Συντεταγμένες: 47°03′21″N 6°40′22″E / 47.0559506°N 6.6727942°E
Λε Λοκλ | |||
---|---|---|---|
| |||
47°3′11″N 6°44′53″E | |||
Χώρα | Ελβετία | ||
Διοικητική υπαγωγή | Montagnes region | ||
• Μέλος του/της | Service intercommunal d'archivage[1] | ||
Έκταση | 23,14 km² και 23,13 km²[2] | ||
Υψόμετρο | 1.047 μέτρα και 971 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 10.433 (31 Δεκεμβρίου 2016) | ||
Ταχ. κωδ. | 2400 | ||
Τηλ. κωδ. | 032 | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Λε Λοκλ | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Ελβετία |
Τύπος | Πολιτιστικό |
Κριτήρια | (iv) |
Ταυτότητα | 1302-001 |
Περιοχή | Ελβετία |
Συντεταγμένες | N47 03 11 E6 44 53 |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 2009 (33η συνεδρίαση) |
Το Λε Λοκλ (γαλλικά: Le Locle) είναι πόλη της Ελβετίας, στο Καντόνι του Νεσατέλ. Έχει 10.444 κατοίκους και είναι έδρα σημαντικών οίκων ωρολογοποιίας. Μαζί με τη γειτονική πόλη τη Λα Σω-ντε-Φον έχει καταχωρηθεί από το 2009 στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο ως μοναδικό αρχιτεκτονικό σύνολο, εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην ωρολογοποιία.
Το Λε Λοκλ βρίσκεται στην ελβετική πλευρά του ορεινού περάσματος Κολ-ντε-Ρος (Col des Roches) της οροσειράς του Ιούρα, στα σύνορα μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας, σε υψόμετρο 946 μέτρων. Σε μια κοιλάδα μεταξύ της Λα Σω-ντε-Φον και του Λε Λοκλ πηγάζει ο ποταμός Μπιέ (Bied). Κυλώντας νοτιοδυτικά, διασχίζει την πόλη Λε Λοκλ υπογείως. Στα νοτιοδυτικά του Λε Λοκλ, βγαίνει πάλι στην επιφάνεια και ρέει απευθείας προς το ορεινό πέρασμα Κολ-ντε-Ρος. Εκεί εισχωρεί στο καρστικό σύστημα του Ιούρα και μετά από μια υπόγεια διαδρομή 400 μέτρων, εμφανίζεται ξανά στην γαλλική πλευρά, όπου παίρνει το όνομα Rançonnière και χύνεται στη λίμνη Chaillexon και στον ποταμό Ντου.
Το Λε Λοκλ έχει έκταση 34,69 km². Από αυτά, 12,41 km² (53,6%) καλύπτονται από βοσκοτόπια, ενώ 6,91 km² (29,9%) είναι δασική έκταση. Τα υπόλοιπα 3,69 km² (15,9%) είναι αστική περιοχή. Από αυτήν, τα βιομηχανικά κτίρια αποτελούσαν το 1,4% της συνολικής έκτασης, οι κατοικίες το 7,7% και οι υποδομές μεταφορών το 4,7%, ενώ τα πάρκα, οι πράσινες ζώνες και οι αθλητικοί χώροι αποτελούν το 1,3%.
O δήμος περιλαμβάνει τις κοινότητες Brenets, Cerneux-Péquignot, La Brévine[σημ. 1], La Chaux-du-Milieu, Ponts-de-Martel και Brot-Plamboz, με συνολικό πληθυσμό περίπου 15.000 κατοίκους.[4] Είναι η τρίτη μικρότερη πόλη της Ελβετίας [σημ. 2].
Το 1926 ένας τελωνοφύλακας της περιοχής εντόπισε στην είσοδο του τούνελ του Κολ ντε Ρος κάποια αρχαιολογικά ευρήματα. Οι αρχαιολογικές έρευνες, που ακολούθησαν, εντόπισαν κατώτερα στρώματα του Αζιλαίου και Ταρδενισιανού πολιτισμού της Μεσολιθικής εποχής, με ελάχιστα ευρήματα, και ανώτερα στρώματα της Νεολιθικής εποχής με λίθινα και οστέινα εργαλεία και θραύσματα κεραμικών αγγείων.
Από την προϊστορία μέχρι τον Μεσαίωνα δεν υπάρχουν μαρτυρίες οικισμών στην περιοχή. Το Λε Λοκλ αναφέρεται για πρώτη φορά σε ένα έγγραφό του 1151 μ.Χ.[5] Το 1332 οι πηγές το αναφέρουν ως dou Locle. Ο Δήμος του Λε Λοκλ συστάθηκε τον 15ο αιώνα.
Η οικονομική ανάπτυξη της πόλης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ωρολογοποιία. Στην περιοχή υπήρχαν ήδη 800 ωρολογοποιοί το 1800. Το Le Locle ήταν η γενέτειρα αρκετών ταλαντούχων ωρολογοποιών όπως ο Abraham-Louis Perrelet, ο Jacques-Frédéric Houriet, ο Frédéric-Louis Favre-Bulle και ο David-Henri Grandjean. Τον 19ο αιώνα, τα πιο γνωστά προϊόντα της πόλης ήταν τα χρονόμετρα τσέπης και τα θαλάσσια χρονόμετρα. Με την επικράτηση της ωρολογοποιίας, το Λε Λοκλ μετατράπηκε σε βιομηχανική πόλη. Η κατ’ οίκον εργασία των παλαιών μαστόρων αντικαταστάθηκε από την εργασία στα εργαστήρια και αργότερα, κατά το τελευταίο τέταρτο του δέκατου ένατου αιώνα, άνοιξαν τα πρώτα εργοστάσια. Η οικονομική ευημερία του 19ου αιώνα αντικατοπτρίζεται στην αύξηση του πληθυσμό: το 1750 η πόλη είχε 3.211 κατοίκους, το 1850 είχε 8.514 και το 1900 είχε φτάσει τους 12.559 κατοίκους.[6] Το Λε Λοκλ μαζί με τη γειτονική πόλη Λα Σω-ντε-Φον έχουν ανακηρυχθεί από την ΟΥΝΕΣΚΟ Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς λόγω της μοναδικότητάς τους ως πόλεις σχεδιασμένες πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά για την ωρολογοποιία.
Ονομαστοί οίκοι ωρολογοποιίας ξεκίνησαν από το Λε Λοκλ ή διατηρούν εκεί την έδρα τους. Το 1737 ο Abraham Favre, ιδρυτής του οίκου Favre-Leuba, εργαζόταν στο Λε Λοκλ ως ανεξάρτητος ωρολογοποιός.[7] Ο οίκος Favre-Leuba είναι ο δεύτερος παλαιότερος οίκος ωρολογοποιίας στην Ελβετία. Ο οίκος Tissot ιδρύθηκε στο Λε Λοκλ το 1853.[8] Μετά από σειρά εταιρικών συγχωνεύσεων ο οίκος ανήκει στον όμιλο Swatch, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος όμιλος εταιρειών ωρολογοποιίας στον κόσμο Ο οίκος Ulysse Nardin, που έγινε γνωστός για τα ναυτικά του χρονόμετρα, ιδρύθηκε στο Λε Λοκλ το 1846, όπου εξακολουθεί να διατηρεί την έδρα του. Στο Λε Λοκλ εξακολουθεί να έχει την έδρα του και ο οίκος Zenith, που ξεκίνησε από εδώ το 1865. Ο οίκος Zodiac ξεκίνησε στο Λε Λοκλ το 1882.[9] Στο Château des Monts, μια βίλα που είχε χτιστεί στα τέλη του 18ου αιώνα, εγκαινιάστηκε στις 23 Μαΐου 1959 το Μουσείο Ωρολογοποιίας του Λε Λοκλ.[10]
Η σημερινή θέση των μύλων ήταν αρχικά ένας τεράστιος βάλτος και μια σπηλιά που χρησίμευε ως διέξοδος για τον ποταμό Μπιέ. Το 1652, το Κρατικό Συμβούλιο του καντονιού Νεσατέλ παραχώρησε σε τρεις μυλωνάδες την εκμετάλλευση της υδραυλικής ενέργειας του ρεύματος του ποταμού. Τότε στήθηκε ο πρώτος υπόγειος μύλος με δύο γρανάζια. Οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον μέχρι το 1844, έτος κατά το οποίο ο Jean-Georges Eberlé, αρτοποιός από το Λε Λοκλ θα διευρύνει και θα εκσυγχρονίσει τον χώρο. Το 1884, ο Δήμος του Λε Λοκλ αγόρασε τις εγκαταστάσεις από τους κληρονόμους του Eberlé. Ο κύριος στόχος της δημοτικής αρχής ήταν αρχικά ο έλεγχος του υδάτινου ρεύματος για την αποφυγή πλημμυρών που μάστιζαν την περιοχή. Δεδομένου ότι η χοάνη διαρροής δεν μπορούσε να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες νερού κατά τη διάρκεια της τήξης του χιονιού και των μεγάλων περιόδων βροχής, το έδαφος της κοιλάδας πλημμύριζε συχνά.
Το 1898 η τοποθεσία μετατράπηκε σε σφαγεία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κυρίως για υγειονομικό έλεγχο κατά την εισαγωγή βοοειδών από τη Γαλλία. Τα πτώματα των ζώων, που σφάζονται για υγειονομικούς λόγους, τα πετούσαν στη σπηλιά που λειτουργούσε ως χωματερή Γι’ αυτό και όταν ο χώρος έκλεισε το 1966 ήταν σοβαρά μολυσμένος. Η ανακαίνιση και ο καθαρισμός ξεκίνησαν το 1973. Χρειάστηκαν δεκαπέντε χρόνια για να αποκατασταθεί η τοποθεσία, ώστε να είναι επισκέψιμη. Στο χώρο επικρατεί σταθερή θερμοκρασία 7°C. Από το 2001 δημιουργήθηκε μια μόνιμη έκθεση που διηγείται την ιστορία των μοναδικών υπόγειων αυτών μύλων στην Ευρώπη.[11]