Η λακοσαμίδη (αγγλ. lacosamide) είναι συνθετική δραστική ουσία, που πωλείται με την επωνυμία Vimpat μεταξύ άλλων, και αποτελεί ένα φαρμακευτικό σκεύασμα που χρησιμοποιείται στη συμπληρωματική θεραπεία των εστιακών κρίσεων και της διαβητικής νευροπάθειας. Λαμβάνεται από το στόμα ή ενδοφλέβια.
Χημικώς είναι ένα λειτουργικό αμινοξύ με αντιεπιληπτική δράση και ο επακριβής μηχανισμός της δράσης της στον άνθρωπο δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως.
Επί του παρόντος βρίσκονται σε εξέλιξη κλινικές δοκιμές για τη χρήση της λακοσαμίδης ως μονοθεραπείας για επιληπτικές κρίσεις μερικής έναρξης.[1] Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η λακοσαμίδη παρέχει πρόσθετη αξία σε σχέση με τα τρέχοντα αντιεπιληπτικά φάρμακα (AEDs) για τη θεραπεία των σπασμών μερικής έναρξης, αλλά μπορεί να προσφέρει ένα πλεονέκτημα ασφάλειας.[2]
Τα νεότερα φάρμακα τύπου AEDs, όπως η λακοσαμίδη, η βιγκαμπατρίνη, η φελμπαμάτη, η γκαμπαπεντίνη, η τιαγαμπίνη και η ρουφιναμίδη έχουν βρεθεί ότι είναι πιο ανεκτά και ασφαλέστερα από παλαιότερα φάρμακα όπως η καρβαμαζεπίνη, η φαινυτοΐνη και το βαλπροϊκό.[3]
Η λακοσαμίδη είναι γενικά καλά ανεκτή σε ενήλικες ασθενείς με επιληπτικές κρίσεις μερικής έναρξης.[4] Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που οδήγησαν συχνά σε διακοπή της ήταν ζάλη, αταξία, διπλωπία (διπλή όραση), νυσταγμός, ναυτία, ίλιγγος και υπνηλία. Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατηρήθηκαν σε τουλάχιστον 10% των ασθενών. [5] Λιγότερο συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν τρόμο, θολή όραση, έμετο και πονοκέφαλο.