Κυβέλη | |
---|---|
Η Κυβέλη το 1914 σε ηλικία 26 ετών. | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Κυβέλη Αδριανού (Ελληνικά) |
Γέννηση | 13 Ιουλίου 1888 Σμύρνη |
Θάνατος | 26 Μαίου 1978 (89 ετών) Αθήνα |
Τόπος ταφής | Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Σπουδές | Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου |
Ιδιότητα | ηθοποιός θεάτρου και ηθοποιός ταινιών |
Σύζυγος | Μήτσος Μυράτ (1903–1906), Κώστας Θεοδωρίδης (έως άγνωστη τιμή) και Γεώργιος Παπανδρέου (1934–1968) |
Τέκνα | Μιράντα Μυράτ, Αλίκη Θεοδωρίδου - Νορ, Γιώργος Γ. Παπανδρέου και Αλέξανδρος Μυράτ |
Ιστοσελίδα | Ινστιτούτο Κυβέλη |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Κυβέλη Αδριανού (Σμύρνη, 13 Ιουλίου 1888[1] - Αθήνα, 26 Μαΐου 1978) γνωστή ως Κυβέλη, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς και επί σειρά ετών κυριάρχησε σε ρόλους κωμικούς και δραματικούς (commedienne) μαζί με τη σύγχρονη — και κατά ορισμένους εφάμιλλη — Μαρίκα Κοτοπούλη.
Λέγεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη (σύμφωνα με άλλες εκδοχές το 1884 ή το 1887) και από τη νηπιακή της ηλικία βρέθηκε υπό την προστασία του Δημητρίου Λεονάρδου (ανώτερου δημόσιου υπαλλήλου) και των θετών γονέων της, του παπουτσή Αναστάσιου Αδριανού και της συζύγου του Μαρίας, που εργαζόταν στην οικία Λεονάρδου και η οποία είχε βρει τη μικρή έκθετη Κυβέλη το 1890, με ένα μενταγιόν στο λαιμό που έφερε το όνομά της.[2]
Το θεατρικό της ταλέντο αναπτύχθηκε αυθόρμητα στις προσπάθειες που κατέβαλε για να ξαναφέρει το χαμόγελο στους θετούς γονείς της, που είχαν χάσει τον γιο τους στη Βραζιλία. Στο σπίτι του ζεύγους Αδριανού γνώρισε τη μικρή Κυβέλη ο καθηγητής ορθοφωνίας και απαγγελίας Μ. Σιγάλας, ο οποίος, αφού της έδωσε κάποια σειρά μαθημάτων το Μάρτιο του 1901, την παρουσίασε σε επίδειξη των μαθητριών του. Η Κυβέλη Αδριανού πήρε το πρώτο βραβείο, γεγονός που στάθηκε αφορμή για να αλλάξουν τα σχέδια των γονιών της να την κάνουν μοδίστρα.
Την ίδια εποχή άρχισε να λειτουργεί η Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και η Κυβέλη γράφτηκε σ' αυτήν, παρότι δεν είχε συμπληρώσει τα 15 της χρόνια. Τρεις μήνες όμως μετά, το Σεπτέμβριο του 1901, η σχολή εκείνη έκλεισε και προσέλαβε την Κυβέλη ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος στο θεατρικό όμιλο της Νέας Σκηνής, που άρχισε τότε να καταρτίζεται από νεαρούς ερασιτέχνες, μεταξύ των οποίων ήταν ο Σωτήρης Σκίπης, ο Μήτσος Μυράτ, ο Διονύσης Δεβάρης, ο Άγγελος Σικελιανός και η αδελφή του Ελένη Πασαγιάννη. Στην πρώτη εμφάνιση της Νέας Σκηνής, στη θεατρική παράσταση που δόθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών προς τιμή Ρουμάνων φοιτητών του Πανεπιστημίου, η Κυβέλη εμφανίζεται για πρώτη φορά στον πρωταγωνιστικό ρόλο ως Ιουλιέτα, στη πασίγνωστη σκηνή του κήπου του γνωστού έργου του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα.
Την επιτυχία της εκείνη ακολούθησαν οι εμφανίσεις της στην Άλκηστη του Ευριπίδη ως θεραπαινίδα, στην Αγριόπαπια του Χένρικ Ίψεν ως Εδβίγη, στη Λοκαντιέρα του Κάρλο Γκολντόνι ως θεατρινούλα. Σ' αυτές τις εμφανίσεις η θεατρική αναγνώρισή της υπήρξε γενική τόσο εκ μέρους του κοινού όσο και των κριτικών του θεάτρου. Έκτοτε αποτέλεσε κύριο πρόσωπο της Νέας Σκηνής και από τον ρόλο «του κακόμοιρου» που υποδύθηκε στο έργο του Αλφόνς Ντωντέ Αρλεζιάνα (28 Ιουλίου 1902) άρχισε να μεσουρανεί στη θεατρική σκηνή.
Το 1906 δημιούργησε δικό της θίασο με τον Κωνσταντίνο Σαγιώρ, που διαλύθηκε σε λίγους μήνες λόγω αναχώρησής της στο Παρίσι. Με την επιστροφή της και μετά από μικρή συνεργασία με τον Σαγιώρ, δημιούργησε αποκλειστικά δικό της θίασο. Μέχρι το 1932 η Κυβέλη ως θιασάρχισσα και πρωταγωνίστρια ανέβασε πολλά έργα σημαντικών συγγραφέων, Ελλήνων και ξένων, μεταξύ των οποίων των Γρηγορίου Ξενόπουλου, Σωτήρη Σκίπη, Σπύρου Μελά, Δημητρίου Κορομηλά, Δημητρίου Ταγκόπουλου, του πρίγκιπα Νικολάου, Θεόδωρου Συναδινού, Παντελή Χορν, Ιωάννη Πολέμη, Δημήτρη Μπόγρη, Αριστομένη Προβελέγγιου, Νικολάου Λάσκαρη, Μιλτιάδη Λιδωρίκη, Χένρικ Ίψεν, Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο, Μωρίς Μαίτερλινκ, Μαξίμ Γκόρκι.
Το 1932 και το 1934 συνεργάσθηκε με την καθιερωμένη αντίπαλό της Μαρίκα Κοτοπούλη, ως καλλιτεχνική αντίδραση στη δημιουργία του Εθνικού Θεάτρου που είχε ιδρύσει ο τότε υπουργός Παιδείας και μετέπειτα σύζυγός της, Γεώργιος Παπανδρέου. Στη συνέχεια για οικογενειακούς λόγους αποσύρθηκε από τη σκηνή με μία μόνο έκτακτη εμφάνιση το 1942 σε παραστάσεις του έργου του Σπύρου Μελά Πίσω στη Γη.
Τον Απρίλιο του 1943 διέφυγε με καΐκι στη Μέση Ανατολή, ακολουθώντας το σύζυγό της Γεώργιο Παπανδρέου στον Λίβανο, στην Αίγυπτο και στην Ιταλία, για να γυρίσει μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα το 1944. Με την επιστροφή της και από το καλοκαίρι του 1950 συνεργστηκε με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο έργο Τα παιδιά του Εδουάρδου, ακολούθως με το Εθνικό Θέατρο στο έργο Δάφνη Λορεόλα και το 1952 ξαναεμφανίζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο έργο του Ζαν Κοκτώ Τρομεροί γονείς.
Μετά από ταξίδι της στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1913, η Κυβέλη έφερε στο αθηναϊκό κοινό μια ταινία-έκπληξη με τίτλο Η Κυβέλη εις Παρισίους, που περιελάμβανε πλάνα της ηθοποιού στη γαλλική πρωτεύουσα: στον Κήπο του Λουξεμβρούργου, στο Δάσος της Βουλώνης, στις όχθες του Σηκουάνα κ.ο.κ.[3]
Η Κυβέλη πήρε επίσης μέρος στις εξής κινηματογραφικές ταινίες μυθοπλασίας[4][5]:
Η Κυβέλη παντρεύτηκε τρεις φορές: πρώτα τον μεγάλο ηθοποιό Μήτσο Μυράτ, με τον οποίο απέκτησε τον Αλέξανδρο και τη μετέπειτα γνωστή πρωταγωνίστρια Μιράντα Μυράτ, στη συνέχεια τον θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Θεοδωρίδη, με τον οποίο απέκτησε την επίσης γνωστή πρωταγωνίστρια Αλίκη Νικολαΐδη-Θεοδωρίδη (σύζυγο του Πωλ Νορ - Νίκου Νικολαΐδη), και τέλος τον πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου[6] (δεύτερη σύζυγος), με τον οποίο απέκτησε έναν ακόμη γιο, τον Γιώργο (αδερφός του οποίου, από προηγούμενο γάμο, ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου), που υπήρξε και η μεγάλη της αδυναμία μέχρι το θάνατό της. Ως σύζυγος του Έλληνα πρωθυπουργού αποτελούσε επί χρόνια το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής στην Αθήνα.
Η Κυβέλη μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη αποτέλεσαν για το θεατρόφιλο κοινό τα «ιερά τέρατα» του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου που δέσποζαν επί δεκαετίες. Οι πολιτικές πεποιθήσεις αυτών των ηθοποιών είχαν επηρεάσει και τη δημοτικότητά τους, ιδιαίτερα στη θερμή περίοδο του Εθνικού Διχασμού, κατά την οποία οι θεατρικές τους παραστάσεις αποτελούσαν πολιτικά γεγονότα. Οι βενιζελικοί έσπευδαν να χειροκροτούν την Κυβέλη και οι αντιβενιζελικοί τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Οι θαυμαστές τους πολλές φορές προκαλούσαν επεισόδια, όταν συναντιόντουσαν μετά τις θεατρικές παραστάσεις στους αθηναϊκούς δρόμους.