Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Κόλμαν Χόκινς | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Coleman Hawkins (Αγγλικά) |
Γέννηση | 21 Νοεμβρίου 1904[1][2][3] Σεντ Τζόζεφ[4] |
Θάνατος | 19 Μαΐου 1969[1][2][3] Νέα Υόρκη[5] |
Αιτία θανάτου | πνευμονία |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | κοιμητήριο Γούντλον[5] |
Εθνικότητα | Αφροαμερικανοί[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής[6] |
Σπουδές | Topeka High School[7] |
Ιδιότητα | σαξοφωνίστας, μουσικός της τζαζ και συνθέτης |
Όργανα | σαξόφωνο |
Είδος τέχνης | τζαζ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Κόλμαν Ράντολφ Χόκινς (Coleman Randolph Hawkins, 21 Νοεμβρίου 1904 - 19 Μαΐου 1969) ήταν σημαντικός Αμερικανός τζαζ μουσικός, βιρτουόζος του σαξοφώνου και με καθοριστική συμβολή στην καθιέρωση του οργάνου στη τζαζ μουσική.
Γεννήθηκε στο Σεντ Τζόζεφ του Μιζούρι και φοίτησε σε γυμνάσια του Σικάγου και του Κάνσας. Σε ηλικία 5 ετών ξεκίνησε να εξασκείται στο πιάνο και δύο χρόνια αργότερα στο τσέλο, πριν στραφεί οριστικά στο τενόρο σαξόφωνο, όργανο που την εποχή εκείνη δεν ήταν έντονα συνδεδεμένο με την τζαζ μουσική. Σε ηλικία 16 ετών ξεκίνησε να εργάζεται ως επαγγελματίας μουσικός και αποτέλεσε μέλος της ορχήστρας της Μέιμι Σμιθ, με την οποία περιόδευσε μέχρι το 1923, χρονιά κατά την οποία εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Τον Ιανουάριο του 1923 συμμετείχε στην πρώτη του ηχογράφηση, συνεργαζόμενος με τον Φλέτσερ Χέντερσον, ο οποίος, όταν αργότερα σχημάτισε μόνιμη προσωπική ορχήστρα, έδωσε στον Χόκινς τη θέση του βασικού σαξοφωνίστα, την οποία διατήρησε μέχρι το 1934.
Μετά την αποχώρησή του από την ορχήστρα του Χέντερσον, περιόδευσε στην Ευρώπη, από το 1934 μέχρι το 1939, περίοδο κατά την οποία συνεργάστηκε επίσης με τους Τζακ Χίλτον και Τζάνγκο Ράινχαρντ. Μετά την επιστροφή του στην Αμερική, ηχογράφησε τον δίσκο Body and Soul, που απετέλεσε ίσως τη μεγαλύτερή του επιτυχία.
Μετά από μία ανεπιτυχή προσπάθεια δημιουργίας μιας προσωπικής μεγάλης ορχήστρας, ο Χόκινς συνέχισε να εμφανίζεται με μικρότερα μουσικά σχήματα σε μουσικά κέντρα του Μανχάταν, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων ως μουσικούς τους Τελόνιους Μονκ, Μάιλς Ντέιβις και Μαξ Ρόουτς. Την ίδια περίοδο, ηγήθηκε της πρώτης ηχογράφησης στα πρότυπα του μπίμποπ, μαζί με τον Ντίζι Γκιλέσπι, ενώ αποτέλεσε γενικά σημαντική επιρροή των ανερχόμενων μουσικών του μπίμποπ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Χόκινς είχε άρχισε να ασκεί ολοένα και μικρότερη επίδραση σε νέους μουσικούς, οι οποίοι είχαν περισσότερο ως πρότυπο τον Λέστερ Γιανγκ. Ο Χόκινς συνέχισε ωστόσο να δίνει συναυλίες και να ηχογραφεί, ενώ στα μέσα της δεκαετίας η σταδιοδρομία του γνώρισε μία νέα άνθηση, συνεργαζόμενος με τον Ρόι Έλντριτζ και συμμετέχοντας σε ηχογραφήσεις δίσκων των Τελόνιους Μονκ, Μαξ Ρόουτς, Τζον Κολτρέιν καθώς και άλλων σημαντικών μουσικών. Το 1962 ηχογράφησε επίσης μαζί με τον Ντιούκ Έλινγκτον.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Χόκινς ολοκλήρωσε ελάχιστες ηχογραφήσεις, ενώ αντιμετώπισε και πρόβλημα αλκοολισμού. Τον Φεβρουάριο του 1967, κατά τη διάρκεια συναυλίας στο Τορόντο, κατέρρευσε επί σκηνής, ενώ στις αρχές του 1968 αναβλήθηκαν συναυλίες του στη Δανία, κατά τη διάρκεια περιοδείας στην Ευρώπη, εξαιτίας προβλημάτων υγείας του. Η τελευταία του συναυλία έγινε στις 20 Απριλίου 1969, στο Σικάγο. Πέθανε το ίδιο έτος, στις 19 Μαΐου, από πνευμονία.