Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν

Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν
حزب دموکراتيک خلق افغانستان
د افغانستان د خلق دموکراټیک ګوند
Γενικός Γραμματέας
Ιδρυτής
Ίδρυση1 Ιανουαρίου 1965 (1965-01-01)
Διάλυση16 Απριλίου 1992 (1992-04-16)
ΔιάδοχοςΚόμμα Βατάν
ΈδραΚαμπούλ, Αφγανιστάν
Εφημερίδα
  • Χαλκ (1966)
  • Παρτσάμ (1969)
Πτέρυγα νεολαίαςΔημοκρατική Οργάνωση Νεολαίας του Αφγανιστάν
Μέλη160.000 (τέλη δεκαετίας 1980)[1]
Ιδεολογία
Πολιτικό φάσμαΆκρα αριστερά
Χρώματα     κόκκινο      κίτρινο
Σημαία κόμματος
Πολιτικό σύστημα Αφγανιστάν
Πολιτικά κόμματα
Εκλογές

Το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν (περσικά: حزب دموکراتيک خلق افغانستان‎‎, Χεζμπ-ε ντιμουκρατίκ χαλκ-ε Αφγανιστάν, παστού: د افغانستان د خلق دموکراټیک ګوند‬, Ντα Αφγανιστάν ντα χαλκ ντιμουκρατίκ γκουντ, συντομογραφία ΛΔΚΑ) ήταν πολιτικό κόμμα το οποίο ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1965. Αν και αποτελούσε μειοψηφία, το κόμμα βοήθησε τον πρώην πρωθυπουργό του Αφγανιστάν Μοχάμεντ Νταούντ Χαν να ανατρέψει τον βασιλιά Μοχάμεντ Ζαχίρ Σαχ το 1973 και να ιδρύσει τη Δημοκρατία του Αφγανιστάν. Ο Νταούντ έγινε τελικά ένας ισχυρός αντίπαλος του κόμματος, απομακρύνοντας τους πολιτικούς του ΛΔΚΑ από τις υψηλόβαθμες κυβερνητικές θέσεις. Αυτό οδήγησε σε δυσκολίες στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση.

Το 1978, το ΛΔΚΑ, με τη βοήθεια του Αφγανικού Εθνικού Στρατού, κατέλαβε την εξουσία από τον Νταούντ μέσα από αυτό που έγινε γνωστό ως Εξέγερση του Σαούρ. Πριν από την εγκαθίδρυση πολιτικής κυβέρνησης, ο σμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας Αμπντούλ Καντίρ διετέλεσε πρόεδρος του Αφγανιστάν για τρεις ημέρες, αρχής γενομένης από τις 27 Απριλίου 1978. Ο Καντίρ τελικά αντικαταστάθηκε από τον Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί. Μετά την Εξέγερση του Σαούρ, το ΛΔΚΑ εγκαθίδρυσε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν η οποία διήρκεσε μέχρι το 1987. Μετά τις συνομιλίες για την Εθνική Συμφιλίωση το 1987, το επίσημο όνομα της χώρας έγινε και πάλι Δημοκρατία του Αφγανιστάν (όπως ήταν πριν από το πραξικόπημα του ΛΔΚΑ το 1978). Υπό την ηγεσία του Νατζιμπουλάχ το 1990, το κόμμα μετονομάστηκε σε Πατριωτικό Κόμμα (حزب وطن, Χεζμπ-ε Βατάν). Η δημοκρατία διήρκεσε μέχρι το 1992 καθώς οι αντάρτες των μουτζαχεντίν κατέλαβαν την εξουσία. Το ΛΔΚΑ διαλύθηκε, με ορισμένους αξιωματούχους να εντάσσονται στη νέα κυβέρνηση, με άλλους να συνασπίζονται με πολιτοφυλακές, ενώ άλλοι λιποτάκτησαν.[2] Οι υποστηρικτές του Νατζιμπουλάχ επανίδρυσαν το Χεζμπ-ε Βατάν το 2004 και πάλι το 2017.[3]

Στο μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής του, το κόμμα χωριζόταν μεταξύ της σκληροπυρηνικής συνιστώσας «Χαλκ» και της μετριοπαθούς «Παρτσάμ».

Ιστορικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως δημοσιογράφος στο Αφγανιστάν. Την 1η Ιανουαρίου 1965 ο Ταρακί μαζί με τον Μπαμπράκ Καρμάλ[4] ίδρυσαν το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν, αν και αρχικά το κόμμα λειτουργούσε με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατική Τάση, μιας και την εποχή εκείνη τα κοσμικά και αντιμοναρχικά κόμματα ήταν παράνομα.[5] Το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν ιδρύθηκε επισήμως στο ενωτικό συνέδριο των διαφόρων συνιστωσών του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Αφγανιστάν την 1η Ιανουαρίου 1965.[6] Είκοσι επτά άνδρες συγκεντρώθηκαν στην οικία του Ταρακί στην Καμπούλ, εξέλεξαν τον Ταρακί ως τον πρώτο Γενικό Γραμματέα του κόμματος και τον Καρμάλ ως Αναπληρωτή Γενικό Γραμματέα και επέλεξαν μια πενταμελή Κεντρική Επιτροπή (γνωστή και ως Πολιτικό Γραφείο).[7] Ο Ταρακί αργότερα προσκλήθηκε στη Μόσχα από το Διεθνές Τμήμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης.[8]

Το ΛΔΚΑ εκείνη την εποχή ήταν γνωστό στην αφγανική κοινωνία ως στενά συνδεδεμένο με τη Σοβιετική Ένωση. Τελικά, το ΛΔΚΑ κατάφερε να εκλέξει τρία μέλη του στο κοινοβούλιο, στις πρώτες ελεύθερες εκλογές στην ιστορία του Αφγανιστάν. Αυτοί οι τρεις βουλευτές ήταν ο Καρμάλ, η Αναχίτα Ρατεμπζάντ και ο Νουρ Αχμέντ Νουρ.[9] Αργότερα, ο Ταρακί εξέδωσε την πρώτη ριζοσπαστική εφημερίδα στην ιστορία του Αφγανιστάν με όνομα Χαλκ. Η εφημερίδα τελικά αναγκάστηκε να σταματήσει την κυκλοφορία της μετά από απόφαση της κυβέρνησης το 1966.[10]

Το Χαλκ και το Παρτσάμ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1967 το κόμμα είχε χωριστεί σε διάφορες πολιτικές συνιστώσες, με τις μεγαλύτερες να είναι το Χαλκ και το Παρτσάμ[11] αλλά και οι Σεταμί Μιλί[12] και Γκροχί Καρ.[13] Αυτές οι διαφοροποιήσεις έγιναν για ιδεολογικούς και οικονομικούς λόγους. Οι περισσότεροι υποστηρικτές του Χαλκ είχαν εθνοτική καταγωγή από τους Παστούν που κατοικούσαν σε αγροτικές περιοχές της χώρας. Οι υποστηρικτές του Παρτσάμ είχαν κυρίως αστική καταγωγή και υποστήριζαν τις κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα. Τα μέλη του Χαλκ κατηγορούσαν αυτά του Παρτσάμ ότι βρισκόταν υπό την προστασία του βασιλιά Μοχάμεντ Ζαχίρ Σαχ, διότι η εφημερίδα τους Παρτσάμ γινόταν ανεκτή από τον βασιλιά και, μιας και εκδιδόταν μεταξύ Μαρτίου του 1968 και Ιουλίου του 1969.[10][14]

Ο Καρμάλ προσπάθησε ανεπιτυχώς να πείσει την Κεντρική Επιτροπή του ΛΔΚΑ να καταδικάσει τον υπερβολικό ακραίο ριζοσπαστισμό του Ταρακί. Η ψηφοφορία, ωστόσο, δεν είχε ξεκάθαρο αποτέλεσμα και ο Ταρακί με τη σειρά του προσπάθησε να εξουδετερώσει τον Καρμάλ διορίζοντας νέα μέλη στην επιτροπή τα οποία ήταν υποστηρικτές του. Μετά από αυτό το περιστατικό, ο Καρμάλ προσέφερε την παραίτησή του, η οποία έγινε αποδεκτή από το Πολιτικό Γραφείο. Αν και η διάσπαση του ΛΔΚΑ το 1967 σε δύο ομάδες δεν ανακοινώθηκε ποτέ δημόσια, ο Καρμάλ είχε με το μέρος του λιγότερα από τα μισά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής.[15]

Ως αποτέλεσμα των εσωτερικών συγκρούσεων στο κόμμα, η εκπροσώπηση του κόμματος στο κοινοβούλιο στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1969 μειώθηκε από τέσσερις βουλευτές σε μόνο δύο.[10] Το 1973, το ΛΔΚΑ βοήθησε τον Μοχάμεντ Νταούντ Χαν να καταλάβει την εξουσία από τον Ζαχίρ Σαχ σε ένα σχεδόν αναίμακτο στρατιωτικό πραξικόπημα.[16] Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Νταούντ, ιδρύθηκε η Δημοκρατία του Αφγανιστάν του Νταούντ. Μετά το πραξικόπημα, η λογιά τζιργκά (εθνοσυνέλευση) ενέκρινε το νέο σύνταγμα του Νταούντ για την ίδρυση ενός προεδρικού μονοκομματικού συστήματος διακυβέρνησης τον Ιανουάριο του 1977.[17] Το νέο σύνταγμα απομάκρυνε τον Νταούντ από πολλούς πολιτικούς συμμάχους του.[16]

Η Σοβιετική Ένωση με βάση της τη Μόσχα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη συμφιλίωση της συνιστώσας Χαλκ με επικεφαλής τον Ταρακί με την Παρτσάμ που είχε επικεφαλής τον Καρμάλ. Τον Μάρτιο του 1977, επιτεύχθηκε επίσημη συμφωνία για ενότητα, και τον Ιούλιο οι δύο συνιστώσες πραγματοποίησαν την πρώτη κοινή τους σύσκεψη σε μια δεκαετία. Μετά τον διαχωρισμό των συνιστωσών το 1967 και οι δύο πλευρές διατήρησαν επαφή με τη σοβιετική κυβέρνηση.[18]

Και οι δύο συνιστώσες ήταν σταθερά υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης. Υπάρχουν ισχυρισμοί ότι δέχτηκαν οικονομικές και άλλες μορφές βοήθειας από τη σοβιετική πρεσβεία και τα όργανα πληροφοριών. Ωστόσο, οι Σοβιετικοί ήταν κοντά στον βασιλιά Ζαχίρ Σαχ και τον ξάδελφό του Νταούντ Χαν—τον πρώτο πρόεδρο του Αφγανιστάν—και θα μπορούσε να βλάψει τις σχέσεις τους.[19] Δεν υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι Σοβιετικοί παρείχαν οικονομική βοήθεια στο Χαλκ ή στο Παρτσάμ.

Ο Ταρακί και ο Καρμάλ διατήρησαν στενή επαφή με την Πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης και το προσωπικό της στην Καμπούλ και φαίνεται ότι η Σοβιετική Στρατιωτική Υπηρεσία Πληροφοριών βοήθησε στην πρόσληψη στρατιωτικών αξιωματικών του Χαλκ.[20]

Η Εξέγερση του Σαούρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Έξω από την πύλη του Υπουργείου Άμυνας του Αφγανιστάν στην Καμπούλ, μία ημέρα μετά την Εξέγερση του Σαούρ στις 28 Απριλίου 1978.

Το 1978, ένα εξέχον μέλος του ΛΔΚΑ από το Παρτσάμ, ο Μιρ Ακμπάρ Χαϊμπέρ, σύμφωνα με ισχυρισμούς δολοφονήθηκε από την κυβέρνηση και τους συνεργάτες της. Ενώ η κυβέρνηση απέρριψε τυχόν ισχυρισμούς περί δολοφονίας τους, τα μέλη του ΛΔΚΑ φαινόταν να φοβούνται ότι ο Μοχαμάντ Νταούντ Χαν σχεδίαζε να τους εξοντώσει όλους.[21] Λίγο μετά τη μαζική διαμαρτυρία κατά της κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της κηδείας του Χαϊμπέρ, οι περισσότερες ηγετικές μορφές του ΛΔΚΑ συνελήφθησαν από την κυβέρνηση. Ο Χαφιζουλάχ Αμίν με αρκετούς Αφγανούς στρατιωτικούς που υποστηρίζουν τη συνιστώσα Χαλκ απέφυγε τη φυλάκιση. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στην ομάδα να οργανώσει μια εξέγερση. Η κυβέρνηση του Νταούντ τελικά κατέρρευσε χάρη στους στρατιωτικούς του ΛΔΚΑ. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα, η ηγεσία του ΛΔΚΑ αποφυλακίστηκε. Ο Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί, ο Μπαμπράκ Καρμάλ και ο Χαφιζουλάχ Αμίν ανέτρεψαν το καθεστώς του Νταούντ και μετονόμασαν τη χώρα σε Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν.[15]

Μία ημέρα μετά την Εξέγερση του Σαούρ στην Καμπούλ.

Την παραμονή του πραξικοπήματος, η αφγανική αστυνομία δεν έστειλε τον Αμίν στη φυλακή άμεσα, όπως συνέβη με τα τρία μέλη του Πολιτικού Γραφείου και τον Ταρακί στις 25 Απριλίου 1978. Η φυλάκισή του αναβλήθηκε για πέντε ώρες, και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου βρισκόταν σε κατ' οίκον περιορισμό. Έδωσε οδηγίες στους στρατιωτικούς του Χαλκ χάρη στην οικογένειά του η οποία μετέφερε τις οδηγίες στους αξιωματικούς. Ο Αμίν φυλακίστηκε στις 26 Απριλίου 1978.[15]

Το καθεστώς του Προέδρου Νταούντ έπεσε βίαια τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Απριλίου 1978, όταν στρατιωτικές μονάδες από τη στρατιωτική βάση της Καμπούλ, πιστές στο Χαλκ, εισέβαλαν στο Προεδρικό Μέγαρο της Καμπούλ.[22] Το πραξικόπημα σχεδιάστηκε επίσης στρατηγικά για αυτή την ημερομηνία, επειδή ήταν μια μέρα πριν την Παρασκευή, ημέρα προσευχής για τους μουσουλμάνους, και οι περισσότεροι στρατιωτικοί διοικητές και πολιτικό προσωπικό δεν βρισκόταν σε υπηρεσία. Τα τεθωρακισμένα χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και στο πραξικόπημα, με τον Στρατηγό Ασλάμ Βαταντζάρ να διοικεί το σώμα. Με τη βοήθεια της πολεμικής αεροπορίας του Αφγανιστάν υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Αμπντούλ Καντίρ, τα στασιαστικά στρατεύματα υπερίσχυαν της επίμονης αντίστασης της Προεδρικής Φρουράς και σκότωσαν τον Νταούντ και τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του.[16][23] Ο Καντίρ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας από τις 27 έως τις 30 Απριλίου 1978 ως επικεφαλής του Στρατιωτικού Επαναστατικού Συμβουλίου.[24]

Νέες μεταρρυθμίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διχασμένο ΛΔΚΑ διαδέχθηκε το καθεστώς του Νταούντ με μια νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί και της συνιστώσας Χαλκ. Στην Καμπούλ, το αρχικό υπουργικό συμβούλιο φαινόταν να είναι προσεκτικά ορισμένο ώστε οι θέσεις να εναλάσσονται μεταξύ του Χαλκ και του Παρτσάμ. Ο Ταρακί ήταν Πρωθυπουργός, ο Μπαμπράκ Καρμάλ αναπληρωτής Πρωθυπουργός και ο Χαφιζουλάχ Αμίν Υπουργός Εξωτερικών.[25][26]

Μόλις βρέθηκε στην εξουσία, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ταχέως εκσυγχρονισμού που επικεντρώθηκε στο διαχωρισμό της θρησκείας και του κράτους, στην εξάλειψη του αναλφαβητισμού (που τότε βρισκόταν στο 90%), στην αγροτική μεταρρύθμιση, στη χειραφέτηση των γυναικών και στην κατάργηση των φεουδαρχικών πρακτικών. Μια εθνική σημαία σοβιετικού στιλ αντικατέστησε το παραδοσιακό μαύρο, κόκκινο και πράσινο.[27]

Οι παραδοσιακές πρακτικές που θεωρούνταν φεουδαρχικές - όπως η τοκογλυφία, η τιμή της νύφης και ο καταναγκαστικός γάμος - απαγορεύτηκαν και η ελάχιστη ηλικία γάμου αυξήθηκε.[28][29] Η κυβέρνηση ενίσχυσε την εκπαίδευση τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες και ξεκίνησε μια φιλόδοξη εκστρατεία γραμματισμού.[30] Ο νόμος της Σαρίας καταργήθηκε και οι άνδρες ενθαρρύνονταν να ξυρίσουν τις γενειάδες τους.

Αυτές οι νέες μεταρρυθμίσεις δεν έγιναν δεκτές σε ικανοποιητικό βαθμό από την πλειοψηφία του αφγανικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές. Πολλοί Αφγανοί τις θεώρησαν ως μη ισλαμικές και ως αναγκαστική προσέγγιση του δυτικού πολιτισμού στην αφγανική κοινωνία.[29][30][31] Οι περισσότερες από τις νέες πολιτικές της κυβέρνησης ήλθαν σε άμεση σύγκρουση με την παραδοσιακή αντίληψη του Ισλάμ στο Αφγανιστάν, καθιστώντας τη θρησκεία μία από τις δυνάμεις που μπόρεσαν να ενώνουν τον φυλετικά και εθνοτικά κατακερματισμένο πληθυσμό ενάντια στην μη δημοφιλή νέα κυβέρνηση και να προωθήσουν τη συμμετοχή του Ισλάμ στην αφγανική πολιτική.

Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε μια εκστρατεία, κυρίως στη φυλακή Πουλ-ε-Τσαρκί.[32][33]>[34]

Το κόμμα προσπάθησε να αποκτήσει περισσότερους υποστηρικτές. Παρά τις καταγγελίες και τις προβλέψεις από συντηρητικά στοιχεία, ενάμιση χρόνο μετά το πραξικόπημα δεν είχαν οριστεί περιορισμοί στη θρησκευτική πρακτική.[35]

Διακυβέρνηση του Παρτσάμ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη σοβιετική επιχείρηση του 1979, την επιχείρηση Καταιγίδα-333, οι σοβιετικές ειδικές δυνάμεις, Σπετσνάζ, εισέβαλαν στο Παλάτι Τατζμπέγκ και σκότωσαν τον πρόεδρο Χαφιζουλάχ Αμίν.[36] Ο θάνατος του Αμίν οδήγησε τον Μπαμπράκ Καρμάλ στη θέση του νέου προέδρου του Αφγανιστάν και του Γενικού Γραμματέα του ΛΔΚΑ. Μετά το θάνατο του Αμίν η σοβιετική παρέμβαση ξεκίνησε το 1979.[23] Την στιγμή της δολοφονίας του Αμίν, ο Καρμάλ εξορίστηκε στην Πράγα ως πρέσβης του Αφγανιστάν στην Τσεχοσλοβακία.[37]

Η Μόσχα θεώρησε τον Καρμάλ αποτυχημένο και τον κατηγόρησε για τα προβλήματα. Χρόνια αργότερα, όταν η αδυναμία του Καρμάλ να εδραιώσει την κυβέρνησή του κατέστη προφανής, ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, τότε Γενικός Γραμματέας του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, δήλωσε:[38]

Ο κύριος λόγος που δεν έχει υπάρξει εθνική συμφιλίωση ακόμη είναι επειδή ο σύντροφος Καρμάλ ελπίζει να συνεχίσει να βρίσκεται στην εξουσία με τη βοήθειά μας.

Επιπλέον, ορισμένοι Αφγανοί στρατιώτες που είχαν αγωνιστεί υπέρ της σοσιαλιστικής κυβέρνησης άρχισαν να λιποτακτούν ή να εγκαταλείπουν τον στρατό. Τον Μάιο του 1986 ο Καρμάλ αντικαταστάθηκε ως ηγέτης του κόμματος από τον Μοχαμάντ Νατζιμπουλάχ και έξι μήνες αργότερα απομακρύνθηκε από την προεδρία. Ο διάδοχός του ως πρόεδρος ήταν ο Χατζί Μοχαμάντ Τσαμκανί. Τότε ο Καρμάλ μετακόμισε (ή, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς, εξορίστηκε) στη Μόσχα.[39]

Εθνική συμφιλίωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφού η Σοβιετική Ένωση κατέστρεψε τα περισσότερα χωριά νότια και ανατολικά της Καμπούλ, προκαλώντας τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή, η κατάρρευση του ΛΔΚΑ συνεχίστηκε με τη βελτίωση της θέσης των ανταρτών μουτζαχεντίν, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν σε πακιστανικά στρατόπεδα με αμερικανική υποστήριξη. Μεταξύ 1982 και 1992, ο αριθμός των ατόμων που στρατολογήθηκαν από την Πακιστανική Υπηρεσία Πληροφοριών για να συμμετάσχουν στην εξέγερση ξεπέρασε τους 100.000.

Η Σοβιετική Ένωση αποχώρησε το 1989, αλλά συνέχισε να παρέχει στρατιωτική βοήθεια αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων στο καθεστώς του ΛΔΚΑ μέχρι την κατάρρευση της το 1991.

Η αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων στα τέλη του 1989 μετέβαλε την πολιτική δομή που είχε επιτρέψει στο ΛΔΚΑ να παραμείνει στην εξουσία όλα αυτά τα χρόνια. Η εσωτερική κατάρρευση της κυβέρνησης άρχισε όταν ο Χεκματιάρ απέσυρε την υποστήριξή του προς την κυβέρνηση. Αργότερα τον Μάρτιο του 1990, ο Υπουργός Άμυνας και επιτελάρχης των ενόπλων δυνάμεων Σαχναβάζ Ταναΐ προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία μέσω στρατιωτικού πραξικοπήματος.[40] Το πραξικόπημα απέτυχε και ο Ταναΐ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Ο Νατζιμπουλάχ παρέμεινε στην προεδρία, οπότε τον Ιούνιο του 1990 μετονόμασε το Κόμμα σε Πατριωτικό Κόμμα.[41] Το κόμμα αυτό απέρριψε τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία που είχε προηγουμένως το ΛΔΚΑ.[42]

Το 1991, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε και η υποστήριξη προς το Κομμουνιστικό Αφγανιστάν σταμάτησε. Τον Μάρτιο του 1992, το κομμουνιστικό καθεστώς στο Αφγανιστάν κατέρρευσε μετά την ξαφνική αλλαγή της πίστης του Αφγανού στρατηγού Αμπντούλ Ρασίντ Ντοστούμ.[42]

Η Σοβιετική Ένωση από το 1919 είχε επηρεάσει έντονα την αφγανική πολιτική, την οικονομία και τον στρατό. Οι χιλιάδες Αφγανοί φοιτητές και στρατιωτικοί ασκούμενοι στην ΕΣΣΔ αναγκάστηκαν να μελετήσουν τον μαρξισμό και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Ορισμένοι από αυτούς ακολούθησαν αυτήν την ιδεολογία.[43] Ο Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί, ο πρώτος πρόεδρος του Αφγανιστάν υπό το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα το 1978, είχε εργαστεί και σπουδάσει στην Ινδία από το 1932 και συναντήθηκε με μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ινδίας με αποτέλεσμα να ακολουθήσει την ιδεολογία του κομμουνισμού. Ο Χαφιζουλάχ Αμίν, ο δεύτερος πρόεδρος του Αφγανιστάν υπό το ΛΔΚΑ, ενίσχυσε τις αριστερές του πεποιθήσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών του στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι Ταρακί και Μπαμπράκ Καρμάλ (ο τρίτος πρόεδρος του Αφγανιστάν υπό το ΛΔΚΑ) είχαν συχνές επαφές με τη σοβιετική πρεσβεία στο Αφγανιστάν από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.[43]

Το ΛΔΚΑ, από την ίδρυσή του το 1965 έως τουλάχιστον το 1984, αυτοχαρακτηριζόταν ως «εθνικό δημοκρατικό» (όχι «κομμουνιστικό»). Αλλά είχε, κατά την άποψή του για τις διεθνείς σχέσεις, πάντα ξεκάθαρο φιλοσοβιετικό προσανατολισμό.[43] Το μυστικό κομματικό σύνταγμα του 1965 ζητούσε την «επέκταση και ενίσχυση των φιλικών σχέσεων Αφγανιστάν-Σοβιετικής Ένωσης». Σε ένα ιστορικό σημείωμα του κόμματος το 1976 αναφερόταν: το κόμμα αγωνίζεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ιδιαίτερα τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τον σύμμαχο του, τον μαοϊσμό, και αγωνίζεται μαζί με τα αδελφικά μας κόμματα, κυρίως μεταξύ αυτών το λενινιστικό κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης.[43] Σε ένα φυλλάδιο του 1978, το ΛΔΚΑ αυτοχαρακτηρίστηκε ως «πρωτοπορία της εργατικής τάξης» και ο Πρόεδρος Ταρακί ως «έμπειρος μαρξιστής-λενινιστής».[43] Αυτά οδήγησαν τους δυτικούς συγγραφείς να χαρακτηρίσουν το ΛΔΚΑ ως «σαφούς μαρξιστικού προσανατολισμού»,[43] «ένα ομολογουμένως φιλοσοβιετικό σοσιαλιστικό κίνημα»[44] ή μεταρρυθμιστικό «με μια σοσιαλιστικούς δεσμούς».[45]

Ο πρόεδρος Ταρακί μετά το πραξικόπημα του ΛΔΚΑ τον Απρίλιο του 1978 δήλωσε ότι τα μέλη του κόμματος ήταν εθνικιστές και επαναστάτες αλλά όχι «κομμουνιστές» και δήλωναν δέσμευση στο Ισλάμ μέσα σε ένα κοσμικό κράτος.[45] Από τη στιγμή που βρισκόταν στην εξουσία, το ΛΔΚΑ, το οποίο κυριαρχούνταν από αστικούς διανοούμενους, φαίνεται ότι στερούνταν μιας πραγματικής κοινωνικής βάσης στο συντριπτικά μεγάλο αγροτικό και ισλαμικό έθνος, όπου παρόλα αυτά ξεκίνησε ένα πρόγραμμα το οποίο αφορούσε από την ανακατανομή της γης έως τη χειραφέτηση και την εκπαίδευση των γυναικών, τα παραδοσιακά έθιμα, τους θρησκευτικούς νόμους και την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της Καμπούλ και των επαρχιών.[44] Λόγω του ριζοσπαστικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, της ταξικής πάλης, της αντιιμπεριαλιστικής ρητορικής, της υπογραφής συνθήκης φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση, της αυξημένης παρουσίας σοβιετικών συμβούλων στη χώρα και της υποστήριξης χωρών όπως η Κούβα και η Βόρεια Κορέα, το ΛΔΚΑ χαρακτηρίστηκε τότε «κομμουνιστικό» από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και τους εγχώριους αντιπάλους του.[45]

  • 1ο Συνέδριο (1967)
  • 2ο Συνέδριο (1987)

Κεντρική Επιτροπή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο μεταξύ Απριλίου 1978 και Σεπτεμβρίου 1979 η Κεντρική Επιτροπή αποτελούνταν από 38 άτομα, από τα οποία 12 καθαιρέθηκαν, φυλακίστηκαν ή εκτελέστηκαν κατόπιν εντολής του Ταρακί μετά την Εξέγερση του Σαούρ.[46] Με την εκδίωξη και εκτέλεση του Ταρακί το 1979, άλλο ένα μέλος απομακρύνθηκε.[46] Κατά τη σύντομη διακυβέρνηση του Χαφιζουλάχ Αμίν, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου του 1979, η Κεντρική Επιτροπή είχε το πολύ 33 μέλη, 12 από τα οποία διορίστηκαν από τον ίδιο.[46] Μετά την άνοδο του Μπαμπράκ Καρμάλ στην εξουσία, 25 μέλη εκτελέστηκαν ή καθαιρέθηκαν σύμφωνα με τις εντολές του (76% των μελών).[46] Επανέφερε 14 μέλη (συμπεριλαμβανομένου του ιδίου), που είχαν καθαιρεθεί είτε από τον Ταρακί είτε από τον Αμίν, διόρισε 15 νέους και διατήρησε 7 διορισμένους από τον Αμίν.[46] Η Κεντρική Επιτροπή αποτελούνταν πλέον από 36 μέλη.[46] Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1981, διορίστηκαν 10 νέα μέλη στην Κεντρική Επιτροπή (το σώμα αποτελούνταν πλέον από 46 μέλη), σε μία απόπειρα να αυξηθεί η εκπροσώπηση του Παρτσάμ.[46] Δύο χρόνια αργότερα, το 1983, διορίστηκαν ακόμη έξι μέλη, ενώ η Κεντρική Επιτροπή αποτελούνταν από 52 πλήρη μέλη και 27 υποψήφια μέλη.[46] Από τα 52 αυτά μέλη, μόνο τρία είχαν διατηρήσει τη θέση τους διαρκώς κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης των Ταρακί, Αμίν και Καρμάλ. Πρόκειται για τους Αμπντούρ Ρασίντ Αριάν, Μοχάμεντ Ισμαΐλ Ντανές και Σαλέχ Μοχαμάντ Ζεαρί (αναφέρεται ότι ήταν μέλος του Χαλκ).[46]

Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεντρική Επιτροπή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικός Γραμματέας, Πολιτικό Γραφείο και Γραμματεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Πολιτικό Γραφείο και η Γραμματεία εκλεγόταν σε ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, όπως ακριβώς συνέβαινε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης.[47] Όπως και στη Σοβιετική Ένωση, το Πολιτικό Γραφείο ήταν το κύριο εκτελεστικό και νομοθετικό όργανο του ΛΔΚΑ, όταν δεν υπήρχε σε εξέλιξη συνέδριο, διάσκεψη ή Κεντρική Επιτροπή.[47] Όλες οι αποφάσεις του Πολιτικού Γραφείου υλοποιούνταν από τη Γραμματεία, όργανο που συνερχόταν ταυτόχρονα με το Πολιτικό Γραφείο.[47]

Κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του, το σώμα αποτελούνταν συνήθως από 7 έως 9 μέλη.[48] Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ταρακί, 10 μέλη είχαν θέσεις στο Πολιτικό Γραφείο του ΛΔΚΑ. Ο αριθμός αυτός μειώθηκε σε επτά από την Αμίν (μόνο τέσσερα μέλη από την περίοδο του Ταρακί διατηρήθηκαν κατά τη διακυβέρνηση του Αμίν), ενώ αυξήθηκε και πάλι σε εννέα από την Καρμάλ.[48] Έξι μέλη από την περίοδο του Αμίν είτε εκτελέστηκαν είτε εξαφανίστηκαν, και ο Καρμάλ μετέτρεψε το Πολιτικό Γραφείο σε σώμα που κυριαρχούνταν από το Παρτσάμ.[48] Αμέσως μετά την Εξέγερση του Σαούρ, υπήρξε «σχεδόν ισορροπία» μεταξύ μελών του Χαλκ και του Παρτσάμ στο σώμα, αλλά η αντιπροσώπευση του Χαλκ αυξανόταν διαρκώς υπό τη μορφή μιας πλειοψηφίας του Αμίν.[48] Το Πολιτικό Γραφείο διέθετε μία γυναίκα μέλος καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, την Αναχίτα Ρατεμπζάντ.[49] Σε αντίθεση με τις σοβιετικές πρακτικές, το ΛΔΚΑ δε δημοσίευε τον κατάλογο των μελών του Πολιτικού Γραφείου σύμφωνα με τον βαθμό, αλλά με αλφαβητική σειρά.[48] Ωστόσο, υπάρχει εξαίρεση όπως δημοσιεύθηκε στο Εγχειρίδιο για ακτιβιστές του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν (το οποίο εκδόθηκε μετά την 6η Σύνοδο της Ολομέλειας της 1ης Κεντρικής Επιτροπής τον Ιούνιο του 1981).[49]

Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εποπτευόμενα όργανα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κεντρική Επιτροπή του ΛΔΚΑ διέθετε διάφορες εξειδικευμένες επιτροπές που χειρίζονταν καθημερινές υποθέσεις.[50] Για παράδειγμα, το κόμμα είχε την Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων, υπεύθυνη για τις σχέσεις του ΛΔΚΑ με άλλα κόμματα, την Επιτροπή Διοργανισμού, υπεύθυνη για το διορισμό προσωπικού σε εθνικό επίπεδο[50] και την Επιτροπή Άμυνας και Δικαστικών, αρμόδια για τη στρατιωτική πολιτική.[51]

Οργανισμοί χαμηλότερου επιπέδου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1982 και έπειτα, το ΛΔΚΑ απέκτησε οργανωτική επέκταση στις επαρχίες.[52] Για παράδειγμα, το 1982 υπήρχαν 144 επιτροπές περιφερειακού και υποπεριφερειακού επιπέδου. Από τα μέσα του 1984 αυξήθηκαν σε 205.[52] Από τις 55 παραμεθόριες επαρχίες του Αφγανιστάν, 15 από αυτές δε διέθεταν κύρια κομματική οργάνωση, ενώ άλλες 19 είχαν μόνο μία τέτοια οργάνωση σε κάθε περιοχή και στις υπόλοιπες 21 το κόμμα, ενώ ήταν καλύτερα οργανωμένο, παρέμεινε αναποτελεσματικό.[52] Παρόλα αυτά, κατά την περίοδο 1982–1987, το ΛΔΚΑ γνώρισε οργανωτική ανάπτυξη. Σημείωσε αύξηση των κύριων κομματικών οργανώσεων από 443 σε 1.331.[52] Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπιζε το κόμμα ήταν ότι δεν οργανώθηκε στα μικρά χωριά του Αφγανιστάν. Από τα περίπου 25.000 χωριά που υπήρχαν στο Αφγανιστάν, το κόμμα διοργανώθηκε σε περίπου 2.000.[53] Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι η κεντρική ηγεσία του κόμματος είχε ελάχιστες επαφές με οργανώσεις χαμηλότερου επιπέδου στις επαρχίες ή, γενικά, με τον λαό.[53] Το 1987, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Νατζιμπουλάχ, διορίστηκαν στη Κεντρική Επιτροπή γραμματείς σε επίπεδο χωριού σε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η επαφή κέντρου-επαρχιών.[53] Παράλληλα, σημειώθηκε τριπλασιασμός των επισκέψεων του προσωπικού από την κεντρική επιτροπή στις επαρχίες, σε μια άλλη προσπάθεια να ενισχυθεί η επαφή του κόμματος με τα χαμηλότερα και τα μη μέλη του ΛΔΚΑ. [53]

Ένα σημαντικό πρόβλημα καθ' όλη τη διακυβέρνηση του ΛΔΚΑ ήταν ότι η πλειονότητα των στελεχών της μεσαίας τάξης κατοικούσε στην Καμπούλ και όχι στις περιοχές για τις οποίες ήταν υπεύθυνοι.[53] Από τα 10.000 στελέχη μεσαίας τάξης στα μέσα της δεκαετίας του 1980, 5.000 από αυτούς κατοικούσαν στην Καμπούλ.[53] Για παράδειγμα, κατά την περίοδο 1982–83 ο κυβερνήτης της επαρχίας Φαρυάμπ επισκέφθηκε την επαρχία μόνο κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, όταν οι μουτζαχεντίν απέσυραν τα στρατεύματά τους από την περιοχή κατά τους μήνες αυτούς.[54] Ένα άλλο πρόβλημα, στην επαρχία Φαρυάμπ, ήταν ότι το ΛΔΚΑ ήταν αδρανές και η πλειοψηφία των κατοίκων θεωρούσε ότι ο Μοχάμεντ Νταούντ Χαν, ο πρόεδρος που ανέτρεψαν οι κομμουνιστές το 1978, συνέχιζε να κυβερνά τη χώρα.[54] Μια άλλη περίπτωση, αυτή της επαρχίας Νανγκαράρ (στην οποία η κυβέρνηση είχε τον πλήρη έλεγχο) αντιμετώπισε παρόμοιο πρόβλημα. Η οργάνωση του κόμματος ήταν αδρανοποιημένη.[54] Για την επίλυση αυτού του προβλήματος, το ΛΔΚΑ επιδίωξε να βελτιώσει την εκπαίδευση των στελεχών με την εγγραφή τους σε εκπαιδευτικά ιδρύματα στο εντός του ΛΔΚΑ, δημόσια πανεπιστήμια ή να τους δώσει εκπαιδευτικές ευκαιρίες στο Ανατολικό Μπλοκ ή στη Σοβιετική Ένωση.[54] Το Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του ΛΔΚΑ είχε δυναμικότητα 2.500 φοιτητών και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 είχε πάνω από 10.000 απόφοιτους.[54] Παρ' όλα αυτά, το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπιζε το κόμμα ήταν οι μη ασφαλείς συνθήκες που αντιμετώπιζαν τα μέλη του κόμματος που υπηρετούσαν στις επαρχίες. Για παράδειγμα, όταν στην επαρχιακή επιτροπή του Γκαζνί συγκλήθηκε συνάντηση, οι συμμετέχοντες έπρεπε να περιμένουν τρεις μήνες για να φτάσουν στην πατρίδα τους (μιας και περίμεναν μια θωρακισμένη φάλαγγα και ένα ελικόπτερο).[55]

Το ΛΔΚΑ είχε 5.000 με 7.000 μέλη όταν ανήλθε στην εξουσία.[56] Ωστόσο, ο συγγραφέας Μπρους Άμστουτζ θεωρούσε ότι τα μέλη του ΛΔΚΑ ήταν πιθανόν γύρω στα 6.000 όταν ο Καρμάλ κατέλαβε την εξουσία.[57] Λίγο περισσότερο από ένα χρόνο αργότερα, υπολογίστηκε ότι τα μέλη κυμαινόταν μεταξύ 10.000 και 15.000.[57] Μέχρι το 1984, το κόμμα είχε 20.000 έως 40.000 μέλη (σε αυτόν τον αριθμό περιλαμβάνονται τόσο τα τακτικά όσο και τα δοκιμαστικά μέλη της), ως αποτέλεσμα συντονισμένων κινήσεων μελών σε κυβερνητικά ιδρύματα, κρατικές επιχειρήσεις και στρατιωτικούς.[57] Ωστόσο, κατά την 1η Διάσκεψη του ΛΔΚΑ, ο Καρμάλ υποστήριξε ότι το κόμμα είχε 62.820 τακτικά και δοκιμαστικά μέλη. Ο αριθμός αυτός ήταν υπερβολικός.[57] Το συνέδριο ανέφερε αύξηση 21.700 μελών από τον Αύγουστο του 1981.[57] Έκτοτε, μέχρι μια κομματική συνέλευση το 1983, κορυφαίοι αξιωματούχοι του κόμματος ισχυρίστηκαν ότι το κόμμα είχε 63.000 έως 70.000 μέλη.[57] Μισά από τα μέλη το 1982 προερχόταν από τις ένοπλες δυνάμεις (κυριαρχούσε το Χαλκ).[57] Τον Αύγουστο του 1982, ο Καρμάλ υποστήριξε ότι το ΛΔΚΑ είχε 20.000 μέλη εντός του στρατού και δήλωσε ότι «η διοργάνωση του στρατιωτικού κόμματος αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του ΛΔΚΑ».[57] Στις αρχές του έτους, τον Μάρτιο, σοβιετικές πηγές ανέφεραν ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση μελών του ΛΔΚΑ βρισκόταν στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο της Καμπούλ (με περίπου 600 μέλη) και στο Πανεπιστήμιο της Καμπούλ (με περίπου 1.000 μέλη).[58] Το 1983, ο Καρμάλ ισχυρίστηκε ότι τα μέλη του κόμματος είχαν αυξηθεί κατά 35% στα 90.000, ενώ το επόμενο έτος παρατηρήθηκε αύξησε κατά 33% στα 120.000 μέλη.[58]

Ενώ η αύξηση των μελών κατέστησε το ΛΔΚΑ ισχυρότερο, η αύξηση αυτή παρατηρήθηκε ταυτόχρονα με αυξημένη αδιαφορία μεταξύ των μελών (η πλειοψηφία εντάχθηκε λόγω καιροσκοπισμού).[58] Πριν από το πραξικόπημα του 1973 υπό την ηγεσία του Μοχάμεντ Νταούντ Χαν, η συντριπτική πλειοψηφία των μελών αποτελούνταν από «πτυχιούχους κολεγίων», πολλοί από τους οποίους είτε σπούδαζαν είτε εργάζονταν στον δημόσιο τομέα.[58] Μετά το πραξικόπημα του 1973, το Χαλκ άρχισε να εγγράφει μέλη από το Σώμα Αξιωματικών, κάτι που αποδείχθηκε επιτυχές στην ανάληψη της εξουσίας το 1978.[58] Εντούτοις, μετά το πραξικόπημα, τα μέλη μειώθηκαν σημαντικά (πιθανώς λόγω της αυξανόμενης αυταρχικής πολιτικής της κυβέρνησης).[58] Μέχρι το 1979, μόνο οι πιο κραυγαλέοι καιροσκόποι ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν στο κόμμα. Το κόμμα βρισκόταν στο ναδίρ του.[58] Μετά τη σοβιετική παρέμβαση, οι Σοβιετικοί ανάγκασαν το ΛΔΚΑ να εγγράψει περισσότερα μέλη. Το 1981, η δοκιμαστική περίοδος εγγραφής νέου μέλους μειώθηκε από ένα χρόνο σε έξι μήνες και για να πλέον απαιτούνταν λιγότεροι εγγυητές για την εγγραφή.[58] Η εκστρατεία εγγραφών από το 1981 έως το 1983 αύξησε τα μέλη του κόμματος. Η πλειοψηφία των νέων μελών εργαζόταν είτε στις κρατικές επιχειρήσεις, είτε στον στρατό.[59] Το κύριο πρόβλημα ήταν ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους νεοεγγεγραμμένους ήταν «λειτουργικά αναλφάβητοι», γεγονός που στην πραγματικότητα οδήγησε σε μια συνολική μείωση της ποιότητας των μελών του κόμματος.[59] Τον Απρίλιο του 1981, το 25–30% των μελών ήταν «εργαζόμενοι, αγρότες, στρατιώτες και άλλοι εργάτες». Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 38% (τόσο τα τακτικά όσο και τα δοκιμαστικά μέλη) το 1982 και το 1983, σύμφωνα με τον Καρμάλ, το 28,4% ήταν τακτικά μέλη.[59]

Δημοκρατική Οργάνωση Νεολαίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. «Internal Refugees: Flight to the Cities». Library of Congress. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2019. 
  2. «Afghanistan: Blood-Stained Hands: II. Historical Background». www.hrw.org. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  3. Ruttig, Thomas· Yawar Adili, Ali (21 Αυγούστου 2017). «The Ghost of Najibullah: Hezb-e Watan announces (another) relaunch - Afghanistan Analysts Network». www.afghanistan-analysts.org. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  4. Saikal, Amin· Farhadi, A. G. Ravan (2012). Modern Afghanistan: A History of Struggle and Survival. London: I.B.Tauris. σελ. 164. ISBN 9781780761220. 
  5. Ruttig, Thomas. «Islamists, Leftists – and a Void in the Center. Afghanistan's Political Parties and where they come from (1902-2006)» (PDF). Konrad Adenauer Siftung. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  6. Khan, Lal (13 Σεπτεμβρίου 2010). «Is misery Afghanistan's destiny?: The story of Afghanistan's Saur Revolution». www.marxist.com. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  7. Amstutz, J. Bruce (1994). Afghanistan: The First Five Years of Soviet Occupation. Washington: DIANE Publishing. σελ. 65. ISBN 9780788111112. 
  8. Marchevsky, Alejandra· Theoharis, Jeanne (2006). Not Working: Latina Immigrants, Low-wage Jobs, and the Failure of Welfare Reform. New York University Press. σελ. 386. ISBN 9780814757109. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2019. 
  9. Amstutz, J. Bruce (1994). Afghanistan: The First Five Years of Soviet Occupation. Washington: DIANE Publishing. σελ. 70. ISBN 9780788111112. 
  10. 10,0 10,1 10,2 Runion, Meredith L. (2007). The History of Afghanistan. Greenwood Publishing Group. σελ. 106. ISBN 9780313337987. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2014. 
  11. Arnold, Anthony (1983). Afghanistan's Two-party Communism: Parcham and Khalq. Stanford: Hoover Press. ISBN 9780817977931. 
  12. «The Setami Milli Faction». lib.rus.ec (στα Ρωσικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  13. «The Splinter of Afghanistan's Communists». newscentralasia.net. 19 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  14. John Kifner (2 Δεκεμβρίου 1987). «Man in the News; A Tough Ox For Afghans: Najibullah». The New York Times. https://www.nytimes.com/1987/12/02/world/man-in-the-news-a-tough-ox-for-afghans-najibullah.html?sec=&spon=&pagewanted=all. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2019. 
  15. 15,0 15,1 15,2 Anthony Arnold. Afghanistan, the Soviet invasion in perspective. Google Books. ISBN 978-0-8179-8212-6. 
  16. 16,0 16,1 16,2 «Daoud's Republic». Countrystudies.us. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  17. Saikal, Amin· Farhadi, Ravan (2006). Modern Afghanistan: A History of Struggle and Survival. London: I. B. Tauris. σελ. 181. ISBN 9781845113162. 
  18. Arnold, Anthony (1985). Afghanistan, the Soviet Invasion in Perspective. Hoover Press. σελ. 51. ISBN 9780817982126. 
  19. «King Mohammed Zahir Shah and the Soviet Union». www.robinsonlibrary.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  20. Agwan, A. R.· Singh, N. K. A - E. Global Vision Publishing Ho. σελ. 109. ISBN 9788187746003. 
  21. Bosin, Yury V. (2009). «Afghanistan, 1978 Revolution and Islamic Civil War». Στο: Immanuel Ness. International Encyclopedia of Revolution and Protest (PDF). USA: Blackwell Publishing. σελ. 13–15. 
  22. Tomsen, Peter (2011). The Wars of Afghanistan: Messianic Terrorism, Tribal Conflicts, and the Failures of Great Powers. USA: PublicAffairs. σελ. 119. ISBN 9781586487812. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2019. 
  23. 23,0 23,1 «World: Analysis Afghanistan: 20 years of bloodshed». BBC. 26 Απριλίου 1998. http://news.bbc.co.uk/2/hi/south_asia/83854.stm. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  24. Bradsher, Henry St. Amant· Zeckhauser, Richard F. (1983). Afghanistan and the Soviet Union. Duke University Press. ISBN 9780822304968. 
  25. Bradsher, Henry S. Afghanistan and the Soviet Union. Durham: Duke Press Policy Studies, 1983. σσ. 72-73
  26. Amstutz, J. Bruce (1994). Afghanistan: The First Five Years of Soviet Occupation. DIANE Publishing. σελ. 226. ISBN 9780788111112. 
  27. Arnold, σ. 77
  28. «Women's Rights in the PDPA». en.convdocs.org. 4 Νοεμβρίου 1978. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  29. 29,0 29,1 «Secular PDPA». countrystudies.us. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  30. 30,0 30,1 «Women in Afghanistan: Pawns in men's power struggles». www.amnesty.org. Amnesty International. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  31. Ishiyama, John (2 Μαρτίου 2005). The Sickle and the Minaret: Communist Successor Parties in Yemen and Afghanistan after the Cold War. IDC Herzliya. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-11-20. https://web.archive.org/web/20111120212847/http://www.gloria-center.org/2005/03/ishiyama-2005-03-02/. Ανακτήθηκε στις 17 Μαρτίου 2019. 
  32. Benjamin A. Valentino. Final Solutions: Mass Killing and Genocide in the Twentieth Century Cornell University Press, 2004. σελ. 219. (ISBN 0-8014-3965-5)
  33. Kaplan, Robert D., Soldiers of God: With Islamic Warriors in Afghanistan and Pakistan, New York, Vintage Departures, (2001), σελ. 115
  34. Kabul's prison of death BBC, 27 Φεβρουαρίου 2006
  35. The Economist (London), 11 Σεπτεμβρίου 1979, σελ. 44.
  36. «Article on Storm-333» (στα Ρωσικά). VPK News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2019. 
  37. «Babrak Karmal». Afghanland.com. Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2009. 
  38. Kakar, Mohammad. Afghanistan. University of California Press, 1997.
  39. «Interviews with Babrak Karmal» (στα Περσικά). BBC News Persia. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2019. 
  40. Coll, Steve (29 Νοεμβρίου 2012). «Tanai Coup Attempt». Newyorker.com. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2019. 
  41. «Homeland Party-Current». Broadleft.org. 1 Οκτωβρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2019. 
  42. 42,0 42,1 Vogelsang, Willem (2001). The Afghans. Wiley. σελ. 1. ISBN 9780631198413. 
  43. 43,0 43,1 43,2 43,3 43,4 43,5 Amstutz, J Bruce (2002), Afghanistan: The First Five Years of Soviet Occupation, University Press of the Pacific, σελ. 31–36, ISBN 978-0898755282, https://books.google.it/books?id=RUSNyMH1aFQC&pg=PA31 
  44. 44,0 44,1 Galeotti, Mark (1995), Afghanistan: The Soviet Union's Last War, Frank Cass, London, σελ. 6, ISBN 0-7146-4567-2 
  45. 45,0 45,1 45,2 Blum, William (2004), Killing Hope. U.S. Military and CIA Interventions Since World War II. (Chapter 53: Afghanistan 1979-1992: America's Jihad), Common Courage Press, ISBN 978-1567512526, https://archive.org/details/isbn_9781567512526 
  46. 46,0 46,1 46,2 46,3 46,4 46,5 46,6 46,7 46,8 Amstutz 1984, σελ. 64.
  47. 47,0 47,1 47,2 Arnold 1983, σελ. 62.
  48. 48,0 48,1 48,2 48,3 48,4 Amstutz 1984, σελ. 65.
  49. 49,0 49,1 Amstutz 1984, σελ. 67.
  50. 50,0 50,1 Arnold 1983, σελίδες 179–180.
  51. Arnold 1983, σελ. 71.
  52. 52,0 52,1 52,2 52,3 Giustozzi 2000, σελ. 36.
  53. 53,0 53,1 53,2 53,3 53,4 53,5 Giustozzi 2000, σελ. 37.
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 54,4 Giustozzi 2000, σελ. 38.
  55. Giustozzi 2000, σελ. 39.
  56. «Internal Refugees: Flight to the Cities». Library of Congress Country Studies. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2019. 
  57. 57,0 57,1 57,2 57,3 57,4 57,5 57,6 57,7 Amstutz 1984, σελ. 81.
  58. 58,0 58,1 58,2 58,3 58,4 58,5 58,6 58,7 Amstutz 1984, σελ. 82.
  59. 59,0 59,1 59,2 Amstutz 1984, σελ. 83.
  • McCarthy, Greg (1985). Brugger, Bill, επιμ. Chinese Marxism in Flux, 1978–84: Essays on Epistemology, Ideology, and Political Economy. M.E. Sharpe. ISBN 0873323238. 
  • Fewsmith, Joseph (1997). Dilemmas of Reform in China: Political Conflict and Economic Debate. M.E. Sharpe. ISBN 1563243288. 
  • Sun, Yat (1995). The Chinese Reassessment of Socialism, 1976–1992. Princeton University Press. ISBN 0691029989. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]