Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Κόνγκσμπεργκ | |||
---|---|---|---|
| |||
59°39′54″N 9°38′47″E | |||
Χώρα | Νορβηγία[1][2] | ||
Διοικητική υπαγωγή | Μπούσκερουντ | ||
Ίδρυση | 1624[3] | ||
Διοίκηση | |||
• mayor of Kongsberg | Kari Anne Sand (2015–2023)[4] | ||
Έκταση | 793,09 km²[5] | ||
Πληθυσμός | 28.793 (1 Ιανουαρίου 2023)[6] | ||
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Το Κόνγκσμπεργκ (νορβηγικά: Kongsberg) είναι πόλη και δήμος της περιφέρειας Βίκεν της Νορβηγίας. Το 2011 είχε πληθυσμό 25090 κατοίκους. Η πόλη βρίσκεται στον ποταμό Νουμενταλσλόγκεν στην είσοδο της κοιλάδας Νούμενταλ. Ο δήμος ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1838 και οι αγροτικοί δήμοι Ίτρε Σάντσβερ και Έβρε Σάντσβερ συγχωνεύθηκαν με τον δήμο Κόνγκσμπεργκ την 1η Ιανουαρίου 1964.
Στην πόλη βρίσκεται το νομισματοκοπείο της χώρας το οποίο κόβει νορβηγικά νομίσματα και επίσης κυκλοφορούντα και συλλεκτικά κέρματα από άλλες χώρες. Το Κόνγκσμπεργκ είναι επίσης η έδρα της μεγάλης βιομηχανίας όπλων της Νορβηγίας Kongsberg Gruppen, πρώην Kongsberg Vaapenfabrikk. Δύο από τα γνωστά προϊόντα της ήταν το Kongsberg Colt και το Kongsberg και το τουφέκι Krag-Jorgensen.[7]
Το όνομα Kongsberg βασίζεται στα εξής δύο συνθετικά : τη γενική πτώση του konge, που σημαίνει "βασιλιάς" (αναφέρεται στον Βασιλιά Χριστιανό Δ΄) και το berg, που σημαίνει "βουνό".
Το έμβλημα είναι της νεότερης εποχής και σχεδιάστηκε από τον Χάλβαρντ Τρέτεμπεργκ και καθιερώθηκε στις 25 Αυγούστου 1972. Βασίζεται στην παλιά σφραγίδα της πόλης από το 1689, που περιέχει τον Ρωμαϊκό θεό Ιανό ντυμένο ως αυτοκράτορα (αναπαριστώντας τον βασιλιά), ενώ το ξίφος και ο ζυγός συμβολίζει τη δικαιοσύνη. Το πράσινο χρώμα συμβολίζει τα δάση, το ασημί τα βουνά και τον χρυσό τον πλούτο.[8]
Καταγωγή | Αριθμός |
---|---|
Πολωνία | 336 |
Λιθουανία | 282 |
Ινδία | 217 |
Σουηδία | 211 |
Δανία | 175 |
Αφγανιστάν | 164 |
Ιράκ | 160 |
Ιράν | 136 |
Ηνωμένο Βασίλειο | 127 |
Ερυθραία | 118 |
Φιλιππίνες | 117 |
Γερμανία | 110 |
Το Κόνγκσμπεργκ ιδρύθηκε από τον βασιλιά της Δανίας-Νορβηγίας Χριστιανό Δ΄ ως μεταλλευτική κοινότητα το 1624, μετά την ανακάλυψη αργύρου. Το επόμενο έτος κατασκευάσθηκαν τα μεταλλεία αργύρου και η πόλη του Κόνγκσμπεργκ. Σύμφωνα με επίσημα αρχεία το κοίτασμα αργύρου του Κόνγκσμπεργκ ανακαλύφθηκε από τους βοσκούς Γιάκομπ Γκρόσβολντ και Χέλγκε Βερπ το καλοκαίρι του 1623. Σύμφωνα με τις ενδείξεις της εξόρυξης του αργύρου η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας πολύτιμων μετάλλων ήταν ήδη γνωστή. Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας εξόρυξης αργύρου η πόλη έγινε το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο της Νορβηγίας πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Στο μέγιστο της ανάπτυξής της η βιομηχανία αυτή και οι σχετικές με αυτή, στις αρχές του 18ου αιώνα συνεισέφεραν το 10% του ΑΕΠ της Δανίας-Νορβηγίας.
Προκειμένου να σναπτυχθούν τα ορυχεία αργύρου του Κόνγκσμπεργκ ο Χριστιανό Δ΄ προσέλαβε Γερμανούς από τα ορυχεία της Σαξονίας και του Χάρτς, καθώς και Γερμανούς από άλλα ορυχεία της Νορβηγίας. Οι Γερμανοί έφεραν τη βασική τεχνογνωσία της εξόρυξης, που ήταν ιδιαίτερα σημαντική κατά τη φάση εκκίνησης των μεταλλείων αργύρου του Κόνγκσμπεργκ.
Τέσσερα χρόνια μετά τη δημιουργία των μεταλλείων αργύρου οι περισσότεροι από τους 1500 εργάτες και υπαλλήλους ήταν ακόμη Γερμανοί. Οι Νορβηγοί μπήκαν σταδιακά στις εργασίες του Κόνγκσμπεργκ, απασχολούμενοι ως επόπτες. Τό 1636 συμμετείχαν στις εργασίες 1370 Γερμανοί και 1600 Νορβηγοί, ενώ το 1648 ήταν 1500 Γερμανοί και 2400 Νορβηγοί.
Το 1681 υιοθετήθηκε επίσημα η πυρίτιδα για τις εξορύξεις.Η εξόρυξη στο ιδιαίτερα σκληρό Ορος Κόνγκσμπεργκ ήταν ενεργοβόρος, έτσι τα μεταλλεία αργύρου κσθ όλη τη λειτουργία τους ανέπτυσσαν την τεχνολογία για να μειώσουν το κόστος παραγωγής. Ενα μεγάλο τεχνητό φράγμα τροφοδοτούσε το ανυψωτικό σύστημα του ορυχείου πριν από την εισαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας. Το 1624 κατασκευάσθηκε ένας δρόμος από το Χόκσουντ προς το Κόνγκσμπεργκ για να εξυπηρετήσει τα ορυχεία του, ο σημαντικότερος δρόμος που κατασκευάστηκε στη Νορβηγία τον 17ο αιώνα και που το 1665 επεκτάθηκε στο Κρίστιανσαντ και στο Λάρβικ.
Το 1683 η εξορυκτική είχε γίνει η βασική βιομηχανία του κράτους. Η ταχεία ανάπτυξη του Κόνγκσμπεργκ είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού στα τέλη του 17ου αιώνα. Το ποσοστό των Νορβηγών στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε αλλά στο επιτελικό προσωπικό του επικρατούσαν οι Γερμανοί. Το Κόνγκσμπεργκ ήταν σχεδόν ένας γερμανικός θύλακας μέσα στη Νορβηγία : επίσημη γλώσσα ήταν μόνο τα Γερμανικά και αργότερα και τα Δανικά. Στο Κόνγκσμπεργκ εφαρμοζόταν επίσης το γερμανικό σύστημα δικαίου. Νομικά αυτό σήμαινε ότι η πόλη δεσμευόταν από ανεξάρτητους κανονισμούς, όπως ο μερικός διαχωρισμός της μεταλλευτικής κοινότητας από τους γενικούς νόμους της χώρας. Οι Γερμανοί εισήγαγαν ένα Knappshaft, που περιελάμβανε δωρεάν ιατρική περίθαλψη, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, αναρρωτικές άδειες και την αργία του Σαββάτου.
Τα έσοδα από την εξόρυξη του αργύρου παρείχαν σημαντική βοήθεια στα στενά οικονομικά της Δανίας. Η Δανία-Νορβηγία βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό στο ασήμι του Κόνγκσμπεργκ για να υποστηρίξει το συνεχιζόμενο πόλεμο εναντίον της Σουηδίας. Τα πολύτιμα μέταλλα γίνονταν όλο και σημαντικότερα για την παραγωγή νομισμάτων της Δανίας-Νορβηγίας. Ως εκ τούτου, για να πλησιάσει στην πηγή των πρώτων υλών, το Βασιλικό Νομισματοκοπείο το 1686 μετακόμισε από το Ακερσους στο Κόνγκσμπεργκ. Κατά τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο, το 1716, η πόλη έγινε ο κύριος στόχος της παραμονής του Κάρολου ΙΒ΄ στο Νόρντερχοφ (70 χιλιόμετρα από το Κόνγκσμπεργκ).
Τα μεταλλεία του Κόνγκσμπεργκ ήταν ιδιαίτερα γνωστά για την υψηλή τους καθαρότητα, ενώ περιείχαν ορισμένη ποσότητα χρυσού επίσης υψηλής καθαρότητας και μεγάλη ποσότητσ χαλκού, κοβαλτίου, μολύβδου, ψευδαργύρου και φθορίτη. Από την ανακάλυψη των αργυρομεταλλευμάτων το 1623 μέχρι το τελευταίο έτος λειτουργίας των μεταλλείων το 1957 εξορύχτηκαν περίπου 15.750 τόνοι αργύρου. [10] Ο όγκος εξόρυξης από τα μεταλλεία άρχισε να αυξάνει ουσιαστικά στα τέλη του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1769 τα μεταλλεία απασχολούσαν περίπου 4.000 εργαζόμενους. Με 8000 κατοίκους συνολικά η πόλη ήταν η δεύτερη σε πληθυσμό της Νορβηγίας μετά το Μπέργκεν (και έτσι μεγαλύτερη από τη σημερινή πρωτεύουσα Όσλο).[11]
Σύμφωνα με την απογραφή του 1749 το Κόνγκσμπεργκ ήταν η πολυπληθέστερη πόλη της Ανατολικής Νορβηγίας. Του παραχωρήθηκε το βασιλικό εμπορικό προνόμιο - που αντιστοιχούσε σε πόλη-αγορά - το 1802. Μετά από αρκετά δύσκολα χρόνια με μειωμένη παραγωγή αργύρου από τα ορυχεία, τον πόλεμο του 1807-14 και μια σοβαρή πυρκαγιά στην πόλη το 1810, οπότε καταστράφηκαν 56 σπίτια στη δυτική πλευρά της, οι εξορύξεις συμπληρώθηκαν από την κυβέρνηση με την ίδρυση μιας βιομηχανίας όπλων το 1814. Το 1835 ο πληθυσμός είχε μειωθεί σε 3540.
Στο Κόνγκσμπεργκ βρίσκεται το Βασιλικο Νορβηγικό Νομισματοκοπείο (Νορβηγικά : Det Norske Myntverket), που κόβει νορβηγικά νομίσματα και επίσης παράγει κυκλοφορούντα και συλλεκτικά κέρματα για άλλες χώρες, όπως το Ισραήλ. Ιδρύθηκε το 1686 και πήρε το σημερινό του όνομά του μετονομαζόμενο από Βασιλικό Νορβηγικό Νομισματοκοπείο (Nορβηγικά : Den Kongelige Mynt) το 2004, μετά την πώλησή του σε ιδιώτες επενδυτές (το Νομισματοκοπείο της Φινλανδίας και η νορβηγική εταιρεία Samlerhuset) το 2003. Στο Κόνγκσμπεργκ βρίσκεται επίσης η ομώνυμη Μεταλλρυτική Σχολή (Kongsberg), που λειτούργησε από το 1757 έως το 1814.[12][13]
Σε ήρεμους καιρούς η βιομηχσνία όπλων εξελίχθηκε σταδιακά και σε πολλά άλλα είδη δραστηριοτήτων υψηλής τεχνολογίας, που κυριαρχούν τώρα στην απασχόληση της πόλης. Το 1987 ωστόσο το κρατικό εργοστάσιο όπλων της πόλης (Konsberg Vaapenfabrikk) γνώρισε σημαντική οικονομική κρίση καθώς και κατηγορίες για παραβίαση των κανόνων της CoCom για πώληση ευαίσθητης τεχνολογίας στο Σοβιετικό μπλοκ. Μετά από αυτά η εταιρεία χωρίστηκε σε πολλές μικρότερες μονάδες και πωλήθηκε εν μέρει σε ιδιώτες επενδυτές. Σήμερα οι ξεχωριστές εταιρείες ευδοκιμούν ως μια από τις κύριες βιομηχανικές ομάδες υψηλής τεχνολογίας της Νορβηγίας με επίκεντρο την αμυντική κσι ναυτιλιακή εταιρεία Konsberg Gruppen, που είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Οσλο.
Το Κόνγκσμπεργκ βρίσκεται στην είσοδο της κοιλάδας Νούμενταλ, νοτιότερα η κοιλάδα ονομάζεται Λογκεντάλεν.
Οι γειτονικοί δήμοι του Κόνγκσμπεργκ είναι οι Φλέσμπεργκ στα βόρεια, Εβρε Εικερ και Χοφ στα ανατολικά, Λάρνταλ, Σίλγιαν και Σίεν στα νότια και Σάουχεραντ και Νότοντεν στα δυτικά. Από αυτούς οι δύο πρώτοι ανήκουν στην περιφέρεια Μπούσκερουντ όπως το Κόνγκσμπεργκ, ενώ το Χοφ και το Λάρνταλ ανήκουν στη Βέστφολντ και οι άλλοι στην Τέλεμαρκ. Η πόλη διαρρέεται από τον ποταμό Νουμενταλσλόγκεν, που σχηματίζει τρεις καταρράκτες μέσα στην ίδια την πόλη.
Οι κύριοι αυτοκινητόδρομοι είναι ο Ε134, που διασχίζει το Κόνγκσμπεργκ από ανατολάς προς δυσμάς (και συνδέεται με τον Ε18 στο Όσλο) και η εθνική οδός 40 (Riksvei 40) από βορά προς νότο. Η Γραμμή Σέρλαντ σταματά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κόνγκσμπεργκ, όπου συνδέεται με τοπικές και περιφερειακές λεωφορειακές γραμμές.
Με την αύξηση πληθυσμού κατά τη διάρκεισ της εξόρυξης αργύρου στα μέσα του 18ου αιώνα προέκυψε η ανάγκη για μια νέα εκκλησία, που μετά από κατασκευή 21 ετών εγκαινιάστηκε το 1761. Εχει λιτό εξωτερικό με κόκκινα τούβλα, αλλά πλούσια διακοσμημένο μπαρόκ εσωτερικό με μοναδικούς πολυέλαιους κατασκευασμένους στην Υαλουργία Nostetangen στο γειτονικό Χόκσουντ. Η εκκλησία του Κόνγκσμπεργκ παραμένει μια από τις μεγαλύτερες της Νορβηγίας με χωρητικότητα 2400 ατόμων.
Το αυθεντικό όργανο, έργο του διάσημου Γερμανού κατασκευαστή οργάνων Γκότφριντ Χάινριχ Γκλόγκεν το 1760-65, επισκευάσθηκε πλήρως από το Γιούργκεν Αρεντ το 1999-2000 και επαναλειτούργησε σε μεγάλη εκδήλωση τον Ιανουάριο το 2001. Με τους 42 αυλούς του είναι το μεγαλύτερο μπαρόκ όργανο στη Σκανδιναβία. Στα τέλη Ιανουαρίου κάθε έτους το Φεστιβάλ Μουσικής Γκλόγκερ προσελκύει πλέον πλήθος εκλεκτούς καλλιτέχνες και λάτρεις της μουσικής από όλο τον κόσμο.
Από το 1964 το Κόνγκσμπεργκ φιλοξενεί το ετήσιο ομώνυμο διεθνές φρστιβσλ τζαζ. Με μεγάλες χορηγίες από την τοπική βιομηχανία εξέχοντες διεθνείς καλλιτέχνες, όπως ο Μπι Μπι Κινγκ, η Νταϊάνα Κραλ, ο Ορνετ Κόλμαν, ο Τζόσουα Ρέντμαν και ο Τζον Σκόφιλντ, έχουν παίξει στο φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια.
Η πόλη είναι γνωστή για τους πολλούς σημαντικούς άλτες με σκι. Ο Μπίργκερ Ρουντ και οι δύο αδελφοί του, καθώς και πολλοί άλλοι από την πόλη, όπως ο Πέτερ Χούγκστεντ, κέρδισαν αρκετά μετάλλια σε Χειμερινούς Ολυμπισκούς Αγώνες και άλλα διεθνή πρωταθλήματα τις δεκαετίες του 1930 κσι του 1940. Η πρώτη τεχνική άλματος με σκι, η Κόνγκσμπεργκερ, αναπτύχθηκε στην πόλη από τους Γιάκομπ Τούλιν Ταμς και Σίγκμουντ Ρουντ και ήταν η δημοφιλέστερη τεχνική άλματος με σκι από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Τα μετάλλια και ο εξοπλισμός τους εκτίθενται στο Μουσείο Σκι του Κόνγκσμπεργκ (Kongsberg Skimuseum), που συστεγάζεται με το Νορβηγικό Μεταλλευτικό Μουσείο (Norsk Bergverksmuseum) στο κέντρο της πόλης. Ο εφευρέτης του σύγχρονου ski binding ο Νορβηγοαμερικανός σκιέρ και ολυμπιακός προπονητής του σκι Χγιάλμαρ Χβαμ γεννήθηκε στο Κόνγκσμπεργκ το 1902. Σύγχρονοι αθλητές χειμερινών σπορ στην περιοχή του Κόνγκσμπεργκ είναι οι Στίνε Μπρουν Κγέλντας, Σίλγε Νόρενταλ και Χάλβορ Λουν στο σνόουμπορντ, ο σπρίντερ σκι αντοχής Μπέρε Νες από το χωριό Εφτελετ και ο άλτης με σκι Σίγκουρντ Πέτερσεν από τον γειτονικό δήμο Ρόλαγκ (60 χλμ. βόρεια του Κόνγκσμπεργκ). Ενα μεγάλο χιονοδρομικό κέντρο για αλπικό σκι και σνόουμπορντ με αρκετά σκι λιφτ και υψομετρική διαφορά 320 μέτρα τέθηκε σε λειτουργία το 1965 και επεκτείνεται σταδιακά. Το Κόνγκσμπεργκ φιλοξένησε τα αγωνίσματα του σκι αντοχής του Εθνικού πρωταθλήματος Βορινού σκι του 2006. Ο αθλητικός σύλλογος που τα διοργάνωσε ήταν ο IL Scrim κσι οι πίστες του σκι βρίσκονται στο Χεισταντμόεν, πρώην στρατόπεδο.
Ή ομάδα μπάσκετ Kongsberg Miners (Μεταλλωρύχοι του Κόνγκσμπεργκ) θεωρείται μία από τις καλύτερες της χώρας.
Στο Κόνγκσμπεργκ πραγματοποιήθηκε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Orienteering του 1978.[14]
Το αξιοθέατο αυτό (Kronene i Håvet) είναι ένα σημείο, όπου, στην πλαγιά του βουνού που υψώνεται πάνω από το Κόνγκσμπεργκ, έχουν σκαλιστεί μονογράμματα Νορβηγών βασιλέων, σε ανάμνηση των επισκέψεών τους στην πόλη. Τον Ιούνιο του 1704 ο Φρειδερίκος Δ' επισκέφθηκε το Κόνγκσμπεργκ και ξεκίνησε μια παράδοση που συνεχίζεται ακόμη. Ο Βασιλιάς Φρειδερίκος φρόντισε επίσης για την αποτύπωση μονογραμμάτων επισκέψεων προηγούμενων μοναρχών.
Το πρώτο μονόγραμμα είναι του Χριστιανού Δ' , που ίδρυσε το Κόνγκσμπεργκ το 1624 στη θέση των τότε ανακαλυφθέντων αποθεμάτων αργύρου. Την επίσκεψή του ακολούθησαν εκείνες του Φρειδερίκου Γ΄ (1648), του Χριστισνού Ε΄ (1685), του Χριστιανού ΣΤ΄ και της βασίλισσάς του Σοφίας Μαγδαληνής (1733), του Φρειδερίκου Ε΄ (1749), του Οσκαρ Α΄ (1845), του Οσκαρ Β΄ (1890), του Χάακον Ζ΄ (1908), του Ολαφ Ε΄ (1962) και τελευταίου του Χάραλντ Ε΄ (1995).
|