Λεονάρντο Βίντσι | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Leonardo Vinci (Ιταλικά) |
Γέννηση | 1690[1][2][3] Strongoli |
Θάνατος | 27 Μαΐου 1730[1][2][4] Νάπολη[5][6] |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Νεαπόλεως |
Ιδιότητα | συνθέτης και αρχιμουσικός εκκλησιαστικής μουσικής[6] |
Κίνημα | μπαρόκ μουσική |
Είδος τέχνης | όπερα |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ μουσική |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λεονάρντο Βίντσι (ιταλ. Leonardo Vinci, Στρόνγκολι, 1690 – Νάπολη, 27 Μαΐου 1730) ήταν Ιταλός συνθέτης των αρχών του 18ου αιώνα, γνωστός κυρίως για τις όπερές του, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ναπολιτάνικης σχολής συνθετών όπερας.[7]
Ο Βίντσι γεννήθηκε στο Στρόνγκολι της Καλαβρίας, το 1690. Από το 1708, σπούδασε με δάσκαλο τον Γ. Γκρέκο (Gaetano Greco) στο Conservatorio dei Poveri di Gesù Cristo «Ωδείο των Φτωχών του Ιησού Χριστού».[8] Το 1719 διορίστηκε αρχιμουσικός (maestro di cappella) στο Σανσεβέρο, στην υπηρεσία του πρίγκηπα Π. ντι Σάνγκρο (Paolo di Sangro) και, ταυτόχρονα, παρέδιδε μαθήματα στον ανιψιό του Ραϋμόνδο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε τις πρώτες του ελαφρές όπερες, στη ναπολιτάνικη διάλεκτο,[9] που είχαν πολύ καλή υποδοχή: Lo cecato fauzo και Le ddoje lettere. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι, σε αυτές τις πρώτες όπερες του Βίντσι, υπάρχουν άριες που επηρέασαν τη μουσική του Χέντελ [10] Αυτή, η καλή αρχή σήμαινε ότι, ο Βίντσι άρχισε να γίνεται ένας από τους πιο δημοφιλείς συνθέτες όπερας της ναπολιτάνικης σκηνής, μαζί με τον Λ. Λέο (Leonardo Leo).[7] Αξιοσημείωτη επιτυχία είχε και το έργο Li zite ‘n galera που ανέβηκε στο θέατρο San Bartolomeo. Το έργο αυτό είναι η παλαιότερη κωμική όπερα, της οποίας έχει διατηρηθεί ατόφια η παρτιτούρα.[11] Στη συνέχεια, συνέθεσε κι άλλες ελαφρές όπερες για το Νέο Θέατρο (La mogliera fedele, η τελευταία κωμωδία του, και La festa di Bacco), προτού αφοσιωθεί στη σοβαρή όπερα Publio Cornelio Scipione.
Όταν απέκτησε φήμη, προσκλήθηκε στη Ρώμη το 1724, όπου παρουσίασε την όπερα Farnace, σε λιμπρέτο Λουκίνι. Σ’ αυτό το έργο, που ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στο θέατρο Alibert, τραγούδησαν οι Ν. Γκίτσι (Domenico Gizzi) βιρτουόζος τενόρος στο βασιλικό παρεκκλήσιο της Νάπολης στον φερώνυμο ρόλο, και ο Κ. Μπρόσι (Carlo Broschi). Την ίδια χρονιά έγραψε δύο όπερες για τη Νάπολη και, το 1725, συνέθεσε το Ifigenia in Tauride για τη Βενετία.[9] Το 1725, μέχρι τον θάνατό του, εργάστηκε ως αρχιμουσικός στο βασιλικό παρεκκλήσιο της Νάπολης. Στο καρναβάλι του 1726, παρουσίασε στο θέατρο delle Dame της Ρώμης, ένα από τα αριστουργήματά του, την όπερα Didone Abbandonata σε λιμπρέτο του Μεταστάζιο. Το 1728 εντάχθηκε στην Αδελφότητα Ροζάριο της εκκλησίας Santa Caterina a Formiello στη Νάπολη και, την ίδια χρονιά, μετά το θάνατο του Γκρέκο, πήρε τη θέση του αρχιμουσικού στο Ωδείο dei Poveri di Gesù Cristo, όπου, ανάμεσα στους μαθητές του ήταν και ο Περγκολέζι. Αυτή η θέση, ωστόσο, ήταν βραχύβια, διότι τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, ο Βίντσι αντικαταστάθηκε από τον Φ. Ντουράντε (Francesco Durante).
Το τελευταίο έργο του, η όπερα Artaserse, ανέβηκε το 1730 στη Ρώμη. Την ίδια χρονιά ο Βίντσι έχασε τη ζωή του εντελώς αιφνίδια και, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Επειδή, ήταν λάτρης της καλής ζωής, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των Μεταστάζιο και Φρουγκόνι (Carlo Innocenzo Frugoni), μπορεί να πέθανε από τροφική δηλητηρίαση. Όμως, σύμφωνα με άλλη, αναπόδεικτη εκδοχή, δηλητηριάστηκε από τον σύζυγο κάποιας υποψήφιας ερωμένης του.[12] Ενταφιάστηκε στην εκκλησία Santa Caterina a Formiello, με συγκέντρωση χρημάτων για την κάλυψη των δαπανών, δεδομένου ότι, έφυγε πτωχός.
Η παραγωγή του Βίντσι περιλαμβάνει, κυρίως, κωμικές και σοβαρές όπερες, καθώς και θρησκευτική μουσική, παστίτσια και ενόργανες συνθέσεις. Συνέθεσε περίπου 40 όπερες, από τις οποίες 25 για τη Νάπολη και 11 για τη Ρώμη. Το 1758, εκδόθηκαν στο Λονδίνο άριες από αυτές τις όπερες με τον αγγλικό τίτλο Collection of Songs «Συλλογή Τραγουδιών». Έγραψε, επίσης, ορατόρια, λειτουργίες και μοτέτα.[7]
Η ναπολιτάνικη Comedia per Musica του Βίντσι, το οπερατικό είδος που καλλιέργησε ο Βίντσι στην αρχή της καριέρας του, είναι μεγάλης διάρκειας, κωμική όπερα που κάνει χρήση της ναπολιτάνικης διαλέκτου. Επομένως, διαφέρει από τα μικρής διάρκειας, σατυρικά intermezzi που, μέχρι τότε, παρεμβάλλονταν στις όπερες και η χρήση της γλώσσας γινόταν στα ιταλικά της Τοσκάνης. Πάντως, με την πάροδο του χρόνου η διάλεκτος της Νάπολης έδωσε, σταδιακά, τη θέση της στα επισημότερα ιταλικά της Τοσκάνης.[10]
Στις όπερές του υπάρχει σχεδόν πάντοτε, μια μακριά «αλυσίδα» από άριες da capo (γύρω στις 30 σε αριθμό), που συνδέονται μεταξύ τους με ρετσιτατίβα. Η ενορχήστρωση γίνεται με χρήση βιολιών unisono στη μελωδία, ενώ τα υπόλοιπα όργανα αναλαμβάνουν την εναρμόνιση και τη ρυθμική στήριξη, πολλές φορές με καθαρά μηχανικό τρόπο. Πάντως, το ταλέντο του Βίντσι να δημιουργεί μελωδίες που «κολακεύουν» τη φωνή των τραγουδιστών, όπως και τα αυτιά των ακροατών ήταν, πιθανότατα, ο λόγος της μεγάλης επιτυχίας που γνώρισαν οι όπερές του.[11]
Επίσης, ένα από τα χαρακτηριστικά της μουσικής τού Βίντσι, είναι η έντονη μελωδικότητα,[8] με διαφορετικό τρόπο δόμησης από την τυπική ναπολιτάνικη σχολή. Στις όπερές του, αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές, δεδομένου ότι, η μικρή χρήση της αντιστικτικής κίνησης στα μπάσα επιτρέπει στην πάνω φωνή να ξεχωρίζει.