![]() |
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
![]() Λαβραδόριο. Προέλευση: Μαδαγασκάρη | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Τηκτοπυριτικά: Άστριοι, Πλαγιόκλαστα |
Χημικός τύπος | (Ca,Na)(Si,Al)4O8 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 2,7 gr/cm3 |
Χρώμα | Λευκό, γκρίζο, γκριζομέλαν, χαρακτηριστικού ιριδισμού |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Τρικλινές |
Κρύσταλλοι | Λεπτοπλακώδεις |
Υφή | Συμπαγής έως κοκκώδης |
Διδυμία | Χαρακτηριστική αστρίων (Νόμοι Carlsbad, Baveno, Manebach) |
Σκληρότητα | 6 - 6,5 |
Σχισμός | Τέλειος {001} ατελής {010} |
Θραύση | Κογχοειδής έως ανώμαλη |
Λάμψη | Υαλώδης, μαργαριτώδης (από σχισμό) |
Γραμμή κόνεως | Λευκή |
Πλεοχρωισμός | Όχι |
Το λαβραδόριο (αγγλ. labradorite) είναι τεκτοπυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων, υποομάδας πλαγιοκλάστων. Το όνομά του προέρχεται από την χερσόνησο του Λαμπραντόρ του Καναδά, όπου πρωτοβρέθηκε.
Είναι κοινότατο ορυκτό, ανευρισκόμενο σε σιδηρομαγνησιούχα εκρηξιγενή πετρώματα και ανορθοσίτες. Σπανιότερα βρίσκεται σε μεταμορφωσιγενή πετρώματα, ενώ απαντά και σε ιζηματογενή πετρώματα υπό μορφή θραυσμάτων. Σχετίζεται με ολιβίνη, πυροξένους, αμφιβόλους και μαγνητίτη.
Είναι από τους ελάχιστους αστρίους που εμφανίζουν κάποια οικονομική σημασία, καθώς χρησιμοποιείται για την κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων, λόγω του έντονου μπλε - ιώδους ιριδισμού που εμφανίζει. Αποτελεί, επίσης, συστατικό του ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι.