Ονομασία IUPAC | |
---|---|
(3S,6S,9S,12R,15S,18S,21S,24S,30S,33S)-30-Ethyl-33-[(1R,2R,4E)-1-hydroxy-2-methyl-4-hexen-1-yl]-6,9,18,24-tetraisobutyl-3,21-diisopropyl-1,4,7,10,12,15,19,25,28-nonamethyl-1,4,7,10,13,16,19,22,25,28,31-undecaazacyclotritriacontane-2,5,8,11,14,17,20,23,26,29,32-undecone | |
Κλινικά δεδομένα | |
Εμπορικές ονομασίες | Neoral, Sandimmune, άλλες |
AHFS/Drugs.com | monograph |
MedlinePlus | a601207 |
Δεδομένα άδειας |
|
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |
Οδοί χορήγησης | Από το στόμα, ενδοφλέβια, οφθαλμικές σταγόνες |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Βιοδιαθεσιμότητα | Ποικίλη |
Μεταβολισμός | Ήπαρ CYP3A4 |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | Ποικίλη (περίπου 24 ώρες) |
Απέκκριση | Χολή |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 59865-13-3 |
Κωδικός ATC | L04AD01 S01XA18 |
PubChem | CID 5284373 |
IUPHAR/BPS | 1024 |
DrugBank | DB00091 |
ChemSpider | 4447449 |
UNII | 83HN0GTJ6D |
KEGG | D00184 |
ChEMBL | CHEMBL160 |
Συνώνυμα | cyclosporin, ciclosporin A,[1] cyclosporine A, cyclosporin A (CsA) |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C62H111N11O12 |
Μοριακή μάζα | 1.202,64 g·mol−1 |
CC[C@H]1C(=O)N(CC(=O)N([C@H](C(=O)N[C@H](C(=O)N([C@H](C(=O)N[C@H](C(=O)N[C@@H](C(=O)N([C@H](C(=O)N([C@H](C(=O)N([C@H](C(=O)N([C@H](C(=O)N1)[C@@H]([C@H](C)C/C=C/C)O)C)C(C)C)C)CC(C)C)C)CC(C)C)C)C)C)CC(C)C)C)C(C)C)CC(C)C)C)C | |
InChI=1S/C62H111N11O12/c1-25-27-28-40(15)52(75)51-56(79)65-43(26-2)58(81)67(18)33-48(74)68(19)44(29-34(3)4)55(78)66-49(38(11)12)61(84)69(20)45(30-35(5)6)54(77)63-41(16)53(76)64-42(17)57(80)70(21)46(31-36(7)8)59(82)71(22)47(32-37(9)10)60(83)72(23)50(39(13)14)62(85)73(51)24/h25,27,34-47,49-52,75H,26,28-33H2,1-24H3,(H,63,77)(H,64,76)(H,65,79)(H,66,78)/b27-25+/t40-,41+,42-,43+,44+,45+,46+,47+,49+,50+,51+,52-/m1/s1 Key:PMATZTZNYRCHOR-CGLBZJNRSA-N | |
(verify) |
Η κυκλοσπορίνη είναι αναστολέας καλσινευρίνης, που χρησιμοποιείται ως ανοσοκατασταλτικό φάρμακο. Είναι ένα φυσικό προϊόν.[2] Λαμβάνεται από το στόμα ή με ένεση σε φλέβα για ρευματοειδή αρθρίτιδα, ψωρίαση, νόσο του Κρον, νεφρωσικό σύνδρομο και σε μεταμοσχεύσεις οργάνων για την πρόληψη της απόρριψης.[3] Χρησιμοποιείται επίσης ως οφθαλμικές σταγόνες για κερατοεπιπεφυκίτιδα (ξηροφθαλμία).[4]
Συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν υψηλή αρτηριακή πίεση, πονοκέφαλο, νεφρικά προβλήματα, αυξημένη ανάπτυξη των μαλλιών και έμετο.[3] Άλλες σοβαρές παρενέργειες περιλαμβάνουν αυξημένο κίνδυνο λοίμωξης, ηπατικά προβλήματα και αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης λεμφώματος.[3] Τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα πρέπει να ελέγχονται για να μειωθεί ο κίνδυνος παρενεργειών.[3] Η χρήση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρο τοκετό. Ωστόσο, η κυκλοσπορίνη δεν φαίνεται να προκαλεί γενετικές ανωμαλίες.[5]
Η κυκλοσπορίνη πιστεύεται ότι δρα μειώνοντας τη λειτουργία των λεμφοκυττάρων.[3] Αυτό το επιτυγχάνει σχηματίζοντας ένα σύμπλοκο με κυκλοφιλίνη για τον αποκλεισμό της δραστικότητας φωσφατάσης της καλσινευρίνης, η οποία με τη σειρά της μειώνει την παραγωγή φλεγμονωδών κυτταροκινών από τα Τ-λεμφοκύτταρα.[6]
Η κυκλοσπορίνη απομονώθηκε το 1971 από τον μύκητα Tolypocladium inflatum και τέθηκε σε ιατρική χρήση το 1983.[7] Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο βασικών φαρμάκων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, τα ασφαλέστερα και πιο αποτελεσματικά φάρμακα που χρειάζονται σε ένα σύστημα υγείας.[8] Το 2017, ήταν το 248ο πιο συχνά συνταγογραφούμενο φάρμακο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από ένα εκατομμύριο συνταγές εκείνο το έτος.[9][10]