Λατζιά

Λατζιά
Δέντρο λατζιάς στο Τρόοδος
Δέντρο λατζιάς στο Τρόοδος
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Φηγώδη (Fagales)
Οικογένεια: Φηγοειδή (Fagaceae)
Γένος: Δρυς (Quercus)
Είδος: Q. alnifolia
Διώνυμο
Δρυς η κληθρόφυλλος
(Quercus alnifolia)

Poech

Η λατζιά (επιστ. Δρυς η κληθρόφυλλος, Quercus alnifolia Poech) είναι ένα είδος αείφυλλης σκληρόφυλλης δρυός που φύεται στην Κύπρο. Η λατινική ονομασία οφείλεται στο σχήμα των φύλλων που μοιάζει με το αντίστοιχο της κλήθρας. Η Quercus alnifolia είναι ενδημικό φυτό της Κύπρου και η εξάπλωσή της περιορίζεται στα πυριγενή πετρώματα της οροσειράς του Τροόδους. Τον Φεβρουάριο του 2006, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Κύπρου, η λατζιά ανακηρύχθηκε σε εθνικό δέντρο της Κύπρου.[1]

Ταξινομικό καθεστώς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Quercus alnifolia ανήκει στο Τμήμα Cerris, όπως και οι πλείστες αείφυλλες μεσογειακές δρύες. Υβρίδια με το επίσης μεγογειακό αείφυλλο είδος Quercus coccifera ssp. calliprinos έχουν παρατηρηθεί και περιγραφεί[2].

Μορφολογική περιγραφή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λατζιά είναι πολύκλαδος θάμνος έως μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10 μέτρα. Έχει φύλλα απλά, πλατυσμένα ως κυκλικά, μήκους 1,5-6(-10) εκ. και πλάτους 1-5 (-8) εκ., με γυαλιστερή άνω επιφάνεια χρώματος σκούρου πράσινου και πυκνό χρυσό μέχρι καφετί τρίχωμα στην κάτω επιφάνεια, παρυφές οδοντωτές και νεύρα εμφανή στην κάτω επιφάνεια. Ο μίσχος είναι ισχυρός, μήκους 6-10 (-12) χιλιοστών, πιληματώδης. Τα άνθη είναι μονογενή - οι αρσενικοί ίουλοι σχηματίζουν απλωτές ή κρεμάμενες πρασινοκίτρινες ταξιανθίες στις άκρες των κλαδιών, τα δε θηλυκά άνθη εμφανίζονται μονήρη ή σε ομάδες των 2-3. Τα βαλανίδια είναι επιμήκη, πλατυσμένα στην κορυφή και συνήθως πιο στενά στη βάση, χρώματος καστανού, μήκους 2-2,5 εκ και πλάτους 0,8-1,2 εκ. με ξυλώδες ενδοκάρπιο και κύπελλο με έντονα περιεστραμμένα λέπια [3].

Περιοχή εξάπλωσης - Βιότοπος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Quercus alnifolia απαντάται στην οροσειρά του Τροόδους, όπου φύεται αποκλειστικά σε πυριγενή πετρώματα σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 400 ως 1800 μ. [4]. Καταλαμβάνει ξηρούς βιοτόπους μαζί με την τραχεία πεύκη (Pinus brutia) ή σχηματίζει αμιγείς συνηρεφείς θαμνώνες σε σχετικά υγρές τοποθεσίες δημιουργώντας βαθιά δασικά εδάφη [5].

Οικολογική σημασία και καθεστώς προστασίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λατζιά παίζει σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίση εδαφών και στην αποτροπή της διάβρωσης καθώς φύεται σε πετρώδεις πλαγιές. Εντός της περιοχής εξάπλωσής της, η Quercus alnifolia είναι το σημαντικότερο πλατύφυλλο είδος που σχηματίζει αμιγείς συστάδες, καθώς τα κυπριακά δάση κυριαρχούνται από την τραχεία πεύκη. Οι πυκνές συστάδες που σχηματίζει η Quercus alnifolia διαφοροποιούν σημαντικά τις συνθήκες υγρασίας επιτρέποντας τη δημιουργία ενδοχούμου (χούμος τύπου "mull") και ευνοώντας την ύπαρξη σκιανθεκτικών ποωδών φυτών.

Η λατζιά στην Κύπρο προστατεύεται άμεσα από το δασικό νόμο, ενώ ο οικότοπος "Θαμνώνες και χαμηλή βλάστηση της Quercus alnifolia (9310)" είναι οικότοπος προτεραιότητας της Ευρώπης (οδηγία 92/43/ΕΟΚ) [6]. Σημαντικές δασικές εκτάσεις κυριαρχούμενες από το είδος έχουν προταθεί για ένταξη στο δίκτυο Φύση 2000 (Natura 2000) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

  1. «Δηλώσεις του Αναπληρωτή Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Χριστόδουλου Πασιαρδή μετά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου». Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών. 1 Φεβρουαρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2007. 
  2. Neophytou, Ch.; Palli G., Aravanopoulos F.A. (2007). «Morphological differentiation and hybridization between Quercus alnifolia Poech and Quercus coccifera L. (Fagaceae) in Cyprus». Silvae Genetica 56 (6): 271-277. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-07-18. https://web.archive.org/web/20110718202452/http://www.bfafh.de/inst2/sg-pdf/56_6_271.pdf. Ανακτήθηκε στις 2008-03-01. 
  3. Meikle, R.D. (1985). Flora of Cyprus. London: Bentham Moxon Trust. σελίδες 1481–1482. ISBN 0-950487-63-5. 
  4. Merlo, Maurizio (2005). Valuing Mediterranean Forests: Towards Total Economic Value. CABI Publishing. σελ. 217. ISBN 0851994806. 
  5. Barbéro, M.; Quézel P. (1979). «Contribution à l’ étude des groupements forestiers de Chypre». Documents phytosociologiques (IV): 9-34. 
  6. «Council Directive 92/43/EEC of 21 May 1992 on the conservation of natural habitats and of wild fauna and flora». EUR-Lex. European Union law. 22 Ιουλίου 1992. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2008. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]