Λεπιδοβοτρυοειδή

Λεπιδοβοτρυοειδή
Το είδος Lepidobotrys staudtii από το βιβλίο Vegetation der Erde (έκδ. του 1915)
Το είδος Lepidobotrys staudtii από το βιβλίο Vegetation der Erde (έκδ. του 1915)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά
Υπερσυνομοταξία: Σπερματόφυτα (Spermatophytes)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Dicotyledoneae)
Τάξη: Κηλαστρώδη (Celastrales)
Οικογένεια: Λεπιδοβοτρυοειδή
(Lepidobotryaceae)

J.Léonard[1]

Τα λεπιδοβοτρυοειδή (επιστημονική και λατινική ονομασία Lepidobotryaceae) είναι μια μικρή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που ανήκουν στην τάξη του ελαιόπρινου, τα κηλαστρώδη.[2] Περιλαμβάνει μόνο δύο είδη[3][4]: το Lepidobotrys staudtii (ιθαγενές της τροπικής Αφρικής) και το Ruptiliocarpon caracolito (ιθαγενές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής).

Τα λεπιδοβοτρυοειδή είναι δίοικα δέντρα, δηλαδή υπάρχουν αρσενικά και θηλυκά φυτά. Τα φύλλα είναι εναλλασσόμενα και διατεταγμένα σε δύο σειρές κατά μήκος των στελεχών. Το σχήμα του φύλλου είναι ελλειψοειδές, με ομαλή περίμετρο. Τα άνθη εκφύονται σε μικρές ταξιανθίες, και αντίθετα από τα φύλλα.[5] Είναι άνθη μικρά και πρασινωπά, με 5 σέπαλα και 5 πέταλα. Τα σέπαλα και τα πέταλα έχουν παρόμοιο μέγεθος και εμφάνιση, ελεύθερα αλλήλων ή πολύ λίγο ενωμένα στη βάση τους. Ο δίσκος του νέκταρος είναι σαρκώδης στο είδος Lepidobotrys, αλλά εκτεινόμενος σε σωλήνα στο Ruptiliocarpon.[3] Οι στήμονες εκφύονται σε δύο σπονδυλώματα των πέντε, με το ένα αντίθετα από τα σέπαλα και το άλλο, κοντύτερο και αντίθετο από τα πέταλα. Η γύρη παράγεται σε 4 θήκες σε κάθε ανθήρα. Στα θηλυκά άνθη τα στίγματα είναι επιμηκυμένα και έχουν την εμφάνιση ψευδών στύλων.[3] Η ωοθήκη βρίσκεται στο εσωτερικό του άνθους και όχι κάτω από αυτό. Ο καρπός είναι κάψα και περιέχει έναν ή σπανίως δύο σπόρους. Οι σπόροι είναι μαύροι, αλλά καλύπτονται μερικώς από ένα πορτοκαλί κάλυμμα (αρίλιο).

Το έτος 2000 μια ανάλυση του DNA των ευδικοτυληδόνων βασισμένη στο γονίδιο rbcL κατέδειξε ότι οι οικογένειες λεπιδοβοτρυοειδή, παρνασσιοειδή και κηλαστροειδή συναποτελούν από μόνες τους έναν ισχυρά ανεξάρτητο κλάδο.[6] Οι συγγραφείς αυτής της μελέτης συνέστησαν να αποτελέσουν αυτές οι τρεις οικογένειες την τάξη κηλαστρώδη. Αυτό υποστηρίχθηκε ισχυρά και από τα αποτελέσματα μεταγενέστερων μελετών.[7]

Οι οικογένειες στις οποίες συνήθως εντασσόταν παλαιότερα το γένος Lepidobotrys, τα λινοειδή και τα οξαλιδοειδή, ταξινομούνται τώρα σε άλλες τάξεις (τα μαλπιγειώδη και τα οξαλιδώδη αντιστοίχως), οι οποίες όμως συγγενεύουν πολύ με τα κηλαστρώδη. Οι τάξεις κηλαστρώδη, οξαλιδώδη και μαλπιγειώδη, μαζί με την ανένταχτη οικογένεια Huaceae συναποτελούν μια ομάδα γνωστή ως «κλάδος COM» (από τα αρχικά των τριών τάξεων).


  1. Angiosperm Phylogeny Group (2009). «An update of the Angiosperm Phylogeny Group classification for the orders and families of flowering plants: APG III». Botanical Journal of the Linnean Society 161 (2): 105-121. doi:10.1111/j.1095-8339.2009.00996.x. 
  2. «Lepidobotryaceae» στο: Peter F. Stevens (2001 onwards), Angiosperm Phylogeny Website, στον ιστότοπο του Βοτανικού Κήπου του Μιζούρι
  3. 3,0 3,1 3,2 Klaus Kubitzky: «Lepidobotryaceae» στο The Families and Genera of Vascular Plants, επιμ. Klaus Kubitzki, τόμ. VI, Springer-Verlag, Βερολίνο-Χαϊδελβέργη 2004
  4. Christenhusz, M.J.M.; Byng, J.W. (2016). «The number of known plants species in the world and its annual increase». Phytotaxa 261 (3): 201-217. doi:10.11646/phytotaxa.261.3.1. http://biotaxa.org/Phytotaxa/article/download/phytotaxa.261.3.1/20598. 
  5. Barry E. Hammel και Nelson A. Zamora: «Ruptiliocarpon (Lepidobotryaceae): A New Arborescent Genus and Tropical American Link to Africa, with a Reconsideration of the Family», Novon, τόμ. 3(4), σσ. 408-417 (έτος 1993)
  6. Vincent Savolainen, Michael F. Fay, Dirk C. Albach, Anders Backlund, Michelle van der Bank, Kenneth M. Cameron, S.A. Johnson, M. Dolores Lledo, Jean-Christophe Pintaud, Martyn P. Powell, Mary Clare Sheahan, Douglas E. Soltis, Pamela S. Soltis, Peter Weston, W. Mark Whitten, Kenneth J. Wurdack και Mark W. Chase: «Phylogeny of the eudicots: a nearly complete familial analysis based on rbcL gene sequences», Kew Bulletin, τόμ. 55(2), σσ. 257-309 (έτος 2000)
  7. Li-Bing Zhang και Mark P. Simmons: «Phylogeny and Delimitation of the Celastrales Inferred from Nuclear and Plastid Genes», Systematic Botany, τόμ. 31(1), σσ. 122-137 (έτος 2006)