Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας | |||
---|---|---|---|
20 Αυγούστου 1949–23 Οκτωβρίου 1989 | |||
| |||
Χώρα | Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας | ||
Πρωτεύουσα | Βουδαπέστη | ||
Ίδρυση | 20 Αυγούστου 1949 | ||
Γλώσσες | ουγγρικά | ||
Πολίτευμα | μονοκομματικό πολιτικό σύστημα | ||
Έκταση | 93.030 km² | ||
Πληθυσμός | 10.397.959 (1989) | ||
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 47°0′0″N 19°0′0″E | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
δεδομένα ( ) |
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας (ΛΔΟ, ουγγρικά: Magyar Népköztársaság) ήταν μονοκομματική σοσιαλιστική δημοκρατία από τις 20 Αυγούστου 1949[1] ως τις 23 Οκτωβρίου 1989.[2] Κυβερνών κόμμα ήταν το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, που τελούσε υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τη Διάσκεψη της Μόσχας το 1944, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Ιωσήφ Στάλιν συμφώνησαν μετά τον πόλεμο η Ουγγαρία να συμπεριληφθεί στην Σοβιετική σφαίρα επιρροής.[3][4] Η ΛΔΟ επέζησε μέχρι τον Οκτώβριο του 1989, όταν οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης έφεραν το τέλος της κομμουνιστικής εποχής στην Ουγγαρία.
Το κράτος θεωρούσε τον εαυτό του κληρονόμο της Δημοκρατίας των Συμβουλίων της Ουγγαρίας, που συγκροτήθηκε το 1919, ως το πρώτο κομμουνιστικό κράτος που δημιουργήθηκε μετά την ίδρυση της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (Ρωσική ΣΟΣΔ). Ορίστηκε λαϊκή δημοκρατία από τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1940. Γεωγραφικά συνόρευε με τη Ρουμανία και την Σοβιετική Ένωση (μέσω της Ουκρανικής ΣΣΔ) (στα ανατολικά), με τη Γιουγκοσλαβία (στα νοτιοδυτικά), την Τσεχοσλοβακία (στα βόρεια) και την Αυστρία (στα δυτικά).
Οι Κομμουνιστές κατά τον ενάμισι χρόνο μετά τη Διάσκεψη της Μόσχας εδραίωσαν την εξουσία τους και εξουδετέρωσαν τα άλλα κόμματα. Αυτό κορυφώθηκε τον Οκτώβριο του 1947, όταν οι Κομμουνιστές ανακοίνωσαν στους μη Κομμουνιστές εταίρους τους στην κυβέρνηση συνασπισμού ότι θα έπρεπε να συνεργαστούν με μια αναμορφωμένη κυβέρνηση συνασπισμού αν ήθελαν να παραμείνουν στη χώρα.[5] Τον Ιούνιο του 1948 οι Κομμουνιστές υποχρέωσαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα να συγχωνευτεί με το Κομμουνιστικό Κόμμα, σχηματίζοντας το Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (ΟΣΕΚ, ουγγρικά: MDP). Ωστόσο οι λίγοι διαφωνούντες Σοσιαλδημοκράτες παραγκωνίστηκαν, κάνοντας το ΟΣΕΚ ένα μετονομασμένο και διευρυμένο κομμουνιστικό κόμμα. Στην συνέχεια, ο Ματίας Ράκοσι ανάγκασε τον Ζόλταν Τίλντι να παραδώσει την προεδρία στον πρώην σοσιαλδημοκράτη και πλέον κομμουνιστή Άρπαντ Σάκασιτς. Τον Δεκέμβριο, ο Λάγιος Ντίνιες αντικαταστάθηκε από τον ηγέτη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος των Μικροϊδιοκτητών, Ιστβάν Ντόμπι. Η διαδικασία της εδραίωσης των κομμουνιστών ολοκληρώθηκε κατά το μάλλον ή 'ηττον με τις εκλογές του Μαΐου του 1949. Στους ψηφοφόρους δόθηκε ένα ενιαίο ψηφοδέλτιο όπου παρουσιάζονταν τα ονόματα των από κοινού υποψήφιων κομμάτων. Στις 18 Αυγούστου, η νεοεκλεγείσα Εθνοσυνέλευση ψήφισε το νέο σύνταγμα, το οποίο ήταν σχεδόν μια πιστή αντιγραφή του αντίστοιχου Σοβιετικού. Όταν ψηφίστηκε και επίσημα στις 20 Αυγούστου, η χώρα μετονομάστηκε σε Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας.
Η ίδια πολιτική δυναμική συνέχισε για χρόνια στην Ουγγαρία, με τη Σοβιετική Ένωση να πιέζει και να χειραγωγεί την ουγγρική πολιτική μέσω του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος, παρεμβαίνοντας, όταν χρειαζόταν, μέσω στρατιωτικών εξαναγκασμών και μυστικών επιχειρήσεων. Ο Ράικ ονόμασε την μορφή διακυβέρνησης της Ουγγαρίας ως "δικτατορία του προλεταριάτου χωρίς τη Σοβιετική μορφή" η οποία είχε την ονομασία "λαϊκή δημοκρατία".[6] Η πολιτική καταπίεση και η οικονομική ύφεση οδήγησαν στην εθνική εξέγερση του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 1956, γνωστή στην ιστοριογραφία ως Ουγγρική Επανάσταση του 1956. Η Επανάσταση ήταν η μεγαλύτερη ενιαία πράξη πολιτικής αντίστασης στο Ανατολικό Μπλοκ. Αφού αρχικά η ΕΣΣΔ άφησε την επανάσταση να αναπτυχθεί, ύστερα έστειλε χιλιάδες στρατιώτες και άρματα μάχης για να συντρίψουν την αντιπολίτευση, εγκαθιστώντας ένα νέο καθεστώς ελεγχόμενο από τη Σοβιετική κυβέρνηση υπό τον Γιάνος Κάνταρ, σκοτώνοντας χιλιάδες Ούγγρους και οδηγώντας εκατοντάδες χιλιάδες άλλους στην εξορία. Ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του 1960 η κυβέρνηση είχε χαλαρώσει πολύ τη γραμμή της, εφαρμόζοντας μια χωρίς προηγούμενο μορφή ημιφιλελεύθερου Κομμουνισμού, γνωστού ως "Κομμουνισμού του Γκούλας". Το κράτος επέτρεψε την πρόσβαση σε ορισμένα καταναλωτικά και πολιτιστικά προϊόντα της Δύσης, έδωσε στους Ούγγρους μεγαλύτερη ελευθερία να ταξιδεύουν στο εξωτερικό και περιόρισε σημαντικά το μυστικό αστυνομικό κράτος. Αυτά τα μέτρα χάρισαν στην Ουγγαρία το προσωνύμιο του «πιο χαρούμενου στρατώνα στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο» κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970.[7]
Ένας από τους μακροβιότερους ηγέτες του 20ού αιώνα ο Γιάνος Κάνταρ αποσύρθηκε τελικά το 1988, όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί πιεζόμενος από ακόμη πιο μεταρρυθμιστές πολιτικούς εν μέσω οικονομικής ύφεσης. Η Ουγγαρία παρέμεινε έτσι μέχρι το 1989, όταν ξέσπασε αναταραχή σε όλο το Ανατολικό Μπλοκ, με αποκορύφωμα την πτώση του τείχους του Βερολίνου (1989) και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης δύο χρόνια αργότερα, το 1991. Παρά το τέλος του κομμουνιστικού ελέγχου στην Ουγγαρία το σύνταγμα του 1949 παρέμεινε σε ισχύ με τροποποιήσεις που αντικατοπτρίζουν το καθεστώς της χώρας ως φιλελεύθερης δημοκρατίας. Την 1η Ιανουαρίου 2012 το σύνταγμα του 1949 αντικαταστάθηκε με νέο.
Μετά την κατάληψη της Ουγγαρίας από τον Κόκκινο Στρατό ακολούθησε η σοβιετική στρατιωτική κατοχή. Μετά την κατάσχεση των περισσότερων υλικών περιουσιακών στοιχείων που ήταν σε γερμανικά χέρια οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να ελέγξουν τις ουγγρικές πολιτικές υποθέσεις, με κάποια επιτυχία. [8] Με τη χρήση βίας ο Κόκκινος Στρατός δημιούργησε αστυνομικά όργανα για τη δίωξη της αντιπολίτευσης, υποθέτοντας ότι αυτό θα επέτρεπε στη Σοβιετική Ένωση να ελέγξει τις επερχόμενες εκλογές, μαζί με έντονη κομμουνιστική προπαγάνδα για να προσπαθήσουν να νομιμοποιήσουν την κυριαρχία τους. [9] Παρ 'όλες τις προσπάθειες το Ουγγρικό Κομμουνιστικό Κόμμα συνετρίβη από ένα συνασπισμό με επικεφαλής τους Μικροϊδιοκτήτες, παίρνοντας μόνο το 17% των ψήφων. Ο συνασπισμός, υπό τον πρωθυπουργό Ζόλταν Τίλντυ, ματαίωσε έτσι τις προσδοκίες του Κρεμλίνου να κυβερνήσει μέσω μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. .[10]
Η Σοβιετική Ένωση, ωστόσο, παρενέβη με τη βία για άλλη μια φορά, με αποτέλεσμα μια κυβέρνηση-μαριονέτα που αγνόησε τον Τίλντυ, τοποθέτησε τους κομμουνιστές σε σημαντικές υπουργικές θέσεις και επέβαλε πολλά περιοριστικά μέτρα, όπως την κατάργηση της νικηφόρας κυβέρνησης συνασπισμού και τον εξαναγκασμό της να παραδώσει το Υπουργείο Εσωτερικών σε υποψήφιος του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ο κομμουνιστής Υπουργός Εσωτερικών Λάζλο Ράικ ίδρυσε τη μυστική αστυνομία ÁVH, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντιπολίτευση μέσω εκφοβισμού, ψευδών κατηγοριών, φυλάκισης και βασανιστηρίων.[11] Στις αρχές του 1947 η Σοβιετική Ένωση πίεσε τον ηγέτη των Ούγγρων Κομμουνιστών Μάτυας Ράκοσι να ακολουθήσει μια "γραμμή πιο έντονης ταξικής πάλης". Αμερικανοί παρατηρητές παρομοίασαν τις κομμουνιστικές μηχανορραφίες με πραξικόπημα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι "το πραξικόπημα στην Ουγγαρία είναι η απάντηση της Ρωσίας στις ενέργειές μας στην Ελλάδα και την Τουρκία",[12] αναφερόμενοι στην αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στον Ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και την κατασκευή αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Τουρκία. σύμφωνα με το Δόγμα Τρούμαν.
Ο Ράκοσι συμμορφώθηκε πιέζοντας τα άλλα κόμματα να διώξουν τα μέλη τους που δεν ήταν πρόθυμα να υπακούσουν στις εντολές των Κομμουνιστών, δήθεν επειδή ήταν "φασίστες". Αργότερα, όταν οι κομμουνιστές κέρδισαν την πλήρη εξουσία, αναφέρθηκε σε αυτήν την πρακτική ως "τακτική του σαλαμιού". [13] Ο πρωθυπουργός Φέρεντς Νάγκι αναγκάστηκε να παραιτηθεί από πρωθυπουργός υπέρ ενός πιο υπάκουου Μικροϊδιοκτήτη, του Λάγιος Ντίνιες. Στις εκλογές του 1947 οι κομμουνιστές έγιναν το μεγαλύτερο κόμμα, αλλά δεν είχαν πλειοψηφία. Ο συνασπισμός διατηρήθηκε με τον Ντίνιες ως πρωθυπουργό. Ωστόσο εκείνη τη στιγμή τα περισσότερα θαρραλέα μέλη των άλλων κομμάτων είχαν απομακρυνθεί, αφήνοντάς τα στα χέρια των συνοδειπόρων των κομμουνιστών [14] .
Τον Ιούνιο του 1948 οι Κομμουνιστές ανάγκασαν τους Σοσιαλδημοκράτες να συγχωνευτούν μαζί τους για να σχηματίσουν το Ουγγρικό Εργατικό Λαϊκό Κόμμα (MDP). Ωστόσο οι λίγοι ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες παραμερίστηκαν γρήγορα, αφήνοντας το MDP ως ένα μετονομασθέν και διευρυμένο Κομμουνιστικό Κόμμα. Στη συνέχεια ο Ράκοσι ανάγκασε τον Τίλντυ να παραδώσει την προεδρία στον κομμουνιστή, πρώην σοσιαλδημοκράτη, Αρπαντ Σάκασιτς. Το Δεκέμβριο ο Ντίνιες αντικαταστάθηκε από τον αρχηγό της αριστερής πτέρυγας των Μικροϊδιοκτητών, τον ανοιχτά φιλοκομμουνιστή Ιστβαν Ντόμπι.
Στις εκλογές του Μαΐου 1949 στους ψηφοφόρους προτάθηκε μια ενιαία λίστα, κυριαρχούμενη από τους κομμουνιστές, που περιλάμβανε υποψηφίους από όλα τα κόμματα και συμμετείχαν σε ένα κοινό πρόγραμμα. Τότε ουσιαστικά δεν είχε απομείνει καμία αντιπολίτευση στη χώρα. Στις 18 Αυγούστου η νεοεκλεγείσα Εθνοσυνέλευση ψήφισε ένα νέο σύνταγμα- σχεδόν αντίγραφο του Σοβιετικού συντάγματος. Όταν δημοσιεύθηκε επίσημα στις 20 Αυγούστου η χώρα μετονομάστηκε σε Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας.
Ο Ράκοσι, τώρα ο ηγέτης της Ουγγαρίας, ζήτησε πλήρη υπακοή από τα μέλη-συντρόφους του Ουγγρικού Εργατικού Λαϊκού Κόμματος. Ο κύριος αντίπαλός του για την εξουσία ήταν ο Λάζλο Ράικ, που ήταν τότε Υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας. Ο Ράικ συνελήφθη και ο απεσταλμένος της НКВД του Στάλιν συνεργάστηκε με τον Ούγγρο Γενικό Γραμματέα Ράκοσι για τη διενέργεια της στημένης δίκης του Ράικ [15]. Στη δίκη του Σεπτεμβρίου 1949 ο Ράικ προέβη σε αναγκαστική ομολογία, ισχυριζόμενος ότι ήταν ένας πράκτορας του Μίκλος Χόρτυ, του Λέων Τρότσκι, του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και του Δυτικού ιμπεριαλισμού. Επίσης παραδέχτηκε ότι είχε συμμετάσχει σε μια συνομωσία για τη δολοφονία των Mάτυας Ράκοσι και Ερνε Γκέρε. Ο Ράικ βρέθηκε ένοχος και εκτελέστηκε.[15]
Παρά τη βοήθειά τους προς τον Ράκοσι για να εκκαθαριστεί ο Ράικ, ο μεταγενέστερα Ούγγρος ηγέτης Γιάνος Κάνταρ και άλλοι αντιφρονούντες εκκαθαρίστηκαν επίσης από το κόμμα κατά την περίοδο αυτή. Κατά την ανάκριση του Κάνταρ στην ÁVH τον χτύπησαν, τον άλειψαν με υδράργυρο για να μην αναπνέουν οι πόροι του δέρματος και ο ανακριτής του ούρησε στο ορθάνοιχτο στόμα του. [16] Ο Ράκοσι έπειτα επέβαλε ολοκληρωτικό καθεστώς την Ουγγαρία. Στο ζενίθ της κυριαρχίας του ανέπτυξε μια ισχυρή προσωπολατρία.[17] Αποκληθείς "φαλακρός δολοφόνος" ο Ράκοσι μιμήθηκε τα σταλινικά πολιτικά και οικονομικά προγράμματα, με αποτέλεσμα η Ουγγαρία να βιώσει μία από τις σκληρότερες δικτατορίες στην Ευρώπη [18][19]. Περιέγραψε τον εαυτό του ως τον "καλύτερο Ούγγρο οπαδό του Στάλιν" [17] και "τον καλύτερο μαθητή του Στάλιν".[20]
Η κυβέρνηση κολεκτιβοποίησε τη γεωργία και με τα κέρδη από τα αγροκτήματα της χώρας χρηματοδοτούσε την ταχεία επέκταση της βαριάς βιομηχανίας, που προσέλκυσε περισσότερο από το 90% των συνολικών βιομηχανικών επενδύσεων. Στην αρχή η Ουγγαρία επικεντρώθηκε στην παραγωγή κυρίως της ίδιας ποικιλίας αγαθών που παρήγε πριν από τον πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων ατμομηχανών και σιδηροδρομικών βαγονιών. Παρά την ανεπαρκή βάση πόρων και τις ευνοϊκές συνθήκες για εξειδίκευση σε άλλες μορφές παραγωγής, η Ουγγαρία ανέπτυξε νέα βαριά βιομηχανία για να ενισχύσει την περαιτέρω εγχώρια ανάπτυξη και να κάνει εξαγωγές για την πληρωμή των εισαγωγών πρώτων υλών.
Ο Ράκοσι επέκτεινε γρήγορα το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ουγγαρία. Αυτό ήταν ως επί το πλείστον μια προσπάθεια να αντικαταστήσει την μορφωμένη τάξη του παρελθόντος με αυτό που αποκαλούσε μια νέα «εργατική διανόηση». Εκτός από ορισμένες ευεργετικές επιπτώσεις, όπως καλύτερη εκπαίδευση για τους φτωχούς, περισσότερες ευκαιρίες για παιδιά της εργατικής τάξης και αυξημένο αλφαβητισμό γενικά, αυτό το μέτρο περιλάμβανε επίσης τη διάδοση της κομμουνιστικής ιδεολογίας στα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Επίσης, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος, η θρησκευτική διδασκαλία καταγγέλθηκε ως προπαγάνδα και σταδιακά εξαλείφθηκε από τα σχολεία.
Ο καρδινάλιος Γιόζεφ Μιντσεντυ, που είχε αντιταχθεί στους Γερμανούς Ναζί και τους Ούγγρους Φασίστες κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνελήφθη το Δεκέμβριο του 1948 και κατηγορήθηκε για προδοσία. Μετά από πέντε εβδομάδες υπό κράτηση ομολόγησε τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Οι προτεσταντικές εκκλησίες επίσης εκκαθαρίστηκαν και οι ηγέτες τους αντικαταστάθηκαν από εκείνους που ήταν πρόθυμοι να παραμείνουν πιστοί στην κυβέρνηση του Ράκοσι.
Ο νέος Ουγγρικός στρατός έστησε βιαστικά δημόσιες, προαποφασισμένες δίκες για να εκκαθαρίσει «τα κατάλοιπα των Ναζί και τους ιμπεριαλιστές σαμποτέρ». Αρκετοί αξιωματικοί καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν το 1951, συμπεριλαμβανομένου του Λάγιος Τοτ, ιπτάμενου άσου της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας, με 28 καταρρίψεις αεροπλάνων κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε επιστρέψει οικειοθελώς από την αιχμαλωσία των ΗΠΑ για να βοηθήσει στην αναβίωση της Ουγγρικής αεροπορίας. Τα θύματα αποκαταστάθηκαν μετά θάνατον μετά την πτώση του κομμουνισμού.
Ο Ράκοσι απέτυχε στη διαχείριση της οικονομίας και οι Ούγγροι είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει ραγδαία. Η κυβέρνησή του γινόταν ολοένα και λιγότερο δημοφιλής και όταν ο Ιωσήφ Στάλιν πέθανε το 1953, ο Μάτυας Ράκοσι αντικαταστάθηκε από πρωθυπουργός από τον Ίμρε Νάγκυ. Ωστόσο διατήρησε τη θέση του γενικού γραμματέα του Ουγγρικού Εργατικού Λαϊκού Κόμματος και τα επόμενα τρία χρόνια οι δύο άνδρες ενεπλάκησαν σε μια σφοδρή σύγκρουση για την εξουσία.
Ως νέος ηγέτης της Ουγγαρίας ο Ίμρε Νάγκυ αφαίρεσε τον κρατικό έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ενθάρρυνε τη δημόσια συζήτηση σχετικά με τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα και την απελευθέρωση της οικονομίας. Αυτό περιλάμβανε μια υπόσχεση για αύξηση της παραγωγής και της διανομής καταναλωτικών αγαθών. Ο Νάγκυ απελευθέρωσε επίσης τους πολιτικούς κρατούμενους από τις πολλές εκκαθαρίσεις του Ράκοσι στο Κόμμα και την κοινωνία.
Στις 9 Μαρτίου 1955 η Κεντρική Επιτροπή του Ουγγρικού Εργατικού Λαϊκού Κόμματος καταδίκασε τον Νάγκι για δεξιά παρέκκλιση. Οι ουγγρικές εφημερίδες συμμετείχαν στις επιθέσεις και ο Νάγκι κατηγορήθηκε ως υπεύθυνος για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας και στις 18 Απριλίου απολύθηκε από τη θέση του με ομόφωνη ψήφο της Εθνοσυνέλευσης. Ο Ράκοσι έγινε για άλλη μια φορά ηγέτης της Ουγγαρίας.
Η εξουσία του Ράκοσι υπονομεύτηκε από μια ομιλία του Νικίτα Χρουστσόφ το Φεβρουάριο του 1956, που κατήγγειλε τις πολιτικές του Ιωσήφ Στάλιν και των οπαδών του στην Ανατολική Ευρώπη. Υποστήριξε επίσης ότι η δίκη του Λάζλο Ράικ ήταν «όνειδος της δικαιοσύνης». Στις 18 Ιουλίου 1956 Ράκοσι αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από την εξουσία μετά από εντολές από τη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο κατάφερε να εξασφαλίσει το διορισμό του στενού του φίλου, Ερνε Γκέρε, ως διαδόχου του.
Στις 3 Οκτωβρίου 1956 η Κεντρική Επιτροπή του Ουγγρικού Λαϊκού Κόμματος Εργασίας ανακοίνωσε την απόφασή της ότι οι Λάζλο Ράικ, Γκέργκι Πάλφι, Τίμπορ Σάέι και Αντρας Σάλαϊ είχαν καταδικαστεί λανθασμένα για προδοσία το 1949. Ταυτόχρονα ανακοινώθηκε ότι ο Ιμρε Νάγκυ είχε επανέλθει ως μέλος του κόμματος.
Η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 ξεκίνησε στις 23 Οκτωβρίου ως ειρηνική διαδήλωση φοιτητών στη Βουδαπέστη. Οι φοιτητές διαμαρτυρήθηκαν με πολλά αιτήματα, συμπεριλαμβανομένου του τερματισμού της σοβιετικής κατοχής. Η αστυνομία προχώρησε σε ορισμένες συλλήψεις και προσπάθησε να διαλύσει το πλήθος με δακρυγόνα. Όταν οι διαδηλωτές επιχείρησαν να απελευθερώσουν όσους είχαν συλληφθεί, η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους, προκαλώντας ταραχές σε όλη την πρωτεύουσα.
Νωρίς το επόμενο πρωί σοβιετικές στρατιωτικές μονάδες μπήκαν στη Βουδαπέστη και κατέλαβαν κεντρικά σημεία. Πολίτες και στρατιώτες ενώθηκαν με τους διαδηλωτές φωνάζοντας «Ρώσοι πάτε σπίτι σας» και καταστρέφοντας σύμβολα του κομμουνιστικού κόμματος. Η Κεντρική Επιτροπή του Ουγγρικού Λαϊκού Κόμματος Εργασίας απάντησε στην πίεση διορίζοντας τον μεταρρυθμιστή Ιμρε Νάγκυ ως νέο πρωθυπουργό.
Στις 25 Οκτωβρίου μια μάζα διαδηλωτών συγκεντρώθηκε μπροστά από το κτήριο του Κοινοβουλίου. Οι μονάδες της ÁVH άρχισαν να πυροβολούν το πλήθος από τις στέγες των γειτονικών κτιρίων.[21]
Μερικοί Σοβιετικοί στρατιώτες ανταπέδωσαν πυρ εναντίον της ÁVH , πιστεύοντας λανθασμένα ότι οι ίδιοι ήταν οι στόχοι των πυροβολισμών.[22] Εφοδιασμένοι με όπλα που είχαν πάρει από την ÁVH ή τους είχαν δοθεί από Ούγγρους στρατιώτες που προσχώρησαν στην εξέγερση, μερικοί από το πλήθος άρχισαν να ανταποδίδουν τους πυροβολισμούς. [21][22]
Ο Ιμρε Νάγκυ πήγε τότε στο Radio Kossuth και ανακοίνωσε ότι ανέλαβε την ηγεσία της κυβέρνησης ως Πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας. Υποσχέθηκε επίσης "τον εκτεταμένο εκδημοκρατισμό της ουγγρικής δημόσιας ζωής, την πραγματοποίηση ενός ουγγρικού δρόμου προς το σοσιαλισμό σύμφωνα με τα δικά μας εθνικά χαρακτηριστικά και την πραγματοποίηση του υψηλού εθνικού μας στόχου: τη ριζική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων".
Στις 28 Οκτωβρίου ο Νάγκυ και μια ομάδα υποστηρικτών του, συμπεριλαμβανομένων των Γιάνος Κάνταρ, Γκέζα Λόσοντσυ, Ανταλ Απρο, Κάρολι Κις, Φέρεντς Μύνιχ και Ζόλταν Σάμπο, κατάφεραν να πάρουν τον έλεγχο του Ουγγρικού Εργατικού Λαϊκού Κόμματος. Ταυτόχρονα επαναστατικά εργατικά συμβούλια και τοπικές εθνικές επιτροπές σχηματίστηκαν σε όλη την Ουγγαρία.
Η αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα αποτυπώθηκε στα άρθρα της κυβερνητικής εφημερίδας Szabad Nép (Ελεύθερος Λαός). Στις 29 Οκτωβρίου η εφημερίδα καλωσόρισε τη νέα κυβέρνηση και επέκρινε ανοιχτά τις σοβιετικές προσπάθειες να επηρεάσουν την πολιτική κατάσταση στην Ουγγαρία. Αυτή η άποψη υποστηρίχθηκε από το Radio Miskolc που ζήτησε την άμεση αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από τη χώρα.
Στις 30 Οκτωβρίου ο Ιμρε Γιόζεφ Μιντσεντυ ανακοίνωσε ότι αποφυλακίζει τον καρδινάλιο Γιόζεφ Μιντσεντυ και άλλους πολιτικούς κρατούμενους. Ενημέρωσε επίσης το λαό ότι η κυβέρνησή του σκόπευε να καταργήσει το μονοκομματικό κράτος. Ακολούθησαν δηλώσεις των Ζόλταν Τίλντυ, Αννας Κέτλυ και Φέρεντς Φάρκας σχετικά με την αποκατάσταση του Κόμματος των Μικροϊδιοκτητών, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Κόμματος Petőfi (πρώην Αγροτικού).
Η πιο επίμαχη απόφαση του Νάγκυ ήταν την 1η Νοεμβρίου όταν ανακοίνωσε ότι η Ουγγαρία σκοπεύει να αποσυρθεί από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και να κηρύξει ουγγρική ουδετερότητα και ζήτησε από τα Ηνωμένα Έθνη να εμπλακούν στη διαμάχη της χώρας του με τη Σοβιετική Ένωση.
Στις 3 Νοεμβρίου ο Νάγκυ ανακοίνωσε τις λεπτομέρειες της κυβέρνησης συνασπισμού του. Περιλάμβανε κομμουνιστές (Γιάνος Κάνταρ, Γκέοργκ Λούκατς, Γκέζα Λόσοντσυ), τρία μέλη του Κόμματος των Μικροϊδιοκτητών (Ζόλταν Τίλντυ, Μπέλα Kόβατς και Ιστβαν Σάμπο), τρεις Σοσιαλδημοκράτες (Anna Kéthly, Gyula Keleman, Joseph Fischer) και δύο από τους Αγροτικούς Petőfi Ιστβαν Μπίμπο και Φέρεντς Φάρκας). Ο Παλ Μάλετερ διορίστηκε Υπουργός Άμυνας.
Ο Νικίτα Χρουστσόφ, ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, ανησυχούσε ολοένα και περισσότερο για αυτές τις εξελίξεις και στις 4 Νοεμβρίου 1956 έστειλε τον Κόκκινο Στρατό στην Ουγγαρία. Τα σοβιετικά άρματα κατέλαβαν αμέσως τα αεροδρόμια της Ουγγαρίας, τους οδικούς κόμβους και τις γέφυρες. Μάχες έλαβαν χώρα σε όλη τη χώρα, αλλά οι ουγγρικές δυνάμεις ηττήθηκαν γρήγορα.
Κατά τη διάρκεια της Ουγγρικής εξέγερσης, περίπου 20.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, σχεδόν όλοι κατά τη διάρκεια της σοβιετικής επέμβασης. Ο Ιμρε Νάγκυ συνελήφθη και αντικαταστάθηκε από τον πιστό στους Σοβιετικούς Γιάνος Κάνταρ ως επικεφαλής του νεοσύστατου Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (Magyar Szocialista Munkáspárt, MSZMP). Ο Νάγκυ φυλακίστηκε μέχρι να εκτελεστεί το 1958. Άλλοι υπουργοί της κυβέρνησης ή υποστηρικτές που είτε εκτελέστηκαν είτε πέθαναν σε αιχμαλωσία ήταν οι Παλ Μάλετερ, Γκέζα Λόσοντσυ, Ατιλα Σίγκετι και Μίκλος Γκίμες.
Αρχικά ο Κάνταρ προέβη σε αντίποινα εναντίον των επαναστατών. 34.600 αντιφρονούντες φυλακίστηκαν και 400 εκτελέστηκαν. Αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ανακοίνωσε μια νέα πολιτική με το σύνθημα "Αυτός που δεν είναι εναντίον μας είναι μαζί μας", αλλάζοντας το αντίστοιχο του Ρακόσι: "Αυτός που δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας". Κήρυξε γενική αμνηστία, σταμάτησε σταδιακά κάποιες υπερβολές της μυστικής αστυνομίας και εισήγαγε μια σχετικά φιλελεύθερη πολιτιστική και οικονομική πορεία με στόχο την υπέρβαση της εχθρότητας μετά το 1956 εναντίον του και του καθεστώτος του. Η ομοφυλοφιλία αποποινικοποιήθηκε το 1961.[23]
Το 1966 η Κεντρική Επιτροπή ενέκρινε το "Νέο Οικονομικό Μηχανισμό", που απομακρύνθηκε από την αυστηρά προγραμματισμένη οικονομία προς ένα σύστημα που θύμιζε περισσότερο το αποκεντρωμένο γιουγκοσλαβικό μοντέλο. Τις επόμενες δύο δεκαετίες σχετικής εσωτερικής ηρεμίας η κυβέρνηση του Κάνταρ ανταποκρίθηκε εναλλάξ στις πιέσεις για ελάσσονες πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και στις αντίθετες των αντιπάλων των μεταρρυθμίσεων. Οι αντιφρονούντες (η αποκαλούμενη "Δημοκρατική Αντιπολίτευση", Demokratikus ellenzék) εξακολουθούσαν να παρακολουθούνται στενά από τη μυστική αστυνομία, ιδιαίτερα κατά την επέτειο της εξέγερσης του 1956 το 1966, το 1976 και το 1986.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε επιτύχει ορισμένες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και περιορισμένη πολιτική απελευθέρωση και ακολούθησε μια εξωτερική πολιτική που ενθάρρυνε περισσότερο το εμπόριο με τη Δύση. Παρ 'όλα αυτά ο Νέος Οικονομικός Μηχανισμός οδήγησε σε αύξηση του εξωτερικού χρέους, που προέκυψε από την επιδότηση μη κερδοφόρων βιομηχανιών. Πολλές από τις παραγωγικές εγκαταστάσεις της Ουγγαρίας ήταν απαρχαιωμένες και ανίκανες να παράγουν προϊόντα για τις παγκόσμιες αγορές. Παρ 'όλα αυτά πέτυχαν να λάβουν μεγάλα οικονομικά δάνεια από τις δυτικές χώρες χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Σε μιας επίσκεψή του το 1983 στην Ουγγαρία ο Σοβιετικός ηγέτης Γιούρι Αντρόπωφ εξέφρασε το ενδιαφέρον του να υιοθετήσει στη Σοβιετική Ένωση ορισμένες από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της χώρας.
Η Ουγγαρία παρέμεινε προσηλωμένη σε μια φιλοσοβιετική εξωτερική πολιτική και επέκρινε ανοιχτά την ανάπτυξη πυρηνικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς στην Ευρώπη από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρήγκαν. Σε μια ομιλία του στην οργάνωση νεολαίας του κόμματος το 1981 ο Κάνταρ είπε: «Οι δυνάμεις του καπιταλισμού προσπαθούν να αποσπάσουν την προσοχή από τα αυξανόμενα κοινωνικά τους προβλήματα ενισχύοντας την κούρσα των εξοπλισμών, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει καμία προοπτική για την ανθρωπότητα εκτός από αυτή της ειρήνης και της κοινωνικής προόδου." Το 1983 ο αντιπρόεδρος Τζορτζ Μπους (πρεσβύτερος) και οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας και της Δυτικής Γερμανίας επισκέφθηκαν τη Βουδαπέστη, όπου έτυχαν φιλικής υποδοχής, αλλά η Ουγγρική ηγεσία παρ 'όλα αυτά επανέλαβε την αντίθεσή τους στην ανάπτυξη πυραύλων των ΗΠΑ. Προειδοποίησε επίσης τους Δυτικούς εκπροσώπους να μην εκλάβουν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Ουγγαρίας ως ένδειξη ότι η χώρα θα ενστερνιστεί τον καπιταλισμό.
Άλλα γεγονότα κατά τη θητεία του Κάνταρ ήταν η ουγγρική βοήθεια και υποστήριξη προς το Βόρειο Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του εκεί πολέμου, η διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών και το μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1984 κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής επέμβασης στο Αφγανιστάν.[24]
Το 1985 ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ ανέβηκε στην εξουσία στη Σοβιετική Ένωση και άλλαξε την πορεία της εξωτερικής της πολιτικής. Η μετάβαση της Ουγγαρίας σε δημοκρατία δυτικού τύπου ήταν μία από τις πιο ομαλές στο πρώην Σοβιετικό μπλοκ. Στα τέλη του 1988 οι ακτιβιστές μέσα στο κόμμα και τη γραφειοκρατία και οι διανοούμενοι της Βουδαπέστης αύξησαν την πίεση για αλλαγή. Μερικοί από αυτούς έγιναν ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες, ενώ άλλοι ξεκίνησαν κινήματα που επρόκειτο να εξελιχθούν σε κόμματα. Νέοι φιλελεύθεροι σχημάτισαν την Ομοσπονδία των Νέων Δημοκρατών (Fidesz). Ένας πυρήνας της λεγόμενης Δημοκρατικής Αντιπολίτευσης συγκρότησε την Ένωση Ελεύθερων Δημοκρατών (SZDSZ) και η εθνική αντιπολίτευση ίδρυσε το Ουγγρικό Δημοκρατικό Φόρουμ (Magyar Demokrata Fórum, MDF). Εθνικιστικά κινήματα, όπως το Jobbik, επανεμφανίστηκαν μόνο μετά την ταχεία εξασθένηση του εθνικιστικού αισθήματος μετά την ίδρυση της νέας Δημοκρατίας. Ο πολιτικός ακτιβισμός εντάθηκε σε επίπεδο που είχε να παρατηρηθεί από την επανάσταση του 1956.
Το 1988 ο Κάνταρ αντικαταστάθηκε από Γενικός Γραμματέας του MSZMP από τον Πρωθυπουργό Κάρολυ Γκρος και ο μεταρρυθμιστής κομμουνιστής ηγέτης Ιμρε Πόζγκαϋ έγινε δεκτός στο Πολιτικό Γραφείο. Το 1989 το Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα "δημοκρατικό πακέτο", που περιλάμβανε το συνδικαλιστικό πλουραλισμό την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, του συνέρχεσθαι και του τύπου και νέο εκλογικό νόμο. Η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής το Φεβρουάριο του 1989 συμφώνησε κατ 'αρχήν να εγκαταλείψει το μονοπώλιο της εξουσίας του MSZMP και χαρακτήρισε επίσης την επανάσταση του Οκτωβρίου 1956 ως "λαϊκή εξέγερση", σύμφωνα με τα λόγια του Πόζγκαϋ, του οποίου το μεταρρυθμιστικό κίνημα ενισχυόταν, καθώς ο αριθμός των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος μειωνόταν δραματικά. Οι μεγάλοι πολιτικοί αντίπαλοι του Κάνταρ στη συνέχεια συνεργάστηκαν για να μεταβάλουν τη χώρα σταδιακά στη δημοκρατία δυτικού τύπου. Η Σοβιετική Ένωση μείωσε την επέμβασή της, υπογράφοντας συμφωνία τον Απρίλιο του 1989 για απόσυρση των δυνάμεών της ως τον Ιούνιο του 1991.
Ενώ ο Γκρος τάχθηκε υπέρ της μεταρρύθμισης και της βελτίωσης του συστήματος το "δημοκρατικό πακέτο" ξεπέρασε κατά πολύ την «αλλαγή μοντέλου» που υποστήριζε να αλλάξει το σύστημα στο πλαίσιο του κομμουνισμού. Ωστόσο εκείνη τη στιγμή ο Γκρος είχε επισκιασθεί γρήγορα από μια ομάδα ριζοσπαστών μεταρρυθμιστών, συμπεριλαμβανομένων των Πόζγκαϋ, Μίκλος Νέμεθ (που διαδέχτηκε τον Γκρος ως πρωθυπουργός αργότερα το 1988), του Υπουργού Εξωτερικών Γκιούλα Χορν και του Ρέζε Νύερς, αρχικού αρχιτέκτονα του Νέου Οικονομικού Μηχανισμού. Αυτή η παράταξη ευνοούσε τώρα μια "αλλαγή συστήματος" - εξάλειψη του κομμουνισμού εντελώς υπέρ της οικονομίας της αγοράς. Μέχρι το καλοκαίρι του 1989 ήταν σαφές ότι το MSZMP δεν ήταν πλέον ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα. Τον Ιούνιο μια τετραμελής εκτελεστική προεδρία αντικατέστησε το Πολιτικό Γραφείο. Τρία από τα τέσσερα μέλη της - οι Νέμεθ, Πόζγκαϋ και Νύερς - προέρχονταν από τη ριζοσπαστική μεταρρυθμιστική παράταξη, με τον Νύερς να γίνεται πρόεδρος του κόμματος. Ο Γκρος διατήρησε τον τίτλο του γενικού γραμματέα, αλλά ο Νύερςτον ξεπέρασε - καθιστώμενος ηγέτης της Ουγγαρίας.
Η εθνική ενότητα κορυφώθηκε τον Ιούνιο του 1989 καθώς η χώρα προέβη σε εκ νέου ταφή του Ιμρεε Νάγκι, των συνεργατών του και, συμβολικά, όλων των άλλων θυμάτων της επανάστασης του 1956. Ενα εθνικό στρογγυλό τραπέζι, που περιλάμβανε εκπροσώπους των νέων κομμάτων, ορισμένα ανασυσταθέντα παλιά κόμματα (όπως οι Μικροϊδιοκτήτες και οι Σοσιαλδημοκράτες) και διάφορες κοινωνικές ομάδες, συνήλθε στα τέλη του καλοκαιριού του 1989 για να συζητήσει σημαντικές αλλαγές στο ουγγρικό σύνταγμα για την προετοιμασία ελεύθερων εκλογών και τη μετάβαση σε ένα πλήρως ελεύθερο και δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.
Τον Οκτώβριο του 1989 το MSZMP συγκάλεσε το τελευταίο του συνέδριο. Το κόμμα ψήφισε τη διάλυση και την επανίδρυση ως Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Magyar Szocialista Párt, MSZP), ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δυτικοευρωπαϊκού τύπου με πρώτο πρόεδρο τον Νύερς . Ανίκανος να επιβραδύνει, πόσο μάλλον να σταματήσει, τη δυναμική προς μια πλήρη «αλλαγή συστήματος», ο Γκρος ηγήθηκε τελικά μιας φράξιας Κομμουνιστών του MSZP για να σχηματίσει ένα αναβιωμένο Ουγγρικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα.
Οι μακράν μεγαλύτερες αλλαγές έγιναν στις 16-20 Οκτωβρίου 1989. Σε μια ιστορική σύνοδο το Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα πακέτο σχεδόν 100 συνταγματικών τροπολογιών που ξαναέγραψε σχεδόν πλήρως το σύνταγμα του 1949. Το πακέτο-η πρώτη συνολική συνταγματική μεταρρύθμιση στο Σοβιετικό μπλοκ-άλλαξε το επίσημο όνομα της Ουγγαρίας σε Δημοκρατία της Ουγγαρίας και μετέτρεψε τη χώρα από μονοκομματικό μαρξιστικό-λενινιστικό κράτος σε πολυκομματική δημοκρατία. Το αναθεωρημένο σύνταγμα εγγυήθηκε τα ανθρώπινα και τα πολιτικά δικαιώματα και δημιούργησε μια θεσμική δομή που εξασφάλιζε το διαχωρισμό των εξουσιών, δικαστικής, εκτελεστικής και νομοθετικής. Το αναθεωρημένο σύνταγμα υπερασπιζόταν επίσης τις "αξίες της αστικής δημοκρατίας και του δημοκρατικού σοσιαλισμού" και έδωσε ίσο καθεστώς στη δημόσια και ιδιωτική ιδιοκτησία. Αν και το πλέον διαλυμένο MSZMP είχε ήδη εγκαταλείψει το μονοπώλιο της εξουσίας το Φεβρουάριο, αυτές οι αλλαγές σηματοδότησαν το τελικό νομικό βήμα προς τον τερματισμό της κομμουνιστικής κυριαρχίας στην Ουγγαρία.
Στην 33η επέτειο της Επανάστασης του 1956, στις 23 Οκτωβρίου, το Προεδρικό Συμβούλιο διαλύθηκε. Σύμφωνα με το σύνταγμα ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Μάτιας Σούρες ορίστηκε προσωρινός πρόεδρος εν αναμονή των εκλογών του επόμενου έτους. Μία από τις πρώτες ενέργειες του Σούρες ήταν η επίσημη ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας.
Η Ουγγαρία αποκέντρωσε την οικονομία της και ενίσχυσε τους δεσμούς της με τη Δυτική Ευρώπη και το Μάιο του 2004 έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως μέλος του Ανατολικού Μπλοκ αρχικά η Ουγγαρία διαμορφώθηκε από διάφορες ντιρεκτίβες του Ιωσήφ Στάλιν, που εξυπηρέτησαν την υπονόμευση των δυτικών θεσμικών χαρακτηριστικών των οικονομιών της αγοράς, της φιλελεύθερης δημοκρατίας (θεωρούμενης αστικής δημοκρατίας στη μαρξιστική σκέψη) και του κράτους δικαίου. [25] Οι Σοβιετικοί διαμόρφωσαν οικονομίες στο υπόλοιπο Ανατολικό Μπλοκ, όπως η Ουγγαρία, σύμφωνα με τις σοβιετικές κατευθύνσεις της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας.[26] Η οικονομική δραστηριότητα καθοριζόταν από Πενταετή Σχέδια, χωρισμένα σε μηνιαία τμήματα, τα οποία συντάσσονταν προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του σχεδίου για τη συγκεκριμένη περίοδο και χρησιμοποιούντο μέθοδοι όπως ο σχεδιασμός ισορροπίας υλικών παρόμοια με άλλες σοβιετικού τύπου κεντρικά σχεδιασμένες οικονομίες. [27]
Τα σχέδια έδωσαν προτεραιότητα στις επενδύσεις για παραγωγή κεφαλαιουχικών έναντι καταναλωτικών αγαθών. [28][αμφίβολο ] Τα καταναλωτικά αγαθά σύντομα άρχισαν να λείπουν σε ποσότητα, με αποτέλεσμα μια οικονομία ανεπάρκειας και η έλλειψη ανατροφοδότησης των χρηστών χωρίς άλλα κίνητρα για καινοτομία οδήγησε επίσης σε ποιοτικές ελλείψεις. [28]Συνολικά η αναποτελεσματικότητα των οικονομικών αυτών συστημάτων χωρίς μηχανισμούς ανάδρασης που υπάρχουν σε άλλες οικονομίες, όπως ο ανταγωνισμός, οι τιμές εκκαθάρισης της αγοράς ή οι επιδοτήσεις για καινοτομία έγινε δαπανηρή και μη βιώσιμη. [29] Εν τω μεταξύ άλλα έθνη της Δυτικής Ευρώπης γνώρισαν αυξημένη οικονομική ανάπτυξη με το Wirtschaftswunder ("οικονομικό θαύμα"), την Trente Glorieuses ("τριάντα λαμπρά χρόνια") και το μπουμ μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά την έλλειψη στέγης που εμφανίσθηκε [30] η σχεδόν καθολική έμφαση σε μεγάλες προκατασκευασμένες πολυκατοικίες χαμηλής ποιότητας, όπως τα ουγγρικά Panelház, ήταν κοινό χαρακτηριστικό των πόλεων του Ανατολικού Μπλοκ τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. [31] Ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του '80 οι συνθήκες υγιεινής ήταν γενικά κάθε άλλο παρά επαρκείς. [32] Μόνο το 60% των ουγγρικών κατοικιών διέθετε επαρκείς υδραυλικές εγκαταστάσεις το 1984. [33]
Ενώ οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες άρχισαν ουσιαστικά να προσεγγίζουν τα κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτό δεν συνέβη στην Ουγγαρία, [34] με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της να πέφτει σημαντικά κάτω από τα αντίστοιχα δυτικοευρωπαϊκά αντίστοιχα: [35]
Κατά κεφαλή ΑΕΠ (1990 $) | 1938 | 1990 |
---|---|---|
Αυστρία | $1,800 | $19,200 |
Τσεχοσλοβακία | $1,800 | $3,100 |
Φινλανδία | $1,800 | $26,100 |
Ιταλία | $1,300 | $16,800 |
Ουγγαρία | $1,100 | $2,800 |
Πολωνία | $1,000 | $1,700 |
Ισπανία | $900 | $10,900 |
Τα κατά κεφαλή στοιχεία του ΑΕΠ, ενώ οι ισοτιμίες είναι χαμηλότερες, είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια όταν υπολογίζονται με βάση την ΙΑΔ: [42]:[36]
Κατά κεφαλή ΙΑΔ (1990 $) | 1950 | 1973 | 1990 |
---|---|---|---|
Αυστρία | $3,706 | $11,235 | $16,881 |
Ιταλία | $3,502 | $10,643 | $16,320 |
Τσεχοσλοβακία | $3,501 | $7,041 | $8,895(Τσεχία)/ $7,762(Σλοβακία) |
Σοβιετική Ενωση | $2,834 | $6,058 | $6,871 |
Ουγγαρία | $2,480 | $5,596 | $6,471 |
Ισπανία | $2,397 | $8,739 | $12,210 |
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ουγγαρίας και του Ανατολικού Μπλοκ συνολικά, υστερούσε σε σχέση με αυτό της Δυτικής Ευρώπης.