Λαυρικό οξύ | |||
---|---|---|---|
Γενικά | |||
Όνομα IUPAC | Δωδεκανικό οξύ | ||
Άλλες ονομασίες | Λαυρικό οξύ, Δωδεκυλικό οξύ, Δωδεκοϊκό οξύ, Λαυροστεαρικό οξύ, Βουλβικό οξύ, 1-Δωδεκανοκαρβοξυλικό οξύ, Δυοδεκυλικό οξύ, Δαφνικό οξύ | ||
Χημικά αναγνωριστικά | |||
Χημικός τύπος | C12H24O2 | ||
Μοριακή μάζα | 200,322 amu | ||
Σύντομος συντακτικός τύπος |
CH3(CH2)10COOH | ||
Αριθμός CAS | 143-07-7 | ||
SMILES | CCCCCCCCCCCC(=O)O | ||
InChI | 1S/C12H24O2/c1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12(13)14/h2-11H2,1H3,(H,13,14) | ||
Αριθμός EINECS | 205-582-1 | ||
Αριθμός UN | 1160N9NU9U | ||
PubChem CID | 3893 | ||
ChemSpider ID | 3756 | ||
Ισομέρεια | |||
Ισομερή θέσης | >100 | ||
Φυσικές ιδιότητες | |||
Σημείο τήξης | 43,8 °C | ||
Σημείο βρασμού | 297,9 °C | ||
Πυκνότητα | 1.007 kgr/m3 (24 °C)
874,4 kgr/m3 (41,5 °C) 867.9 kgr/m3 (50 °C) | ||
Διαλυτότητα στο νερό |
37 gr/m3 (0 °C)
55 gr/m3 (20 °C) 63 gr/m3 (30 °C) 72 gr/m3 (45 °C) 83 gr/m3 (100 °C) | ||
Διαλυτότητα σε άλλους διαλύτες |
διαλυτό σε μεθανόλη, προπανόνη, αιθανικός αιθυλεστέρας, τολουόλιο | ||
Ιξώδες | 6,88 cP (50 °C)
5,37 cP (60 °C) | ||
Δείκτης διάθλασης , nD |
1,423 (70 °C)
1,4183 (82 °C) | ||
Εμφάνιση | Λευκή σκόνη | ||
Χημικές ιδιότητες | |||
pKa | 5,3 (20 °C) | ||
Ελάχιστη θερμοκρασία ανάφλεξης |
113 °C | ||
Επικινδυνότητα | |||
Επικίνδυνο | |||
Κίνδυνοι κατά NFPA 704 |
|||
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Το λαυρικό οξύ (αγγλικά: lauric acid) ή δωδεκανικό οξύ είναι οργανική χημική ένωση με μοριακό τύπο C12H24O2. Πιο συγκεκριμένα, το λαυρικό οξύ ανήκει στα λιπαρά οξέα, όντας κορεσμένο καρβοξυλικό οξύ (δηλαδή ανήκει στα λεγόμενα αλκανικά οξέα) «ευθείας αλυσίδας». Έχει πολλές ιδιότητες των λιπαρών οξέων μέσης αλυσίδας.[1] Η χημικά καθαρή ένωση, στις κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος, βρίσκεται με τη μορφή έντονα λευκής στερεής σκόνης, με απαλή οσμή μυρτιλελαίου ή σαπουνιού. Το εμπειρικό του όνομα προέρχεται από τη λατινική ονομασία της δάφνης (Laurus nobilis), από τους καρπούς της οποίας παράγεται ένα λιπαρό λάδι, που περιέχει σημαντική ποσότητα λαυρικού οξέος.[2]
Τα άλατα του λαυρικού οξέος είναι γνωστά ως λαυρικά, ενώ (ομοίως) οι αντίστοιχοι εστέρες είναι γνωστοί ως λαυρικοί.
Το λαυρικό οξύ, ως συστατικό τριγλυκεριδίων, αποτελεί το περίπου το ήμισυ του γάλακτος καρύδας, του κοκοφοινικελαίου, του δαφνελαίου και του πυρηνοφοινικελαίου.[3][4]
Όπως ισχύει και για πολλά άλλα λιπαρά οξέα, το λαυρικό οξύ είναι (σχετικά πάντα) οικονομικό, έχει μακρά διάρκεια ζωής, είναι μη τοξικό και ασφαλές στο χειρισμό. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την παραγωγή σαπουνιών και καλλυντικών. Για τους σκοπούς αυτούς, το λαυρικό οξύ μετατρέπεται σε λαυρικό νάτριο (C11H21CO2Na, σάπωνας), με επίδραση σε αυτό υδροξειδίου του νατρίου (NaOH). Συνήθως, το λαυρικό νάτριο λαμβάνεται με σαπωνοποίηση διαφόρων (πλούσιων σε λαυρικούς εστέρες) ελαίων, όπως το κοκοφοινικέλαιο. Αυτές οι πρόδρομες ύλες δίνουν μείγματα λαυρικού νατρίου με άλλους σάπωνες.[3] Το λαυρικό οξύ, με τη σειρά του, είναι πρόδρομη ένωση για την παραγωγή διλαυρικού υπεροξειδίου [(C11H21CO2)2], που είναι ένας συνηθισμένος εκκινητής πολυμερισμών.[1]
Παρ' όλο που (γενικά) το 95% των τριγλυκεριδίων μεσαίας αλυσίδας απορροφούνται μέσω της πυλαίας φλέβας, μόνο το 25-30% του λαυρικού οξέος απορροφάται διαμέσου αυτής.[10] [11] Το λαυρικό οξύ προκαλεί απόπτωση στα καρκινικά κύτταρα και προάγει τον πολλαπλασιασμό των φυσιολογικών κυττάρων, διατηρώντας την ομοιόσταση της κυτταρικής οξειδοαναγωγής.[12] Το λαυρικό οξύ αυξάνει τις συνολικές λιποπρωτεΐνες του ορού αίματος περισσότερο από πολλά άλλα λιπαρά οξέα, αλλά κυρίως τη λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας (HDL). Ως αποτέλεσμα, το λαυρικό οξύ έχει χαρακτηριστεί ότι έχει «πιο ευνοϊκή επίδραση στην ολική HDL από οποιοδήποτε άλλο λιπαρό οξύ (έχει εξεταστεί), είτε κορεσμένο είτε ακόρεστο».[13] Γενικά, μια χαμηλότερη αναλογία λιποπρωτεΐνης ολικής/HDL ορού συσχετίζεται με μείωση της επίπτωσης αθηροσκληρωτικής νόσου.[14] Ωστόσο, μια εκτενής μετα-ανάλυση σε τρόφιμα που επηρεάζουν την αναλογία ολικής LDL/λιποπρωτεΐνης ορού διαπίστωσε το 2003 ότι οι καθαρές επιδράσεις της κατανάλωσης του του λαυρικού οξέος στα αποτελέσματα της στεφανιαίας νόσου παρέμειναν αβέβαιες.[15] Μια ανασκόπηση του 2016 για το κοκοφοινικέλαιο (~50% λαυρικό οξύ) ήταν εξίσου ασαφής σχετικά με τις επιπτώσεις της κατανάλωσης του στη συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων.[11]