Λέμπενσμπορν

Σπίτι Λέμπενσμπορν

Το Λέμπενσμπορν (γερμανικά: Lebensborn, "Πηγή της ζωής") ήταν πρόγραμμα που δημιουργήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1935[1] για την καταπολέμηση της μείωσης του ποσοστού των γεννήσεων στη Γερμανία και για να εξασφαλιστεί η φυλετική κληρονομιά του Τρίτου Ράιχ βάσει των κριτηρίων της ναζιστικής ευγονικής[2]. Είχε έδρα το Μόναχο.

Αποτελούσε ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας για γονείς και παιδιά που θεωρούνταν φυλετικά ανώτερα και πολύτιμα, αρχικά, εκείνα των ανδρών των SS. Αν και το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε αρκετές χώρες υπό γερμανική κατοχή, η κύρια δραστηριότητά του ήταν στη Γερμανία, τη Νορβηγία αλλά και στη βορειοανατολική Ευρώπη, κυρίως στην Πολωνία. Αρχικά απέκλειε παιδιά από ενώσεις απλών στρατιωτών με ξένες γυναίκες, γιατί δεν υπήρχε καμία απόδειξη φυλετικής καθαρότητας.

Το Λέμπενσμπορν είχε προγραμματίσει να έχει εγκαταστάσεις στις ακόλουθες χώρες (ορισμένες ήταν απλώς γραφεία):


Στη Νορβηγία ιδρύθηκε το 1941 για να υποστηρίξει τα παιδιά των Γερμανών στρατιωτών και των Νορβηγίδων μητέρων τους σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία (Hitlers Verordnung, 28 Ιουλίου 1942). Η οργάνωση διέθετε πολλά σπίτια, όπου οι έγκυες γυναίκες μπορούσαν να γεννήσουν. Οι εγκαταστάσεις χρησίμευαν επίσης ως μόνιμα σπίτια για επιλέξιμες γυναίκες μέχρι το τέλος του πολέμου. Επιπλέον ο οργανισμός πλήρωνε παιδική υποστήριξη εκ μέρους του πατέρα και κάλυπτε άλλα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων ιατρικών λογαριασμών, οδοντιατρικής θεραπείας και μεταφοράς.

Από τα 10.000-12.000 παιδιά που γεννήθηκαν από Νορβηγίδες και Γερμανούς πατέρες κατά τη διάρκεια του πολέμου, 8.000 εγγράφηκαν στο πρόγραμμα Λέμπενσμπορν. Στις 4.000 από αυτές τις περιπτώσεις ο πατέρας ήταν γνωστός. Οι γυναίκες ενθαρρύνθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά για υιοθεσία και πολλά μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, όπου υιοθετήθηκαν ή μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία.

Τα παιδιά και οι μητέρες τους απομονώθηκαν συχνά κοινωνικά και πολλά παιδιά εκφοβίστηκαν από άλλα παιδιά, και μερικές φορές από ενήλικες, λόγω της προέλευσής τους.

Βάπτιση ενός παιδιού Λέμπενσμπορν, γ. 1935-1936

Το 1939, οι Ναζί άρχισαν να απαγάγουν παιδιά από ξένες χώρες, κυρίως από τη Γιουγκοσλαβία και την Πολωνία, αλλά και από τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Ρουμανία, την Εσθονία, τη Λετονία και τη Νορβηγία [3]. Άρχισαν να το κάνουν επειδή "είναι καθήκον μας να πάρουμε [τα παιδιά] μαζί μας για να τα απομακρύνουμε από το περιβάλλον τους...είτε αποτελεί νίκη για κάθε καλό αίμα, που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για τον εαυτό μας και να του δώσουμε μια θέση ανάμεσα στο λαό μας, ή θα καταστρέψουμε το αίμα αυτό", φέρεται να είπε ο Χίμλερ. [4]

Στα τελικά στάδια του πολέμου, τα αρχεία όλων των παιδιών που απήχθησαν για το πρόγραμμα καταστράφηκαν. Ως αποτέλεσμα, οι ερευνητές σχεδόν αδυνατούν να μάθουν πόσα παιδιά απήχθησαν. Η πολωνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι 10.000 παιδιά απήχθησαν και λιγότερο από το 15% επέστρεψαν στους βιολογικούς τους γονείς[4]. Άλλες εκτιμήσεις περιλαμβάνουν αριθμούς έως και 200.000, αν και ένας πιθανότερος αριθμός είναι περίπου 20.000.[5]

Kατά τη δίκη της Νυρεμβέργης βρέθηκαν στοιχεία για άμεση ανάμειξη του προγράμματος στις απαγωγές παιδιών. Όταν σταμάτησε ο πόλεμος, τα παιδιά αυτά υπέφεραν περισσότερο, καθώς αποκρυσταλλώνουν ξαφνικά πάνω τους τα αντιγερμανικά αισθήματα ενός ολόκληρου λαού. Υπέστησαν κακοποιήσεις, βιασμούς, ενώ άλλα υποχρεωτικά μεταφέρθηκαν σε ορφανοτροφεία.

Μεταπολεμική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1945 το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων της Νορβηγίας διερεύνησε εν συντομία τη δυνατότητα επανένωσης των παιδιών και των μητέρων τους με επιζώντες πατέρες στη μεταπολεμική Γερμανία, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει αυτό.

Πεντακόσια παιδιά που εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε εγκαταστάσεις του Λέμπενσμπορν στο τέλος του πολέμου έπρεπε να φύγουν καθώς τα σπίτια έκλεισαν. Περίπου 20 παιδιά κατέληξαν σε ψυχιατρικές κλινικές το 1946, λόγω έλλειψης χώρου σε άλλα ιδρύματα και ανεπιτυχείς απόπειρες υιοθεσίας.

Το 1950 οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Νορβηγίας και Δυτικής Γερμανίας βελτιώθηκαν, έτσι ώστε αναγνωρισμένοι πατέρες παιδιών πολέμου που ζούσαν στη Δυτική Γερμανία και στην Αυστρία να μπορέσουν να υποστηρίξουν τα παιδιά τους. Από το 1953 καθιερώθηκαν τέτοιες διαδικασίες. Η υποστήριξη παιδιών από πατέρες που ζούσαν στην Ανατολική Γερμανία διατηρήθηκε σε κλειδωμένους λογαριασμούς έως ότου καθιερωθούν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών το 1975.

Από τα μέσα της δεκαετίας του '80, η τύχη των παιδιών του πολέμου έγινε γνωστή στη Νορβηγία.

Το πιο διάσημο από τα παιδιά πολέμου της Νορβηγίας είναι η Άνι-Φριντ Λίνγκσταντ, η πρώην τραγουδίστρια των ABBA.

Η Βουλή της Νορβηγίας κινήθηκε το 2002 για να αποκαταστήσει τα παιδιά αυτά, προσφέροντας αποζημιώσεις[6].

Στη λαϊκή κουλτούρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τσεχική ταινία Πηγή της Ζωής (2000) αφηγείται την ιστορία μιας Σουδητής Γερμανίδας έφηβης, που στρατολογήθηκε ως μελλοντική μητέρα σε ένα Λέμπενσμπορν στην Πολωνία. [7]

Στην τηλεοπτική σειρά The Man in the High Castle, ο Τζο Μπλέικ και η Νικόλ Ντέρμερ είναι μεταξύ πολλών χαρακτήρων, που ήταν παιδιά Λέμπενσμπορν[8].

Το βιντεοπαιχνίδι My Child Lebensborn, το οποίο κέρδισε τα βραβεία BAFTA Games το 2018 στην κατηγορία "Game Beyond Entertainment"[9], επιτρέπει στους παίκτες να βιώσουν τον εκφοβισμό, που βίωσαν τα παιδιά Λέμπενσμπορν μετά τον πόλεμο. [10] [11]

Η καναδική τηλεοπτική εκπομπή X Company απεικονίζει επίσης ένα γαλλικό σπίτι Λέμπενσμπορν στην πρώτη σεζόν [12] .

Η ταινία Jojo Rabbit σατιρίζει τις ευγονικές προσπάθειες απεικονίζοντας μια ομάδα ξανθών πανομοιότυπων παιδιών στην οργάνωση Deutsches Jungvolk, αναφέροντάς τα ως κλώνους.

  1. Albanese, Patrizia (2006). Mothers of the Nation: Women, Families and Nationalism in Twentieth-Century Europe. Toronto: University of Toronto Press. σελ. 37. ISBN 978-0-8020-9015-7. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2011. 
  2. Bissell, Kate (13 Ιουνίου 2005). «Fountain of Life». BBC Radio 4. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2011. 
  3. «Children of the Hated: the "Lebensborn" program of racial breeding». 10 Νοεμβρίου 2018. 
  4. 4,0 4,1 «The Lebensborn Organization». Southern Illinois University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Φεβρουαρίου 2013. 
  5. A. Dirk Moses (2004). Genocide and Settler Society: Frontier Violence and Stolen Indigenous Children in Australian History. New York and Oxford: Berghahn Books. σελ. 255. ISBN 978-1-57181-410-4. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2008. 
  6. Newsroom. «Καταδικασμένα τα παιδιά των Γερμανών στρατιωτών | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ». Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2020. 
  7. «Der Lebensborn». 8º Film Festival Internazionale di Milano (στα Αγγλικά). Milano International Film Festival. Ανακτήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2020. 
  8. «The Man in the High Castle's Nazi imagery isn't what makes its second season relevant». Slate. December 19, 2016. https://slate.com/culture/2016/12/the-man-in-the-high-castle-s-nazi-imagery-isn-t-what-makes-its-second-season-relevant.html. 
  9. «Winners Announced: British Academy Games Awards in 2019». www.bafta.org (στα Αγγλικά). 4 Απριλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2019. 
  10. Campbell, Colin (1 Ιουνίου 2018). «A game about the child of a Nazi interrogates the complexities of bullying». Polygon (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2019. 
  11. «My Child Lebensborn». My Child Lebensborn. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Οκτωβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2019. 
  12. «Season 1 X Company». 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]