Συντεταγμένες: 49°1′42″N 37°34′5″E / 49.02833°N 37.56806°E
Λαύρα του Σβιατογίρσκ | |
---|---|
Άποψη της Λαύρας του Σβιατογίρσκ. | |
Είδος | μοναστήρι |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 49°1′42″N 37°34′5″E |
Θρήσκευμα | Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας) και Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Θρησκευτική υπαγωγή | Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας) |
Διοικητική υπαγωγή | Σβιατογίρσκ και Όμπλαστ του Ντονέτσκ |
Χώρα | Ουκρανία |
Έναρξη κατασκευής | 15ος αιώνας |
Κατεδάφιση | 1787 |
Ιδιοκτήτης | Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας) |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η Λαύρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του Σβιατογίρσκ (ουκρανικά: Свято-Успенська Святогірська Лавра, ρωσικά: Свято-Успенская Святогорская лавра) αποτελεί σημαντικό ουκρανικό ανατολικό ορθόδοξο μοναστήρι, επί των όχθων του ποταμού Ντονέτς, πλησίον της κωμόπολης του Σβιατογίρσκ, στα ανατολικά της Ουκρανίας.
Η συγκεκριμένη λαύρα υπάγεται θρησκευτικά στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας).
Οι πηγές ποικίλουν ως προς την χρονολόγηση της ιδρύσεως του μοναστηριού. Σύμφωνα με ορισμένες εξ'αυτών, οι καταβολές του μοναστηριού χρονολογούνται στον 13ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία μοναχοί της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου οι οποίοι διέφυγαν του Κιέβου εμπρός στη μογγολική εισβολή αναζήτησαν καταφύγιο στην ευρύτερη περιοχή του Σβιατογίρσκ, όπου και οργανώθηκαν ως κοινότητες με βάση τις αρχές του μοναστικού βίου[1].
Ωστόσο, σύμφωνα με τις περισσότερες εκ των πηγών, οι πρώτοι μοναχοί εγκαταστάθηκαν στην τοποθεσία του μετέπειτα μοναστηριού, επί της πλαγιάς του λόφου, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ του 13ου και του 15ου αιώνα[2].
Η πρώτη γραπτή αναφορά στο μοναστήρι χρονολογείται στο 1526 και προέρχεται από τον πρεσβευτή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Ζίγκμουντ φον Χέρμπερσταϊν[2], ο οποίος αναφέρεται στο μοναστήρι χρησιμοποιώντας τον όρο «Άγιο Όρος» (ρωσικά: «Святые горы», το οποίο, στη συνέχεια, οδήγησε στην ονομασία Σβιατογίρσκ, εκ της οποίας και προήλθε το όνομα του μοναστηριού).
Ευρισκόμενο μεταξύ της Ρωσίας και του Χανάτου της Κριμαίας, το μοναστήρι δέχθηκε επίθεση και λεηλατήθηκε αρκετές φορές από τους Τατάρους της Κριμαίας.
Το 1624, το μοναστήρι αναγνωρίστηκε επισήμως ως «Μοναστήρι Σβιατογίρσκ Ουσπένσκι». Σε καιρό ειρήνης, το μοναστήρι φιλοξενούσε ιδιαιτέρως αριθμό προσκυνητών, ενώ, παράλληλα, φιλοξενούσε, κατά την περίοδο των μεγάλων θρησκευτικών εορτών του εκκλησιαστικού έτους, αρκετές δεκάδες χιλιάδες πιστούς[1].
Ωστόσο, το 1787, οι αντιμοναστικές μεταρρυθμίσεις της Αικατερίνης Β΄ απέβησαν μοιραίες για το μοναστήρι, καθώς ο συγκεκριμένος «επίγειος παράδεισος», όπως η ίδια περιέγραφε το μοναστήρι, διαλύθηκε μέσω ενός εκ των διαταγμάτων της, ενώ η ιδιοκτησία των εκτάσεων του μοναστηριού παραχωρήθηκε στον ευνοούμενό της, Γκριγκόρι Ποτέμκιν[2][1]. Έως το 1844 ο μοναστικός βίος έπαυσε να υφίσταται στη συγκεκριμένη τοποθεσία, ημερομηνία κατά την οποία ο Αυτοκράτορας Νικόλαος Α΄ διέταξε την επαναλειτουργία του μοναστηριού[2].
Κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου διάρκειας 70 ετών που ακολούθησε, το μοναστήρι γνώρισε δίχως προηγούμενο ακμή, με συνέπεια να καταστεί ως ένα εκ των σημαντικότερων μοναστηριών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Κατά τις απαρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αριθμούσε συνολικά, περίπου, 600 μοναχούς[2].
Ωστόσο, μετά το πέρας της Ρωσικής Επαναστάσεως και την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, το μοναστήρι γνώρισε περίοδο παρακμής: μεταξύ του 1917 και του 1922, οι χώροι του βεβηλώθηκαν και λεηλατήθηκαν, οι μοναχοί του σκοτώθηκαν, ενώ το 1922 έπαυσε την λειτουργία του κατόπιν σχετικού διατάγματος των κομμουνιστικών αρχών και μετατράπηκε σε οίκο ευγηρίας[1]. Κατά τη διάρκεια των αμέσως επόμενων ετών, τμήματα των κτιριακών εγκαταστάσεων του μοναστηριού καταστράφηκαν.
Έπειτα από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1991, το μοναστήρι αναστηλώθηκε, ενώ, παράλληλα, τα κτίρια τα οποία είχαν καταστραφεί ανακατασκευάστηκαν. Στη συνέχεια, το μοναστήρι επιστράφηκε στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία και επανέφερε εκ νέου τον μοναστικό βίο εντός των χώρων του μοναστηριού. Σήμερα, το μοναστήρι αποτελεί, εκ νέου, ένα εκ των σημαντικότερων της Ουκρανίας. Συνολικά, αριθμεί 100 μοναχούς[1], ενώ σε ετήσια βάση προσελκύει εκατοντάδες χιλιάδες προσκυνητές και επισκέπτες[1].
Το 2005, αναγνωρίστηκε ως «λαύρα»[1].
Λόγω του γραφικού χαρακτήρα του, το μοναστήρι, επί σειρά αιώνων, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για αριθμό καλλιτεχνών[1].