Λάσε Βίρεν | ||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
1974 | ||||||||||||||||||
Προσωπικές Πληροφορίες | ||||||||||||||||||
Γέννηση | 22 Ιουλίου 1949 Μίρσκιλα, Φινλανδία | |||||||||||||||||
Έτη δραστηριοποίησης | 1969 – 1980 | |||||||||||||||||
Ύψος | 1,80 μέτρα | |||||||||||||||||
Άθλημα | ||||||||||||||||||
Χώρα | Φινλανδία | |||||||||||||||||
Άθλημα | Στίβος | |||||||||||||||||
Αγώνισμα | 5.000 μέτρα, 10.000 μέτρα | |||||||||||||||||
Μετάλλια
|
Ο Λάσε Αρτούρι Βίρεν (φινλανδικά: Lasse Artturi Virén, γεννήθηκε 22 Ιουλίου 1949) είναι Φινλανδός πρώην αθλητής στίβου, στους δρόμους μεγάλων αποστάσεων. Από τους κορυφαίους των αγωνισμάτων αυτών, ήταν τέσσερις φορές χρυσός Ολυμπιονίκης, ενώ είναι μέλος του Hall of Fame της IAAF.[1][2]
Γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου του 1949 στην πόλη Mίρσκιλα και έγινε αστυνομικός. Άρχισε να εξασκείται σοβαρά στο τρέξιμο αντοχής σε ηλικία 16 ετών, αλλά ακόμα μόνος του. Ξεκίνησε τακτικές προπονήσεις το 1967 με μικρές αποστάσεις υπό την καθοδήγηση του αδελφού του και τις συμβουλές του δρομέα της εθνικής ομάδας. Επιπλέον, έκανε χειρωνακτικές εργασίες στην εταιρεία μεταφοράς ξύλου του πατέρα του. Το 1967 τερμάτισε δεύτερος στον αγώνα ανωμάλου δρόμου νέων και κέρδισε το πρωτάθλημα στα 3.000 μέτρα. Στην πρώτη του εμφάνιση στη διεθνή σκηνή, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου του 1971 στο Ελσίνκι τερμάτισε 7ος στα 5.000 μέτρα και μόλις 17ος στα 10.000 μ., αγωνίσματα στα οποία έλαμψε ο συμπατριώτης του Γιούχα Βαατάνεν.[3]
Ο Βίρεν πέρασε τη χειμερινή προετοιμασία του για την επερχόμενη Ολυμπιάδα του 1972 σε ζεστό καιρό, τρεις εβδομάδες στη Βραζιλία, δύο εβδομάδες στην Ισπανία, τέσσερις εβδομάδες στην Κολομβία και τέσσερις εβδομάδες στην Κένυα. Είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι από τον Οκτώβριο του 1971 έως τον Σεπτέμβριο του 1972, συμμετείχε σε πολλούς αγώνες τρέχοντας συνολικά 44.[4] Η βελτίωση ήταν εντυπωσιακή καθώς κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο δρόμο των δύο μιλίων υπερισχύοντας έναντι Βρετανών και Ισπανών αθλητών σε αγώνες που έλαβαν χώρα στο Ελσίνκι το καλοκαίρι του 1972. Διέθετε μια έμφυτη ικανότητα να φθάνει στο μέγιστο της απόδοσής του κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, κάτι που του επέτρεψε να κατακτήσει χρυσά μετάλλια αρχικά στους Αγώνες του 1972 στο Μόναχο στα 5.000 και 10.000 μέτρα.[5] Η πρώτη του διοργάνωση ήταν τα 10.000 μ. με συνολικά να έχουν δηλώσει συμμετοχή 50 αθλητές, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τα προκριματικά για πρώτη φορά μετά από περισσότερο από μισό αιώνα. Ο Βίρεν προκρίθηκε στην τέταρτη θέση, γνωρίζοντας ότι έπρεπε να διατηρήσει την ενέργειά του για τον τελικό. Μία από τις σπουδαίες του ικανότητές του ήταν να τρέχει τις στροφές με ακρίβεια ώστε να μην προσθέτει περισσότερη απόσταση από αυτή που χρειαζόταν.[6] Στον τελικό της 3ης Σεπτεμβρίου, ο Βίρεν έπεσε κατά τη διάρκεια του αγώνα των 10.000 μέτρων, αλλά στάθηκε γρήγορα στα πόδια του και, τρέχοντας πιο γρήγορα από ποτέ, κάλυψε 50 μέτρα που είχε μείνει πίσω από τους προπορευόμενους, αντιστάθηκε στις προσπάθειες των αντιπάλων του στον τελευταίο γύρο για να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο, ενώ σημείωσε παγκόσμιο ρεκόρ με χρόνο 27 λεπτά 38,4 δευτερόλεπτα.[4][7] Τα επιτεύγματά του στη διοργάνωση του χάρισαν τον τίτλο του Αθλητή της χρονιάς του περιοδικού Track & Field News.[8]
Στους 1976 στο Μόντρεαλ, ο Βίρεν πέρασε πιο εύκολα στα 10.000 μ. Ο Πορτογάλος Κάρλος Λόπες οδήγησε στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα. Ο Φιλανδός τον πέρασε 450 μέτρα από τον τερματισμό και κέρδισε με διαφορά 30 μέτρων. Τα 5.000 μ. ήταν πιο δύσκολα. Αν και ο Βίρεν ήταν στην κορυφή του τελευταίου γύρου, μόνο πέντε μέτρα χώριζαν τους πρώτους έξι δρομείς. Βγαίνοντας από την τελική στροφή, αντιστάθηκε στις επιθέσεις από τον Ντικ Κουάκς από τη Νέα Ζηλανδία και κέρδισε το τέταρτο χρυσό του μετάλλιο. Αγωνίστηκε και στο μαραθώνιο όπως και στην Ολυμπιακούς Αγώνες του 1980 στα 10.000 μέτρα, χωρίς να καταφέρει να ανέβει στο βάθρο των νικητών.[1][9]
Ακόμη, κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο στα 5.000 μ. στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Ρώμης, το 1974. Τα επιτεύγματά του τον έκαναν εθνικό ήρωα με την αναβίωση των κατορθωμάτων των αθλητών της χώρας στις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ού αιώνα. Δύο φορές (1972, 1976) ψηφίστηκε αθλητής της χρονιάς στη Φινλανδία.[10]
Μετά το 1980 συνέχισε να συμμετέχει σε αγώνες ανωμάλου δρόμου και περιστασιακά σε μαραθώνιους μέχρι το 1988.[3] Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό διετέλεσε βουλευτής από το 1999 έως το 2007 και από το 2010 έως το 2011 ως μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Εθνικού Συνασπισμού. Διετέλεσε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου του δήμου καταγωγής του από το 1993 έως το 2012.[7]