Λατινοκρατία (ή Φραγκοκρατία) έχει επικρατήσει να ονομάζεται η χρονική περίοδος της λατινικής κυριαρχίας στο Βυζάντιο και στην Ελληνική ανατολή, καθώς και στη σημερινή επικράτεια του σύγχρονου ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.
Σε αντίθεση με άλλες περιόδους ξενικής κυριαρχίας, όπως η Ρωμαιοκρατία ή Τουρκοκρατία, δεν παρουσιάζει καθολικότητα και πληρότητα, επειδή δεν είναι σταθερά για όλες τις περιοχές τα χρονολογικά όρια της έναρξης και του τέλους της, ενώ διαφορετική είναι και η καταγωγή των εγκατεστημένων ξένων στον ελληνικό χώρο[1].
Ιστορία της Ελλάδας |
---|
Η περίοδος 1204 έως 1566 ή ακόμα 1669 και 1797, ως ακρότατο όριο τερματισμού της Λατινοκρατίας στον ελληνικό χώρο χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία δυτικών κυριάρχων: Φράγκων/Βουργουνδών, Φλαμανδών, Γενουατών, Λομβαρδών, Βενετών, Καταλανών[2], Φλωρεντινών, Ναβαρραίων, Ιπποτών Ναϊτών ή Ιωαννιτών. Όλοι αυτοί είχαν ως κοινό πολιτιστικό χαρακτηριστικό την πολιτισμική-θρησκευτική τους ταυτότητα: όλοι ήταν Λατίνοι, οπαδοί της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και αναγνώριζαν τον Πάπα της Ρώμης ως ανώτατο θρησκευτικό και πνευματικό τους ηγέτη[3]. Στις πηγές το όνομα Λατίνος προσδιορίζει γενικά τον μεσαιωνικό δυτικό άνθρωπο, ανεξαρτήτως εθνικής υπόστασης, ενώ το όνομα Φράγκος ταυτίζεται με το Λατίνος και δηλώνει τον Δυτικοευρωπαίο. Τέλος το Φράγκος καταλήγει να δηλώνει τον γαλλόφωνο ή τον γαλλικής καταγωγής δυτικό[4][5]. Ο όρος Φραγκοκρατία επικράτησε στην ελληνική βιβλιογραφία μετά τον Κάρολο Χοπφ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τον Ουίλιαμ Μίλλερ κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Και οι δύο έδωσαν έμφαση στον όρο Φραγκοκρατία, αν και η επικράτηση του όρου αυτού στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία σχετίζεται λιγότερο με το συνθετικό έργο του Χοπφ, το οποίο ποτέ δεν μεταφράστηκε στα ελληνικά και θα μπορούσε να επηρεάσει μόνο εξειδικευμένο ερευνητικό κοινό. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος τον χρησιμοποίησε ευρέως και τον Χοπφ και τον όρο Φραγκοκρατία[6]. Ο όρος Φραγκοκρατία είναι περιοριστικός σχετικά με τον ευρύτερο Λατινοκρατία, ευρύτερο από άποψη πολιτισμικο-θρησκευτικού περιεχομένου[7].
Η πρώτη γνωστή μακροπρόθεσμη λατινική κυριαρχία επί ελληνικών (βυζαντινών) κτήσεων είναι αυτή στην Κύπρο, από το 1191 και εξής. Άλλες διαδοχικά είναι οι εξής:
Οι δυτικοί κατακτητές της Κωνσταντινούπολης προχώρησαν στον διαμερισμό των προηγούμενων εδαφών της Αυτοκρατορίας μεταξύ τους με μαθηματική ακρίβεια: Ένα τέταρτο κατανεμήθηκε στον Αυτοκράτορα, τρία όγδοα δόθηκαν στη Βενετία ως αμοιβή για τη μεταφορά, τις προμήθειες και τη ναυτική υποστήριξη και τα υπόλοιπα τρία όγδοα επρόκειτο να διανεμηθούν μεταξύ των Λατίνων ιπποτών ως τιμάρια. Η ίδια η Κωνσταντινούπολη μοιράστηκε εξίσου μεταξύ του Αυτοκράτορα και των Βενετών. Στην πραγματικότητα οι Λατίνοι δεν ήλεγχαν ολόκληρη την περιοχή που διεκδικούσαν, επειδή υπήρχαν θύλακες αντίστασης με επικεφαλής βυζαντινούς ή τοπικούς αξιωματούχους[8].
Τα αίτια εξάπλωσης και υποδοχής των Λατίνων ήταν διάφορα: η επιθυμία συμβιβασμών ή η σκοπιμότητα για αποφυγή καταστροφών ή άσκοπων θυσιών, η αδράνεια ή δράση κάποιων τοπικών αρχόντων. Επίσης οι αντιθέσεις μεταξύ των φορέων της συγκεντρωτικής εξουσίας και της φεουδαρχικής αριστοκρατίας, που η μεταξύ τους αναμέτρηση υπονόμευε κάθε αποτελεσματική αντίσταση. Τέλος η οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση των πληθυσμών, η διοικητική καταπίεση και η βαριά φορολόγησή τους καθόριζε τη στάση των μαζών[9].
Από την πρώτη επίσημη και καταγεγραμμένη μοιρασιά το φθινόπωρο του 1204 μ.Χ. προέκυψαν 2 μεγάλες σφαίρες επιρροής: των Ενετών, που αποδείχτηκε η μακροβιότερη και διέθετε την αόρατη συνοχή του εμπορίου, και των Φράγκων, που όμως ήταν κατακερματισμένοι και δίχως ουσιαστικά πολιτική στήριξη από τις πατρίδες τους.
Συγκεκριμένα η αρχική μοιρασιά προέβλεπε οι Ενετοί να πάρουν περίπου το 3/8 της επικράτειας των Βυζαντινών (τα οποία παρέμειναν σταθερά στα χέρια τους και επαυξήθηκαν) ενώ οι ηγέτες της Σταυροφορίας θα μοιραζόταν τα υπόλοιπα 5/8. Έτσι η πρώτη διανομή δημιούργησε τη Λατινική Αυτοκρατορία των Φράγκων και ένα μεγάλο και σχετικά ενιαίο ναυτικό κράτος (των Ενετών) σε νησιά, λιμάνια και παράλια. Η Λατινική Αυτοκρατορία όμως για λόγους πολιτικών ισορροπιών[α] μεταξύ των δυσαρεστημένων ηγετών της Δ΄ Σταυροφορίας, αν και περιλάμβανε την Ελλάδα, τελικά αποκόπηκε από αυτήν. Ο λόγος ήταν πως η Ελλάδα αποφασίστηκε να ανήκει στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, ηγέτης του οποίου ορίστηκε ο δυσαρεστημένος Βονιφάτιος που επέμεινε να μην τον λένε μαρκήσιο, αλλά βασιλιά. Και καθώς οι πολιτικές ισορροπίες αλλά και οι πολιτικές ανάγκες πίεζαν τους νέους ηγέτες, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, δηλαδή η Ελλάδα, κατατμήθηκε ακόμα περισσότερο και ουσιαστικά αποσυνδέθηκε από τη νεοσύστατη Λατινική αυτοκρατορία.
Σε κομμάτια όμως χωρίστηκαν ακόμη και πόλεις με βασικό κριτήριο το τι εξυπηρετούσε τους Ενετούς. Για παράδειγμα, αρχικά είχαν πάρει τη μισή χερσόνησο της Καλλιπόλεως, από την οποία αποχώρησαν το 1206 και παράλληλα είχαν κρατήσει περίπου τα 3/8 σχεδόν σε όλες τις σημαντικές πόλεις και όλα τα λιμάνια, δημιουργώντας παντού «τομείς» στις κεντρικές αγορές.
Αυτοκράτορας στέφθηκε ο Φράγκος Βαλδουίνος Θ' της Φλάνδρας, που προωθήθηκε ουσιαστικά στη θέση αυτή από τον γηραιότατο δόγη της Βενετίας Ερρίκο Δάνδολο, παρότι ήταν μόλις 32 ετών -ή ίσως και γι' αυτό ακριβώς. Στόχος των Ενετών[10] ήταν να έχουν αυτοκράτορα, στη πραγματικότητα Αρμοστή.
Εξαρχής αποδείχτηκε ότι επέλεξαν σωστά, γιατί η «Λατινική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας» πήρε στην ουσία το μικρότερο μερίδιο και ο αυτοκράτοράς της έπρεπε να πεισθεί ότι αυτά ήταν εκείνα που του αναλογούσαν και να φανεί διαλλακτικός. Στην αυτοκρατορία του ορίστηκε να ανήκει η σημερινή Ευρωπαϊκή Τουρκία, ορισμένες περιοχές της βόρειας Μικράς Ασίας που όμως ήταν πολύ δύσκολο να ελέγξει καθώς εκεί ορθωνόταν η μεγαλύτερη αντίσταση των Βυζαντινών και τα νησιά Σαμοθράκη, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Λήμνος και Κως.
Ο Βαλδουίνος σκοτώθηκε ένα χρόνο αργότερα πολεμώντας τους Βουλγάρους. Τελικά η εγκάθετη αυτοκρατορία του επιβίωσε μέχρι το 1261, οπότε και καταλύθηκε από την ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας.
Στον περίπου μισό αιώνα της ζωής της, η επίσημη ονομασία που της έδιναν οι υπερασπιστές της ήταν Imperium Romaniae.
Αυτό το Βασίλειο δόθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό που νόμιζε μέχρι τότε ότι ως ηγέτης της Σταυροφορίας θα γινόταν αυτοκράτορας -αντ' αυτού του έδωσαν ένα τμήμα της αυτοκρατορίας, δηλαδή τη σημερινή Ελλάδα. Θα είχε αυξημένη αυτονομία, πλην όμως τυπικά θα υπαγόταν στο Λατίνο αυτοκράτορα. Υπάρχει μάλιστα πιθανότητα να μην του επιτράπηκε επισήμως να κάνει ποτέ χρήση του τίτλου «βασιλέας». Ο δόγης της Βενετίας δεν θέλησε να τον στηρίξει σαν υποψήφιο για αυτοκράτορα μάλλον επειδή τον έβρισκε πολύ δυναμικό. Επίσημη δικαιολογία των Ενετών ήταν πως είχε συγγενικούς δεσμούς με τους εκδιωχθέντες Βυζαντινούς (στενός συγγενής του είχε παντρευτεί μέλος της οικογένειας του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκ Β' Αγγέλου) και κατά συνέπεια δεν ήταν σώφρον να αποτελεί εκείνος τη διάδοχη κατάσταση. Όμως ούτε τη Θεσσαλονίκη ουσιαστικά του χάρισαν, γιατί χρειάστηκε να πολεμήσει για να την κατακτήσει, κάτι που κατάφερε πάντως γρήγορα. Παρά λίγο μάλιστα να γίνει και εμφύλιος, γιατί ήγειρε αξιώσεις στη Θεσσαλονίκη και ο αυτοκράτορας. Με τη μεσολάβηση των Βενετών και ανταλλάγματα σε λωρίδες γης, ο Βαλδουΐνος αποδέχτηκε τα σχεδόν αποκλειστικά δικαιώματα του Βονιφάτιου στη Θεσσαλονίκη. Και αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας Βουλγάρους -το 1207. Εναντίον του βασιλείου της Θεσσαλονίκης πολέμησε ο Λέων Σγουρός, μια ενδιαφέρουσα, αλλά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που ηγείτο του Ναυπλίου, της Κορίνθου και του Άργους. Ο Σγουρός δεν κατάφερε κάτι, αλλά κατάφερε ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος. Αυτός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη το 1224. Την κράτησε μέχρι το 1246, οπότε αυτή ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία της Νίκαιας και μετά το 1261 στη σχετικά αναγεννημένη βυζαντινή αυτοκρατορία. Στη Θεσσαλονίκη υπαγόταν και η Κρήτη, αλλά ο Βονιφάτιος την είχε ήδη πουλήσει από το 1205 στους Ενετούς (πιθανόν και να την εκχώρησε δωρεάν), με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους σε ζητήματα αυτονομίας προς τον Λατίνο αυτοκράτορα ή άλλα εδαφικά ζητήματα που αντιμετώπιζε.
Στο βασίλειο του Βονιφάτιου ανήκαν και εδάφη που δεν μπόρεσαν να πάρουν οι Βυζαντινοί Δέσποτες. Ανάμεσά τους ήταν:
Αυτό περιλάμβανε αρχικά την Αθήνα και τη Θήβα, πιθανόν και το Άργος. Ήταν από τις περιοχές που ο Βονιφάτιος έπρεπε να δώσει μάχη για να κυριεύσει, όπως ήταν και η Εύβοια και η Πελοπόννησος. Για κάθε σπιθαμή γης που έπαιρνε στα χέρια του, ακόμα και αμαχητί, έπρεπε να ανταμείβει εκείνους που τον είχαν συνδράμει στρατιωτικά. Επειδή στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του τον είχε βοηθήσει ο Φράγκος σταυροφόρος Όθων ντε Λα Ρος, ως ανταμοιβή του έδωσε τον τίτλο του δούκα ή του κυρίου (αυθέντου) -ο ίδιος συστηνόταν ως Μέγας Κύρης των Αθηνών. Το δουκάτο των Αθηνών αρχικά υπαγόταν στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης αλλά μετά την κατάλυση αυτού, «μεταφέρθηκε» στη δικαιοδοσία του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Το 1311 Καταλανοί μισθοφόροι νίκησαν τους Φράγκους δούκες των Αθηνών και ίδρυσαν καταλανικό κράτος που επιβίωσε περίπου 80 χρόνια -μέχρι το 1388. Τότε οι Καταλανοί νικήθηκαν από τους Ατσαγιόλι της Φλωρεντίας. Οι τελευταίοι κράτησαν το δουκάτο 70 χρόνια μέχρι την Τουρκοκρατία και, πιο συγκεκριμένα, ως το 1460[11].
Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας ήταν ένα κρατίδιο που δημιουργήθηκε από τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη κατά την Δ' Σταυροφορία (1205-1210) στα εδάφη της Πελοποννήσου (Μορέα), τα οποία μοιράστηκαν ως φέουδα μεταξύ των Φράγκων Σταυροφόρων.
Ήταν ένα δυνατό κρατίδιο, κάτω από την κυριαρχία των Φράγκων, αρχικά υπό την εξουσία του Γουλιέλμου Σαμπλίτη και στη συνέχεια των Βιλλεαρδουίνων. Η κατάσταση του πριγκιπάτου άλλαξε πάλι πολλές φορές μέχρι το 1452, οπότε και επανήλθε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπό τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, μετέπειτα αυτοκράτορα του Βυζαντίου, για να περάσει μετά από λίγο στους Οθωμανούς Τούρκους. Πρωτεύουσα του πριγκιπάτου ήταν η Ανδραβίδα. Κύριο λιμάνι του ήταν η Γλαρέντζα ή Clarence (στη θέση Παλαιόκαστρο, δυτικά της σημερινής Κυλλήνης) και ένα σημαντικό του κάστρο ήταν το Χλεμούτσι ή Clermont λίγο πιο νότια.
Η Τριαρχία της Εύβοιας, η Κρήτη, το Δουκάτο του Αιγαίου, τα τμήματα/συνοικίες στα λιμάνια, ορισμένα νησιά στο Ιόνιο, τα Κύθηρα, η Ενετική Κύπρος κά.
Τα Βυζαντινά κρατίδια που ιδρύθηκαν την περίοδο αυτή δημιουργούνται ως αποτέλεσμα κεντρόφυγων τάσεων της βυζαντινής φεουδαρχικής αριστοκρατίας και της ενίσχυσής τους από την παρεμβολή των λατινικών φεουδαρχικών κρατών μέσα στον πρώην ενιαίο χώρο της Αυτοκρατορίας[12]. Επίσης οι μεταξύ των Σταυροφόρων αντιθέσεις συνέβαλαν στη δημιουργία των Βυζαντινών κρατών[13].
Με τη δημιουργία Λατινικών κρατιδίων αποδιοργανώνεται ο ακμαίος εκκλησιαστικός βίος. Η εχθρική πολιτική των κατακτητών έναντι της τοπικής ορθόδοξης ιεραρχίας και του λαού εκφραζόταν με τη βίαιη εγκαθίδρυση λατινικής ιεραρχίας, η οποία με καταπιεστικά μέσα επεδίωκε την υποταγή στον Πάπα. Ορθόδοξοι αρχιερείς εγκαταλείπουν τις Μητροπόλεις και επισκοπές τους: ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καταφεύγει στη Νίκαια και άλλοι σε άλλους τόπους, ναοί και μοναστήρια λεηλατούνται ή παραχωρούνται στη λατινική ιεραρχία, ενώ σημαντικές κτήσεις δίδονται σε Ιπποτικά τάγματα. Η Ρώμη υπάγει στο λατίνο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τις λατινικές Αρχιεπισκοπές Κορίνθου, Θεσσαλονίκης, Αθηνών, Πατρών, Λαρίσης, Θηβών και Νέων Πατρών (Υπάτης). Επιβλήθηκε η φορολογία της δεκάτης και η λατινική ομολογία πίστης της Ραβεννίκης[14]. Η διασπορά των λατινικών κτήσεων και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός υπονόμευαν την όποιας μορφής ενεργοποίηση της Ορθόδοξης Ιεραρχίας[15]. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (1223) ελάφρυνε γενικότερα τη σκληρότητα της πολιτικής των Λατίνων, όπως αποτυπώθηκε στην απόφαση της δεύτερης συνόδου της Ραβεννίκης (1223), η οποία αναγνώρισε ορισμένα προνόμια στον Ορθόδοξο κλήρο: μη φυλάκιση των Ελλήνων ιερέων αν δεν κατέβαλαν τους φόρους τους, καταδίκη κοσμικών λατίνων αρχόντων από λατινικές εκκλησιαστικές αρχές λόγω αυθαιρεσιών σε βάρος του ορθόδοξου κλήρου[16]. Ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας διεκδίκησε ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Εκκλησία, αλλά ναυάγησε λόγω της συρρίκνωσης των εδαφών του κρατιδίου από τους Βούλγαρους[17]. Η παρουσία ελληνικών κρατιδίων στην ηπειρωτική Ελλάδα και η ανάκαμψή τους συνέβαλε στη σταδιακή αποκατάσταση της ορθόδοξης ιεραρχίας και των περιορισμό της δραστηριότητας των λατίνων Αρχιεπισκόπων. Όπου όμως διατηρήθηκε η λατινική κατοχή (Κρήτη, Μεθώνη, Κορώνη) η σκληρή πολιτική σε βάρος της ορθόδοξης ιεραρχίας συνεχίστηκε: χαρακτηριστικά σε ολόκληρη την Κρήτη δεν υπήρχε ορθόδοξος Επίσκοπος και οι ενετικές αρχές εμπόδιζαν την αποστολή τέτοιου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή από τη Μητρόπολη Μονεμβασίας[18], καθώς μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο ορθόδοξος κλήρος αποτελούσε όργανο των Οθωμανών. Η Φραγκοκρατία στην Κύπρο συνδέθηκε με την επιβολή της λατινικής ιεραρχίας, κάτι που ερχόταν ως αντάλλαγμα στην επιδίωξη, εκ μέρους του λατινικού βασιλείου της Κύπρου, της παπικής αναγνώρισης. Τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν παραχωρήσεις εκτάσεων και επιβολή της δεκάτης, ο περιορισμός της ορθόδοξης ιεραρχίας και του μοναχισμού αριθμητικά (14 επίσκοποι σε 4) και γεωγραφικά-τοπικά.[19] Στην Κύπρο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (1489-1571) το νομικό καθεστώς της Εκκλησίας δεν βελτιώθηκε και οι αντιδράσεις του Ορθόδοξου κλήρου και λαού συνεχίστηκαν αμείωτες, όπως φαίνεται από τα γεγονότα της άλωσης της Λεμεσού από τους Τούρκους. Η πολιτική της Βενετίας ήταν μετριοπαθέστερη και διευκόλυνε την Ορθόδοξη Εκκλησία στη δυναμική ανάκτηση πολλών από τις χαμένες ελευθερίες της προηγούμενης περιόδου.[20] Στα Ενετοκρατούμενα Επτάνησα εγκαταστάθηκε Λατινικό ιερατείο, υφαρπάχθηκε η εκκλησιαστική περιουσία των Ορθοδόξων, ενώ επιβλήθηκε η δεκάτη για τη συντήρηση του λατινικού κλήρου. Ο προσηλυτισμός γινόταν με σεμινάρια, αναβαπτισμούς και εξαναγκασμό στην τέλεση άλλων λατινότροπων μυστηρίων και ιερών ακολουθιών[21][22].
Η στροφή της ιστοριογραφίας που προκάλεσε ο Ρομαντισμός στη μελέτη ιστορικών πεδίων που ενδιέφεραν στενά τη Δύση, όπως η Λατινική Ανατολή, η Λατινοκρατία, η Φραγκοκρατία, προώθησαν αρκετά την έρευνα[23]. Από τις αρχές του 19ου αιώνα εκδηλώνονται οι πρώτες έρευνες της ιστορικής αυτής περιόδου. Τα πλούσια ιστορικά αρχεία στα Επτάνησα αποτελούν σημαντικό πεδίο ερευνών για τους ιστοριοδίφες της περιόδου: Ανδρέας Μουτσοξύδης, E. Λούντζης, Π. Χιώτης είναι οι πρώτοι σκαπανείς της μελέτης αυτής της περιόδου. Ο Μ. Βερνάρδος εκδίδει κάποιες αρχειακές πηγές από τη Βενετία σχετικά με τη Λατινοκρατούμενη Κρήτη, χωρίς όμως συνέχεια. Ο Κωνσταντίνος Σάθας πραγματοποιεί συστηματικές μελέτες στα Βενετικά αρχεία σχετικά με την περίοδο αυτή.
Ο 19ος αιώνας συνδέεται με την έκδοση corpus χειρογράφων και από ξένους ερευνητές: G. L. Fr. Tafel, G. M. Thomas, Vl. Lamansky, Fr. Miklosich, Ios Müller, G. Pojago, L. de Mas Latrie. Τότε εμφανίζονται και οι πρώτες συνθετικές απόπειρες ιστοριογραφικών μελετών για τη λατινοκρατία σε διάφορες περιοχές του Ελλαδικού χώρου: ο L. von Ranke δημοσιεύει άρθρο στο περιοδικό Geschichte des Osmanischen Reiches (1856) αναφερόμενο στη ενετοκρατούμενη Κρήτη[24]. Η Κρήτη θα αποτελέσει πεδίο έρευνας χάρη σε δυο θεμελιώδεις μελέτες που εκδόθηκαν στα τέλη του 19ου αι. Πρόκειται για το βιβλίο του H. Noiret, στο οποίο δημοσιευόταν βενετικά έγγραφα των ετών 1385 – 1485. Ανάλογης σπουδαιότητας είναι η μονογραφία του Γερμανού βυζαντινολόγου E. Gerland, με την οποία για πρώτη φορά έγινε γνωστή στο επιστημονικό κοινό η ύπαρξη στο Κρατικό Αρχείο της Βενετίας της αρχειακής σειράς του Δούκα της Κρήτης (Duca di Candia)[25]. Ο 20ος αιώνας εισέρχεται με την εργασία του W. Miller, The Latins in the Levant. A history of Frankish Greece (1204 – 1566), Λονδίνο 1908[26]. Τοπικοί λόγιοι, όπως ο Σπ. Δε Βιάζης, ο Λ. Zώης στη Zάκυνθο, ο Ηλ. Τσιτσέλης στην Κεφαλονιά, ο Λ. Σ. Βροκίνης και ο Λ. Βελέλης στην Κέρκυρα, ο Σπ. Βλαντής στη Λευκάδα, χρησιμοποιούν το αρχειακό υλικό για τη σύνταξη των μελετών τους. Στις Κυκλάδες ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του Περικλή Ζερλέντη[27] και του Τρ. Ευαγγελίδη. Ο Στέφανος Ξανθουδίδης και ο Giuseppe Gerola είναι δύο ακόμα ερευνητές της περιόδου. Ο δεύτερος κατάρτισε ένα συνολικό πρόγραμμα καταγραφής των δυτικών μνημείων της Ανατολής. Για την επιτυχία του σχεδίου του, ταξίδεψε επανειλημμένα στην περιοχή: Οι μελέτες του για τα μνημεία αρκετών νησιών της Επτανήσου (Kέρκυρας και Κεφαλονιάς), των Κυκλάδων (Σερίφου, Kύθνου και Τζιάς κυρίως), Πελοποννήσου (Ναυπλίου κυρίως) είναι σημαντικές ακόμα και σήμερα. Σημαντική είναι η συμβολή των, Ιταλών κυρίως, ερευνητών (G. B. Cervellini, C. Manfroni, F. Nani Mocenigo, P. Molmenti, N. Papadopoli Adobrandini, G. Scafini και η Eva Tea) που θα συντάξουν αξιόλογες μελέτες τα επόμενα χρόνια. Πολλά σχετικά άρθρα δημοσιεύονται στα βενετικά επιστημονικά περιοδικά Archivio Veneto, Ateneo Veneto και Atti del Istituto Veneto di Scienze Lettere ed Arti[25]. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπ. Λάμπρος, έπειτα από συνεννόηση με το Σύμβουλο της Παιδείας Αντ. Βορεάδη, συνέταξε νομοσχέδιο για την ανάγκη διερεύνησης του Κρατικού Αρχείου Βενετίας. Δεν υπήρξε ωστόσο συνέχεια, καθώς το νομοσχέδιο δεν εγκρίθηκε από την Κρητική Βουλή, εξαιτίας κυρίως της έλλειψης οικονομικών πόρων. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. αρχίζουν τα πρώτα σχετικά δημοσιεύματα σε ελληνικά περιοδικά: Nέος Ελληνομνήμων, Αθηνά, Εστία, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Παρνασσός. Η περίοδος προσεγγίστηκε και μέσω άλλων επιστημών. Ο καθηγητής της Δημόσιας Οικονομίας και Στατιστικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών A. M. Ανδρεάδης τυπώνει το δίτομο έργο του για τα ενετοκρατούμενα Επτάνησα [28] και ο καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών A. Γ. Μομφερράτος για τη Μεθώνη και την Κορώνη. Το 1920, τα αρχεία της Βενετίας προσελκύουν εκ νέου το ενδιαφέρον της Ελληνικής επιστημονικής κοινότητας και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου Ιωάννης Καλιτσουνάκης υπέβαλε στον τότε πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο την πρόταση διερεύνησης των αρχείων της Βενετίας με στόχο τον εντοπισμό υλικού που αφορούσε την Κρήτη. Πρότεινε, μάλιστα, μεταξύ άλλων, την αποστολή στην πόλη ειδικών επιστημόνων. Η πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα ματαίωσαν κάθε σχέδιο[25].
Η περίοδος της Φραγκοκρατίας έχει μεγάλη σημασία για ιστορικούς της ελληνικής εθνικιστικής ιστοριογραφικής σχολής, όπως ο Απόστολος Βακαλόπουλος. Η απώλεια της Κωνσταντινούπολης θεωρείται καταλύτης για την απομάκρυνση από τον Ρωμαϊκό αυτοκρατορικό οικουμενισμό, τον προσανατολισμό προς τον εθνικισμό και την εστίαση στις ιστορικές ελληνικές χώρες, ενώ η προτίμηση από συγγραφείς της περιόδου της ονομασίας «Έλληνες» αντί της επικρατούσας έως τότε «Ρωμαίοι» θεωρείται ότι αποδεικνύει τη συνέχεια του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού.[29]
Η δημιουργία των λατινικών κρατιδίων αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα στον πόλεμο κατά του Ισλάμ και στην παρεχόμενη βοήθεια προς τους Αγίους Τόπους, αλλά και ένα σημαντικό πείραμα για «την κατάκτηση και τον εποικισμό χωρών που διέθεταν πλούσια πολιτιστική κληρονομία»[30] Η Λατινική κατάκτηση αποτελεί σημαντικό σταθμό για την εξέλιξη του ελληνικού χώρου. Ο κατακερματισμός της κεντρικής εξουσίας μέσα στον χώρο οδήγησε στη μεγαλύτερη και εντονότερη φεουδαρχοποίηση παντού[31]. Τα κράτη που ίδρυσαν οι Λατίνοι ιδρύθηκαν βάσει φεουδαρχικών προτύπων και όπου ήταν δυνατόν εισήγαγαν δυτικούς θεσμούς[32]. Μία από τις σημαντικότερες συνέπειες της Λατινικής κατάκτησης ήταν η εδραίωση της οικονομικής παρουσίας και η απαρχή της οικονομικής κυριαρχίας των Ιταλών εμπόρων στον ελλαδικό χώρο. Οι συνθήκες διεξαγωγής του ιταλικού εμπορίου στην ύστερη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία είναι διαφορετικές, λόγω της άμεσης κυριαρχίας των Βενετών σε ολόκληρες περιοχές του παλαιού Ρωμαϊκού κράτους, δηλαδή δεν τελούσαν υπό τον έλεγχο του Ρωμαϊκού (Βυζαντινού) κράτους.[33] Το πιο σημαντικό κατάλοιπο της Λατινοκρατίας είναι η ύπαρξη ρωμαιοκαθολικών κοινοτήτων στα Κυκλαδονήσια.[34]
Στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα σημειώνεται ύφεση ποσοτική έργων, χωρίς να παρατηρείται παύση. Η παγίωση της νέας κατάστασης με συνεπαγόμενη την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και με ανοικτές τις επικοινωνίες συνέβαλαν στην προοδευτική αύξηση των διακοσμήσεων. Επίσης δεν έπαιξαν μικρό ρόλο και και όσα συνέβησαν σε εκκλησιαστικό και πολιτικό πεδίο, κυρίως με το εγχείρημα του Μιχαήλ Η΄Παλαιολόγου για την ένωση των Εκκλησιών στη Σύνοδο της Λυών. Η ανάπτυξη των τεχνών στη διάρκεια της Λατινοκρατίας συνδέεται και με την αυτογνωσία των Ελλήνων, που προσλαμβάνει χαρακτήρα αντίστασης στο λατινικό στοιχείο σε ό,τι αφορά την τήρηση των πατρώων. Αυτή η αντίσταση εκδηλωνόταν στη διακόσμηση των εκκλησιών με τοιχογραφίες, των οποίων η εικονογράφηση συνιστά ομφάλιο λώρο με το βυζαντινό παρελθόν και προβάλει τη θρησκευτική ομοψυχία των ελληνικών πληθυσμών των υπό λατινική κατοχή περιοχών.[35] Παρόλα αυτά, η Φραγκική επιρροή κυρίως στην αρχιτεκτονική των σπιτιών της Πελοποννήσου και του μεγαλύτερου μέρους της Στερεάς Ελλάδας είναι ξεκάθαρη, και διακρίνει αυτές τις δύο περιοχές από τη Βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία, Θεσσαλία, Θράκη και Ήπειρο) στις οποίες επικρατεί η Οθωμανική και Βυζαντινή αρχιτεκτονική. Στη Ενετοκρατούμενη Κρήτη από τον 14ο αιώνα είναι ευρέως διαδεδομένο το σπασμένο οξυκόρυφο τόξο ενώ στις εξωτερικές όψεις τα ανάγλυφα θυρώματα αντιγράφουν τον υστερογοτθικό ρυθμό.[36] Ως προς τη ζωγραφική στην Κρήτη οι επιρροές είναι εικονογραφικές και ύφους, ενδυματολγικές και μόδας[37] Η λατινική κατοχή στα Ενετοκρατούμενα Επτάνησα επέδρασε στην αρχιτεκτονική και στην εσωτερική διακόσμηση των ορθόδοξων ναών της περιοχής: αλτάρια, ημίγλυφος Εσταυρωμένος,ικρία, επιτάφιοι.[38] Η περίοδος της Λατινοκρατίας είναι αυτή κατά την οποία νέες τεχνικές στην παραγωγή ζωγραφικών έργων έρχονται στον λατινοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Μια τέτοια είναι του διάτρητου ανθιβόλου[39]. Πρακτική αρκετά διαδεδομένη στα εργαστήρια των Ιταλών Αναγεννησιακών ζωγράφων, που θα φτάσει δια μέσου της Κρήτης στον ελλαδικό χώρο: η μαζική παραγωγή των εικόνων και η λόγω αυτής ανάγκη τυποποίησής τους, αλλά και η καθιέρωση εικονογραφικών θεμάτων που θα αντιγράφονται κατά γράμμα ενισχύουν τη χρήση της τεχνικής αυτής.[40]
Ο κατακερματισμός της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας προκάλεσε προβλήματα στην επικοινωνία και οδήγησε σταδιακά στη διάσπαση της Κοινής σε διαλέκτους. Επίσης το κύρος της λόγιας γλώσσας ελαττώθηκε, επειδή οι Φράγκοι χρησιμοποίησαν ως γλώσσα της διοίκησης, στις περιοχές που είχαν κατακτήσει, τη γλώσσα του απλού λαού.[41] Λατινικές δάνειες λέξεις κατέκλυσαν τη γλώσσα: οι ιταλικές λέξεις είναι οι συχνότερες. Οι λέξεις από τις περιφερειακές διαλέκτους της ιταλικής, όπως τα βενετσιάνικα, είναι οι συχνότερες. Ακολουθούν σε συχνότητα οι γαλλικές και τέλος πολύ μικρή διάσπαρτη ποσότητα λέξεων από τα Προβηγκιανά, Καταλανικά, Ισπανικά κ.α. Το λεξιλόγιο του φεουδαρχικού δικαίου και της κατοχής ιδιοκτησίας είναι κυρίως γαλλικό, ενώ το λεξιλόγιο του εμπορίου και της ναυτιλίας ιταλικό[42].
Τα αποτελέσματα της γλωσσικής επικοινωνίας μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων εμφανίζονται σε τοπωνύμια και περιορισμένως σε ανθρωπονύμια. Τα φραγκικά τοπωνύμια του ελληνικού χώρου συνιστούν την πιο σημαντική γλωσσική επίδραση που άσκησαν οι Φράγκοι: Μπελβεντέρε < Belvedere = Καλλιθέα, Καλοσκόπι. Μαλεβίζι < Malvezino = κακός γείτονας. Φράγκικης προέλευσης είναι τα βαφτιστικά Ανέζα (Agnes), Αμαλία (Amalie), Φλόρα (Flora), Μαργαρίτα (Margheritte), Λοΐζος (Loys), Στίνης (Estienne, Etienne). Επίσης λέξεις όπως αμαντίζω < amendrer = βελτιώνω, ασεντζίζω < assiger = πολιορκώ, ρόι, ρήγας < roy = βασιλιάς, ροΐνα, ρήγαινα < reine είναι γαλλικής προέλευσης. [43] Πολλές λατινικές λέξεις, κυρίως στρατιωτικοί όροι και όροι φεουδαρχικού δικαίου, ριζώνουν στην Ελληνική γλώσσα μετά και από φωνητικές αλλαγές και σημασιολογικές εξειδικεύσεις όπως : φουσσάτο < fossatum castrum ή πρίγκηπας < princeps. [44] Επιδράσεις έχουμε και στα βαπτιστικά ονόματα: Ιερώνυμος, Βαλεντίνος, Γάσπαρης, Γερώνυμος, Λοΐζος, Μπατής, Πασχάλης και Φενδερίκος.[45]
Η Λατινική κατοχή υπήρξε δυναμικός συντελεστής προς στην κατεύθυνση για την περαιτέρω ανάπτυξη της ελληνικής εθνικής συνείδησης, που μέχρι τότε ήταν δυσδιάκριτη μέσα στα πλαίσια της πολυεθνικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας. Πολλοί συγγραφείς αναγνωρίζουν ως αφετηρία του νέου Ελληνισμού την αρχή του 13ου αιώνα και ειδικά το έτος της Α΄ Άλωσης, το 1204. Τότε εντοπίζουν μιαν αφύπνιση του ελληνικού στοιχείου και μιαν ανάπτυξη του πατριωτισμού του[46]. Έτσι οι Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος Άμαντος, Ιωάννης Βογιατζίδης και μέχρι τους νεώτερους, όπως ο Απόστολος Βακαλόπουλος δέχονται ως συμβατική αφετηρία του Νέου Ελληνισμού το 1204 και την έναρξη της περιόδου της Λατινοκρατίας.[47]