Λειμώνιο το κολπωτό | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||
| ||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||
Λειμώνιο το κολπωτό (Limonium sinuatum) | ||||||||||
Συνώνυμα | ||||||||||
Statice sinuata L. 1753 |
Το Λειμώνιο το κολπωτό ή δαντελωτό (Limonium sinuatum (L.) Miller 1768), (αγγλικά: wavyleaf sea lavender) είναι μεσογειακό είδος φυτών της οικογένειας Plumbaginaceae. Είναι πολυετές, ανεκτικό στην ξηρασία, με δαντελωτά φύλλα και μωβ-βιολετί κάλυκες με λευκά άνθη. Το Λειμώνιο το κολπωτό, είναι το περισσότερο διαδεδομένο είδος του γένους Limonium, από τα 28 που απαντώνται στην Ελλάδα. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν περίπου 120 είδη Limonium.[1]
Το Λειμώνιο το κολπωτό ανήκει στην οικογένεια Plumbaginaceae.[2] [3][4][5] Το όνομα του γένους Limonium προέρχεται από την ελληνική λέξη «λειμών», που σημαίνει «λιβάδι» και γι' αυτό στα ελληνικά γράφεται «λειμώνιο» αν και πολλές φορές το συναντάμε γραμμένο «λιμόνιο». Το sinuatum, έχει λατινική προέλευση και σημαίνει «με δαντελωτή (κυματιστή, με κόλπους[4][5]) άκρη» (στα αγγλικά wavy leaf) και αναφέρεται στον κυματισμό των φύλλων.[2][6] Στην επιστημονική ονομασία η συντομογραφία (L.) υποδεικνύει τον βοτανολόγο Κάρολο Λινναίο, που το είχε ταξινομήσει το 1753 και το (Miller 1768) αναφέρεται στον βοτανολόγο Φίλιπ Μίλερ, που το είχε ταξινομήσει το 1768.[2][7]
Κοινές ονομασίες του φυτού περιλαμβάνουν το αμάραντο[8], προβάτσα[9], αθάνατα[10](κυπρ.), και στα αγγλικά statice, wavyleaf sea lavender ή απλά sea lavender. Η αγγλική ονομασία sea lavender προέρχεται από το χρώμα του που μοιάζει με αυτό της λεβάντας (lavender) και φύεται κοντά στη θάλασσα (sea).[6]
Η ονομασία «αμάραντο» ή και «αθάνατο» του αποδίδονται λόγω του ότι τα άνθη του μπορούν να διατηρήσουν το χρώμα τους 3-4 μήνες αφού κοπούν και τοποθετηθούν σε νερό.[3][6][11][5][12] Η ονομασία «αμάραντο» αποδίδεται και σε άλλα γένη φυτών με αυτή την ιδιότητα της διατήρησης, όπως τα Helichrysum, Xeranthemum και Amaranthus.[1]
«Προβάτσα» (σε πληθυντικό) ονομασία που συναντάμε στο νότιο Αιγαίο. Συνήθως με αυτή την ονομασία αναφέρεται το φυλλώδες μέρος, όταν είναι ακόμα τρυφερό (τον χειμώνα) και προορίζεται για βρώση.[8][3][5] Στη Σέριφο το ονομάζουν «προβάσια» και τα άνθη του «προβασόκομποι»[11]
Τα φύλλα είναι πεπλατυσμένα, λοβωτά, με οδοντωτές παρειές, πράσινου χρώματος, σχήματος λόγχης με μήκος 12 έως 240 εκατοστά. Τα φύλλα βρίσκονται στη βάση του φυτού και αναπτύσσονται ακτινωτά (πτερωτά και σχηματίζουν ρόδακα).[1][9][2][5][13]
Οι βλαστοί είναι πράσινοι, χωρίς φύλλα, σκληροί, ανθεκτικοί, περίπου τετράγωνης διατομής με γραμμοειδή πτερύγια κατά μήκος και φτάνουν τα 45-60 εκατοστά ύψος.[2][5] Όλα τα μέρη του, εκτός από τους κάλυκες και τα άνθη είναι χνουδωτά.[9]
Τα άνθη παρουσιάζονται σε συστάδες (ταξιανθίες, ομάδες, κόρυμβους) στις κορυφές των βλαστών. Οι κάλυκες έχουν μωβ-βιολετί χρώμα και υφή λεπτού χαρτιού, χαρακτηριστικά που διατηρούνται και μετά την ανθοφορία. Τα άνθη έχουν λευκό χρώμα.[1][2][7][14]
Για διακοσμητικούς σκοπούς καλλιεργούνται υβρίδια με διάφορα χρώματα, αλλά το μωβ-βιολετί με λευκά άνθη είναι αυτό που συναντάμε στη φύση (αγριόχορτο).[1]
Είναι πολύ διαδεδομένο ως αγριόχορτο στις Μεσογειακές χώρες.[2][5] Μπορεί να αναπτυχθεί σε άγονα, βραχώδη, αμμώδη, παραθαλάσσια εδάφη και σε υψόμετρο μέχρι 450 μέτρα.[3][4][6][11][5] Είναι πολυετές φυτό αν δεν αντιμετωπίσει παγετό και αντέχει την ξηρασία.[2][7][13]
Τα πρώτα φύλλα εμφανίζονται στα μέσα Φεβρουαρίου και αναπτύσσονται ακτινωτά.[9] Σε δύο μήνες αναπτύσσει τους σκληρούς βλαστούς.[9] Πριν το τέλος της άνοιξης (Μάρτιο έως Ιούνιο)[2][5] εμφανίζονται τα άνθη ενώ τα φύλλα στη βάση αρχίζουν να ξεραίνονται.[9]
Το φυτό διατηρείται μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού (Αύγουστο). Παρά τον γενικό μαρασμό του φυτού τα άνθη διατηρούνται σε καλή κατάσταση για μεγάλο διάστημα. Γιαυτό χρησιμοποιείται και η ονομασία «αμάραντο».[6][11]
Κυρίως στη νότια νησιωτική Ελλάδα συλλέγεται για διατροφή. Τα φύλλα μαζεύονται τον χειμώνα (Δεκέμβριο, Ιανουάριο) όταν είναι τρυφερά. Ωμό είναι λίγο σκληρό και τα χνουδωτά φύλλα αφήνουν άσχημη αίσθηση. Μαγειρεύεται με διάφορους τρόπους και αποκτά ωραία γλυκιά γεύση.[15][3][8][11][16][17]
Καλλιεργείται στη Δυτική Ευρώπη από τα μέσα του 17ου αιώνα κυρίως σαν καλλωπιστικό.[13] Σαν καλλωπιστικό υπάρχει σε σπόρους υβριδίων με χρώματα λευκό, κίτρινο, κόκκινο, μωβ, πορτοκαλί, ροζ, ματζέντα, ροδάκινο. Kαλλιεργείται από διακοσμητές κήπων και τεχνίτες αποξήρανσης φυτών σε όλο τον κόσμο (Ευρώπη, ΗΠΑ, Αυστραλία, κλπ).[7][13][18]
Με κατάλληλη αποξήρανση το χρώμα του μπορεί να διατηρηθεί και χρόνια, μακριά από το άμεσο ηλιακό φως. Διατηρεί το μωβ-βιολετί τού κάλυκα και το πράσινο τού κοτσανιού, αλλά χάνει το άσπρο άνθος. Χρησιμοποιείται πολύ σε αποξηραμένες συνθέσεις.[7][6][12]
Για αποξήρανση συλλέγεται όταν είναι στα 3/4 των ανθέων ανοικτά. Τα άνθη που δεν έχουν ανοίξει θα ανοίξουν κατά τη διάρκεια της αποξήρανσης.[12][13]
Στη διάρκεια της αποξήρανσης τα κοτσάνια πρέπει να κρεμαστούν ανάποδα σε σκοτεινό και αεριζόμενο χώρο. Η αποξήρανση κρατά λίγες μέρες (συνήθως 7-10). Αν χάσουν εντελώς την υγρασία τους και γίνουν εύθραυστα χρειάζονται ψέκασμα με νερό.[12][13]