτικωτέραν μόρφωσιν. Διὰ τοῦτο ἐδημιουργήθησαν σχολεῖα εἰς πολλὰ μέρη. Περὶ τὸ τέλος τοῦ 17ου αἰῶνος ἀνεκαινίσθη ἡ Πατριαρχικὴ Σχολὴ τοῦ Φαναρίου, ἡ ὁποία, διατελοῦσα ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψιν τοῦ κλήρου, ἀπέκτησε μεγάλην ὑπόληψιν καὶ κατὰ τὸ παράδειγμα αὐτῆς ἱδρύθησαν τὸν 18ον αἰῶνα σχολεῖα εἰς Πάτμον, Ἰωάννινα, Λάρισαν, Θεσσαλονίκην, Τύρναβον, ᾽Αδριανούπολιν κ.ἀ.— Αναστάσιος Λαζάρου (1946). «Ανάπτυξις της ελληνικής παιδείας τον 18ον αιώνα». Ιστορία των νέων χρόνων - ελληνική και ευρωπαϊκή (1453-1821) Β' Λυκείου (PDF). ΟΕΣΒ. σελίδες 219–220.[νεκρός σύνδεσμος]
Αυτήν ακριβώς την κατάσταση καθρεφτίζει η παράδοση για το κρυφό σχολειό, που έφτασε ως τις μέρες μας. Τα παιδιά των ραγιάδων διψούσαν για μάθηση. Όμως οι καταχτητές, στα πρώτα χρόνια ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης, δεν επιτρέπανε να λειτουργούν σχολειά. Γι’ αυτό οι γονείς, συνεννοούνταν με κανένα καλόγηρο ή παπά για να μαθαίνει στα παιδιά τους λίγα κολυβογράμματα στα κρυφά. Μόλις νύχτωνε, λοιπόν, κι έβγαινε το φεγγάρι, ένα – ένα τα παιδιά ξεπορτίζανε και τραβούσαν για το "κρυφό σχολειό”, που ήταν συνήθως σε κάποια εκκλησία ή παρεκκλήσι. Η ανάμνηση του "κρυφού σχολειού” διατηρήθηκε στο παρακάτω ποίημα : Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό, να μαθαίνω γράμματα, πράγματα, σπουδάγματα… Φυσικά, μια και οι δάσκαλοι αυτών των σχολειών ήταν μισογραμματισμένοι κληρικοί, που ξέραν μόνο τα εκκλησιαστικά βιβλία, ανάλογα ήταν και τα γράμματα που μάθαιναν οι μαθητές […]Τα κρυφά σχολειά κράτησαν ακοίμητη την ελπίδα στην καρδιά των ραγιάδων για την ανάσταση του γένους.
— Ζωίδης Γιώργης, Ιστορία της Ελλάδας, Νέοι Χρόνοι, Βιβλίο Πρώτο, Τουρκοκρατία, Επανάσταση του 1821, για τη Μέση Παιδεία, Panstwowoe Zaklady Wydawnictw Szkolnych, Warszawa 1963.
Άλλο βιβλίο ιστορίας που εκδόθηκε το 1971 στη Βαρσοβία επίσης αναφέρει το Κρυφό Σχολειό.[82]
῞Οταν ἡ ἑλληνικὴ ἐκπαίδευσις ἀπηγορεύετο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τὰ κελλιὰ τῶν μοναστηρίων καὶ οἱ νάρθηκες τῶν ναῶν εἶχον μεταβληθῆ εἰς κρυφὰ σχολεῖα, ὅπου οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἱερεῖς ἀνέλαβον τὴν διδασκαλίαν τῶν νέων καὶ τοὺς ἐτροφοδότουν τὴν ἐλπίδα τῆς ᾽Αναστάσεως τοῦ Γένους μὲ τὴν Μεγάλην ᾽Ιδέαν.
Εἰς τὴν κατεχομένην ῾Ελλάδα, ἕνεκα τοῦ μίσους τῶν πρώτων σουλτάνων ἀπέναντι τοῦ ῾Ελληνισμοῦ καὶ λόγῳ τῆς φυγῆς εἰς τὴν Εὐρώπην πολλῶν μορφωμένων, ἐπικρατεῖ πνευματικὸν σκότος καὶ ἀμάθεια. ᾽Επὶ 100 καὶ πλέον χρόνια ἀπηγορεύετο εἰς τοὺς ραγιάδες νὰ ἐκπαιδεύσουν τὰ τέκνα των˙ διδάσκαλοι δὲν ὑπῆρχον καὶ τὰ σχολεῖα ἦσαν κρυφά.
῾Η ἀνάπτυξις τῆς παιδείας καὶ τῶν γραμμάτων ἀρχίζει μὲ τὰς ἐλευθερίας ποὺ παρεχωρήθησαν ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Σουλεϊμὰν τοῦ Μεγαλοπρεποῦς.
— Α. Ματαράση και Σ. Παπασταματίου (1966). «Ο Ελληνισμός μέχρι του 17ου αιώνος». Ιστορία των νεωτέρων και των νεωτάτων χρόνων Γ' Γυμνασίου (PDF). ΟΕΔΒ. σελίδες 71, 73.[νεκρός σύνδεσμος]
Εἰς τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, τὴν κατεχομένην ὑπὸ τῶν Τούρκων, αἱ φοβεραὶ ἀνωμαλίαι καὶ καταστροφαὶ τῆς ΙΕ΄ καὶ ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος δὲν ἐπέτρεψαν τὴν ἵδρυσιν σχολείων, ὥστε οἱ ὑπόδουλοι ἐστερήθησαν ἐπὶ 200 περίπου ἔτη πάσης παιδεύσεως. Περὶ τὰ τέλη τῆς ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδος ὁ Πατριἀρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Β΄ συνιστᾷ εἰς τὴν Σύνοδον τοῦ 1593 νὰ μεριμνήσωσιν οἱ Ἐπίσκοποι διὰ τὴν ἵδρυσιν σχολείων εἰς τὰς περιφερείας των. Διδάσκαλοι ὅμως δὲν ὑπῆρχον, οἱ δὲ κληρικοὶ, τῶν κατωτέρων ἱερατικῶν βαθμῶν μάλιστα, ἦσαν καὶ αὐτοὶ κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπαίδευτοι.
Ἀλλὰ ἀπὸ τῆς ΙΖ΄ ἑκατονταετηρίδος τὰ πράγματα μετεβλήθησαν. Ἐπιεικεστέρα κάπως πολιτικὴ τῶν Τούρκων καὶ οἰκονομικὴ ἀκμὴ τῆς ἐν Ἑνετίᾳ Ἑλληνικῆς Κοινότητος ἐπέτρεψαν τὴν ἵδρυσιν σχολῶν εἰς διαφόρους πόλεις τῶν ὑποδούλων ἐλληνικῶν χωρῶν.
...
Πλησίον τῶν ἐκκλησιῶν εἰς τὰ χωρία καὶ τὰς κωμοπόλεις, ἢ τῶν μητροπολιτικῶν μεγάρων εἰς τὰς πόλεις, ἐλειτούργουν σχολεῖα, μικρὰ ἢ μεγάλα. Ἐδιδάσκετο συνήθως εἰς αὐτὰ ἡ Ὀκτώηχος, ὁ Απόστολος, τὸ Ψαλτήριον καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἱερὰ βιβλία. Ὅπου δὲν ἐλειτούργουν σχολεῖα οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ μοναχοὶ ἐκάλουν τοὺς ἑλληνόπαιδας εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν καὶ τοὺς ἐδίδασκον τὰ πρῶτα γράμματα.
— Βασίλειος Ε. Πετρούνιας, 1967, Εκκλησιαστική Ιστορία, Πρώτη Λυκείου, ΟΕΔΒ
Τὰ κρυφὰ σχολεῖα. Μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κων/πὸλεως οἱ διδάσκαλοι καὶ οἱ σπουδαιότεροι λόγιοι κατεδιώχθησαν, ἐφόνεύθησαν ἤ ἔφυγον πρὸς τὸ ἐξωτερικὸν. Τὰ σχολεῖα ἔκλεισαν καὶ αἱ βιβλιοθῆκαι κατεστράφησαν. Τὸ σκότος τῆς δουλείας καὶ τῆς ἀμαθείας ἐκάλυψε τὴν χώραν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς σοφίας.
Ἔπὶ δύο αἰῶνας οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπον εἰς τοὺς Ἕλληνας νὰ ἔχουν σχολεῖα. Τὰ γράμματα ἔμειναν ὀπίσω. Μορφωμένοι πλέον ἐθεωροῦντο οἱ ὀλίγοι κληρικοί. Οἱ Τοῦρκοι ἤλπιζον, ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ Ἕλληνες θὰ ἐλησμόνουν τὴν καταγωγήν των, τὴν ἐθνικότητα καὶ τὴν ἱστορίαν των. Ὅτι τελικῶς θὰ ἐξισλαμίζοντο καὶ θὰ ἀφωμοιοῦντο μὲ αὐτούς.
Οἱ Ἕλληνες ὅμως ἐγνώριζον τὴ ν ἀξίαν τῶν γραμμάτων, Ἔστελλον λοιπὸν κρυφίως τὰ τέκνα των εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς ἤ εἰς μερικοὺς λαϊκοὺς ἐγγραμμάτους, διὰ νὰ μάθουν ὀλίγα γράμματα. Τὰ μικρὰ Ἑλληνόπουλα ἐπὴγαιναν συνήθως κατὰ τὰς μακράς νύκτας τοῦ χειμῶνος εἰς τὰ κρυφὰ σχολεῖα των. Τοῦτο μαρτυρεῖ καὶ τὸ γνωστὸν δημοτικὸν τραγούδι :
Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου νὰ περπατῶ,
νὰ πηγαίνω στὸ σχολειό...
Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὸ «φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ», εἰς τοὺς νάρθηκας τῶν ἐκκλησιῶν, ἐμάνθανον ὀλίγην ἀνάγνωσιν καὶ γραφήν, ὀλίγην ἀριθμητικὴν καὶ πολλὰ ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια. Πρὸ παντὸς ὅμως οἱ πρόχειροι ἐκεῖνοι διδάσκαλοι ἤθελαν νὰ καλλιεργήσουν εἰς τὰς ψυχάς τῶν μικρῶν ἑλληνοπαίδων τὴν ἀγάπην πρὸς τὴν θρησκείαν, τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐλευθερίαν. Ἤθελον νὰ τονώσουν τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα των :
- Μὴ σκιάζεστε στὰ σκὁτη ! Ἡ ἐλευθεριὰ
σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρῃ...
Περίληψις. Τὰ κρυφὰ σχολεῖα καὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους διετήρησαν ἀναλλοίωτον τὴν ἐθνικὴν συνείδησιν καὶ τὴν χριστιανικὴν πίστιν τῶν ὑποδούλων Ἑλλὴνων, ἐκράτησαν δέ ἄσβεστον τὴν φλόγα καὶ τὸν πόθον τῆς ἐθνικῆς μας ἐλευθερίας.— Κων/νος Σακκαδάκης (1969). «Αι πνευματικαί δυνάμεις του Ελληνισμού». Ελληνική Ιστορία των νεωτέρων χρόνων (έκτη δημοτικού) (PDF). ΟΕΔΒ. σελίδες 30, 33.[νεκρός σύνδεσμος]
α) Τὰ κρυφά σχολειά. Μόλις κυρίευσαν τὴν ῾Ελλάδα οἱ Τοῦρκοι, ἔκλεισαν τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα καὶ ἀπαγόρευσαν στοὺς ῞Ελληνες νὰ μαθαίνουν γράμματα. Πίστευαν ὅτι οἱ ῞Ελληνες μὲ τὸν καιρὸ θὰ λησμονοῦσαν τὴ γλώσσα τους καὶ τὴν ἱστορία τους καὶ σιγὰ σιγὰ θὰ γίνονταν Μωαμεθανοί. Γι’ αὐτὸ καταδίωκαν καὶ τιμωροῦσαν πολὺ αὐστηρὰ ὅσους ἀνακάλυπταν νὰ μαθαίνουν γράμματα. Ὅμως οὔτε οἱ ἀπαγορεύσεις, οὔτε ὁ κίνδυνος τῆς σκληρῆς τιμωρίας μπόρεσαν νά σβήσουν τὴ δίψα τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων γιὰ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Στὶς ἐκκλησίες καὶ στὰ Μοναστήρια εὐλαβεῖς καὶ θαρραλέοι μοναχοὶ καὶ ἱερεῖς μάζευαν κρυφὰ τὶς νύχτες τὰ παιδιὰ τῶν σκλάβων καὶ κάτω ἀπὸ τὸ ἀδύνατο φῶς τοῦ καντηλιοῦ τὰ μάθαιναν τὴν ἀνάγνωση καὶ τὴ γραφὴ καὶ τὰ πρῶτα στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ τῆς ᾽Εθνικῆς Ἱστορίας. Τὰ σχολειὰ αὐτὰ ὀνομάστηκαν κρυφὰ σχολειὰ καὶ πρόσφεραν μεγάλη ὑπηρεσία στὸ Γένος, γιατὶ βοήθησαν νὰ διατηρηθῆ ἄσβεστη ἡ χριστιανικὴ πίστη στὶς καρδιές τῶν σκλαβωμένων ῾Ελλήνων στοὺς δύο πρώτους σκοτεινοὺς αἰῶνες τῆς δουλείας.
β) Οἱ διάφορες ἑλληνικὲς σχολές. Ἀφοῦ πέρασαν οἱ δύο πρῶτοι αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς, διάφοροι ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιοι Ἕλληνες κατόρθωσαν νὰ πείσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ χρήματα τὸ Σουλτάνο νὰ ἐπιστρέψη τὴν ἵδρυση μερικῶν σχολείων. Τότε μερικές κοινὸτητες ἵδρυσαν μὲ κοινοτικὰ χρήματα σχολεῖα. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὸν καιρό προόδευσαν πολὺ καὶ ἔγιναν περίφημες σχολὲς ἑλληνοχριστιανικῆς Παιδείας. Τέτοιες σχολές ἦσαν τῆς Χίου, τῆς Δημητσιάνας, τῆς Πάτμου, τῆς Λάρισσας, τῆς Ἀδριανούπολης, τοῦ Τυρνάβου, τῆς Θεσσαλονίκης, τῶν Ἰωαννίνων καὶ ἡ περίφημη Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης καὶ ἡ Ἀθωνιάδα Σχολὴ.— Γ. Καφεντζής (1974). «Η Παιδεία την εποχή της Τουρκοκρατίας». Ιστορία των νεωτέρων χρόνων (έκτη δημοτικού) (PDF). ΟΕΔΒ. σελίδες 20–21.[νεκρός σύνδεσμος]
Οι δυσκολίες για μόρφωση στα χρόνια της σκλαβιάς τροφοδότησαν τον θρύλο για το κρυφό σχολειό.
— Στα Νεότερα Χρόνια, Ιστορία Γ' Δημοτικού[νεκρός σύνδεσμος], Διονύσιος Ακτύπης Αριστείδης Βελαλίδης Μαρία Καΐλα Θεόδωρος Κατσουλάκος Γιάννης Παπαγρηγορίου Κώστας Χωρεάνθης Αναθεώρηση (1997) Θεόδωρος Κατσουλάκος Αναστασία Κυρκίνη Μαρία Σταμοπούλου
Ως «κρυφό σχολειό» αναφέρονται κρυφές δραστηριότητες διδασκαλίας ή εθνικής κατήχησης σε περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε ελευθερία του λόγου. Για παράδειγμα, ως «κρυφό σχολειό» χαρακτηρίζεται η κρυφή παραγωγή αντιστασιακών εντύπων κατά τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα (1941-44), η οποία γινόταν σε υπόγεια αλλά και στα βουνά.[89][90] «Κρυφό Σχολιό» ονομαζόταν ένα από τα παράνομα έντυπα που εξέδιδε κατά την κατοχή η οργάνωση ΕΠΟΝ[91] ή/και (κατ' άλλη πηγή) η βασιλόφρων ή εθνικιστική οργάνωση «Τρίαινα».[92] Να γίνουν σχολεία «σαν το κρυφό σχολιό του '21» φέρεται ότι καλούσε μια μαθητική οργάνωση που είχε σχηματιστεί στο πλαίσιο του ΕΑΜ Νέων (ΕΑΜΝ).[93]
Ομοίως χαρακτηρίζονται τα μυστικά μαθήματα που γίνονταν στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα (1912-1944), όταν οι ιταλικές κατοχικές αρχές προσπάθησαν να ιταλοποιήσουν την παιδεία.[94] Με «κρυφά σχολειά» παρομοιάζονται κρυφά μαθήματα που γίνονταν σε ορισμένα Λύκεια της Κύπρου, όταν στη διάρκεια της βρετανοκρατίας οι Βρετανοί απαγόρευσαν τη λειτουργία τους, μετά από αντιστασιακές ενέργειες.[95][96][97]