Ο λευκορωσικός γοτθικός ρυθμός (λευκορωσικά: беларуская готыка [bełaruskaja hotyka]) είναι το αρχιτεκτονικό ύφος της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής που κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια του 15ου και 16ου αιώνα σε περιοχές της σύγχρονης της Λευκορωσίας, της Λιθουανίας και της ανατολικής Πολωνίας. Παρόλο που τα κτίρια αυτά έχουν τυπικά χαρακτηριστικά της Γοτθικής αρχιτεκτονικής όπως υψηλοί πύργοι, που φέρουν αντηρίδες, οξυκόρυφα τόξα και θολωτές οροφές, μπορούν επίσης να περιέχουν στοιχεία που δεν θεωρούνται συνήθως Γοτθικά από την Κεντρική και τη Δυτική Ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική.
Με το βάπτισμα του μεγάλου πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Μέγα και τον Εκχριστιανισμό των Ρως του Κιέβου, η περιοχή επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη Βυζαντινή αρχιτεκτονική. Κατά τη διάρκεια του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα οι ηγεμονίες της σημερινής Λευκορωσίας είχαν κατακτηθεί από το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, ένα κράτος, που αντιστάθηκε στους καθολικούς Τεύτονες. Το δουκάτο και η αριστοκρατία του έγινε κυρίαρχη στο 14ο αιώνα, και η επίσημη γλώσσα ήταν τα Ρουθηνικά.[1]
Αφού ο Λαδίσλαος Β΄ Γιαγκελόν στέφθηκε Βασιλιάς της Πολωνίας το 1386, η Πολωνία και η Λιθουανία ενοποιήθηκαν σε μια χώρα. Αυτό γέννησε μια αύξηση της επικοινωνίας με τη δυτική και τη νότια Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Γοτθική αρχιτεκτονική έφτασε στις Σλαβικές περιοχές, αλλά στην κεντρική και νότια Ευρώπη είχε εκτοπιστεί από την Αναγεννησιακή αρχιτεκτονική.
Η νότια Λιθουανία και η Λευκορωσία μοιράζονται πολλά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Το 1346, ο Ορθόδοξος Καθεδρικός ναός της Θεοτόκου[2] κατασκευάστηκε στο Βίλνιους.
Ο λευκορωσικός γοτθικός ρυθμός συνδυάζει Βυζαντινή, Γοτθική και Αναγεννησιακή αρχιτεκτονική. Ορισμένα κτίρια έχουν βορειογερμανικό τούβλινο γοτθικό σχεδιασμό. Τα περισσότερα κτίρια ήταν οχυρωμένα, με σύντομα κλίτος και ένα μικρό πύργο σε κάθε γωνία. Άλλα έχουν ένα κοινό, υψηλό, δυτικό καμπαναριό.[7]