Λαγαροσίφων | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Το είδος Lagarosiphon major
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
Ο λαγαροσίφων (επιστημονική-λατινική ονομασία Lagarosiphon) είναι γένος μονοκοτυλήδονων υδρόβιων φυτών, που ορίσθηκε περιγραφόμενο για πρώτη φορά[1][2] το 1841. Είναι ιθαγενές της τροπικής Αφρικής και της Μαδαγασκάρης.[3] Είναι φυτό δίοικο, δηλαδή υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά φυτά.[4]
Οι λαγαροσίφωνες είναι υδρόβιες πόες με κλαδιά καλυμμένα με φύλλα, είτε εναλλασσόμενα, είτε υπο-αντίθετα, είτε ακτινωτά ως προς τον τρόπο με τον οποίο εκφύονται.[5]
Τα άνθη περιβάλλονται από βοηθητικά βράκτια. Τα αρσενικά άνθη έχουν περιάνθιο με 6 λοβούς, διατεταγμένους σε δύο σειρές. Οι λοβοί στην εξωτερική σειρά είναι ελαφρώς μεγαλύτεροι. Το κάθε αρσενικό άνθος έχει τρεις κανονικούς στήμονες και δύο ή τρία στημονώδη. Υπάρχουν περισσότερα του ενός άνθη σε κάθε βράκτιο.[5]
Το περιάνθιο του θηλυκού άνθους διαθέτει επίσης 6 λοβούς σε δύο σειρές, με τους λοβούς στην εξωτερική σειρά να είναι μεγαλύτεροι. Υπάρχει μία ωοθήκη, μέσα σε θάλαμο, με τρεις μερικούς πλακούντες. Ο στύλος έχει το ίδιο μήκος με τον σωλήνα του περιανθίου και φέρει τρία στίγματα, σε κάποιες περιπτώσεις διχαλωτά. Στο θηλυκό το κάθε άνθος έχει το δικό του βράκτιο.[5]
Σήμερα αναγνωρίζονται γενικώς τα εξής εννέα είδη λαγαροσίφωνα[3]: