Λεύκιος Λικίνιος Κράσσος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 140 π.Χ. (περίπου)[1][2][3] Αρχαία Ρώμη |
Θάνατος | 91 π.Χ.[1][4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Αρχαία Ρώμη |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | λατινική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | νομικός σύμβουλος ρήτορας[2] Ρωμαίος πολιτικός |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | optimates |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Μουκία[5] |
Τέκνα | Λικινία Πρίμα[5][6] Λικινία Κράσσα Τέρτια[3][5][7] Λικινία Σεκούνδα Λικινία Λεύκιος Λικίνιος Κράσσος Σκιπίων |
Συγγενείς | Λεύκιος Λικίνιος Κράσσος Σκιπίων (daughter's son και υιοθετημένος γιος)[5][8] |
Οικογένεια | Λικίνιοι Κράσσοι |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Κήνσορας Δήμαρχος των πληβείων Ρωμαίος έπαρχος Πραίτορας Ταμίας (Quaestor) Αγορανόμος (Aedilis) Ρωμαίος συγκλητικός (άγνωστη τιμή)[9] Ύπατος στην αρχαία Ρώμη (95 π.Χ.)[9] triumvir monetalis (118 π.Χ.)[10] |
Ο Λεύκιος Λικίνιος Κράσσος, λατιν.: Lucius Licinius Crassus, (140 – 91 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος ρήτορας και πολιτικός. Θεωρήθηκε ο μεγαλύτερος ρήτορας της εποχής του, κυρίως από τον μαθητή του Κικέρωνα . Ο Λ. Λ. Κράσσος είναι επίσης διάσημος ως ένας από τους κύριους χαρακτήρες στο έργο τού Κικέρωνα Περί Ρητορικής (De Oratore), έναν δραματικό διάλογο για την τέχνη της ρητορικής, που διαδραματίζεται λίγο πριν από το τέλος τού Κράσσου το 91 π.Χ.
Γεννήθηκε το 140 π.Χ.[11] Δεν είναι γνωστό ποιος ακριβώς ήταν ο Λικίνιος Κράσσος ο πατέρας του, καθώς υπάρχουν αρκετοί Λικίνιοι Κράσσοι με παρόμοια ονομασία, που δραστηριοποιούνται στα μέσα τού 2ου αι. π.Χ. Ωστόσο η προσωπογραφική έρευνα από μελετητές έδειξε, ότι πρέπει να ήταν εγγονός τού Γάιου Λικίνιου Κράσσου,[12] υπάτου τού 168 π.Χ., που οδήγησε τον στρατό του από την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία ως στη Μακεδονία, παρά τη θέληση της Συγκλήτου.[13] Ο Λεύκιος ήταν, επομένως, το παιδί ενός από αυτούς τους γιους τού Γάιου Λικίνιου Κράσσου.
Ο Λεύκιος διδάχθηκε σε νεαρή ηλικία από τον Ρωμαίο ιστορικό και νομικό Λεύκιο Κοίλιο Αντίπατρο.[14] Σπούδασε επίσης νομικά κοντά σε δύο επιφανείς πολιτικούς, οι οποίοι προέρχονταν και οι δύο από κλάδους τού γένους Mucii Scaevolae: Πόπλιο Μούκιο Σκαιβόλα (πατέρας τού συναδέλφου τού ΚΡάσσου ως υπάτου, Κόιντου Μούκιου Σκαιβόλα Ποντίφικα) και Κόιντο Μούκιο Σκαιβόλα Οιωνοσκόπο. Ο τελευταίος ήταν ακόμη ζωντανός το έτος τού τέλους τού Κράσσου (91 π.Χ.), και εμφανίζεται δίπλα στον Κράσσο ως χαρακτήρας στο De Oratore τού Κικέρωνα: ήταν επίσης ο πατέρας της συζύγου τού Κράσσου, Μουκίας.[15]
Το 119 π.Χ., όταν ήταν μόλις 21 ετών, ο Κράσσος έγινε γνωστός για τη δίωξη του ανθυπάτου Γάιου Παπίριου Κάρβο,[16] που αυτοκτόνησε αντί να αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη κατηγορία ως ενόχου.[17][18] Από αυτό το σημείο και μετά, ο Κράσσος αναγνωρίστηκε ως ένας από τους κορυφαίους ρήτορες στη Ρώμη.[19]
Ωστόσο, ο Κράσσος μετάνιωσε γι' αυτή την περίφημη δίωξη, διότι τού έφερε πολλούς πολιτικούς εχθρούς.[20] Ένας τέτοιος εχθρός ήταν ο γιος τού Κάρβo, Γάιος Παπίριος Κάρβο Αρβίνα, ο οποίος ακολούθησε τον Κράσσο στην επαρχία του το 94 π.Χ., με στόχο να συγκεντρώσει στοιχεία για μία δίωξη εκδίκησης. Ο Κράσσος έμεινε στη μνήμη των μεταγενέστερων Ρωμαίων για τη σοφή απάντησή του στον νεότερο Κάρβο. Αντί να τον στείλει μακριά από το στρατόπεδό του, ο Κράσσος κάλεσε στην πραγματικότητα τον Κάρβο στον στενότερο κύκλο συμβούλων του, για να κερδίσει τον πρώην εχθρό του.[21]
Λίγα άλλα είναι γνωστά για τις πολιτικές δραστηριότητες του Κράσσου τη δεκαετία του 110 π.Χ. Είναι γνωστό ότι υποστήριξε τις προσπάθειες του Γναίου Δομίτιου Αηνόβαρβου ΙΙΙ να δημιουργήσει μία αποικία πολιτών στο Narbo Martius το 117 π.Χ.[22][23] Σε ηλικία 27 ετών (δηλαδή το 113 π.Χ.), ο Κράσσος υπερασπίστηκε τη συγγενή του Λικινία, μία από τις Εστιάδες Παρθένες, που είχαν κατηγορηθεί σκανδαλωδώς για απιστία εκείνη τη χρονιά. Ο Κράσσος ήταν επιτυχής κατά τη διάρκεια της πρώτης δίωξης της Λικινίας ενώπιον τού ποντίφικα, και αθωώθηκε. Ωστόσο, διώχθηκε εκ νέου από τον ειδικό ανακριτή Λεύκιο Κάσσιο Λογγίνο Ραβίλα στις αρχές τού 113. Αυτή τη φορά, ο Κράσσος δεν ήταν επιτυχής και η Λικινία θάφτηκε ζωντανή.[24][25]
Ο Κράσσος υπηρέτησε ως ταμίας (quaestor) κάπου γύρω στο έτος 109 π.Χ.[26] Διορίστηκε στην επαρχία της Ασίας. Στο ταξίδι της επιστροφής του, σπούδασε ρητορική στην Αθήνα, αλλά έφυγε μετά από διαμάχη με τους εντόπιους: έχοντας χάσει την τελετή των Ελευσίνιων Μυστηρίων για μόνο δύο μέρες, ο Κράσσος ζήτησε από τους Αθηναίους να επαναλάβουν την τελετή, για να μυηθεί και αυτός. Όταν οι Αθηναίοι αρνήθηκαν, εκείνος θυμωμένος έφυγε από την πόλη. Φαίνεται ότι ο Κράσσος συσχέτισε αυτό το ανέκδοτο με τον νεαρό Κικέρωνα, ο οποίος το κατέγραψε πολλά χρόνια αργότερα στο De Oratore.[27]
Ο Κράσσος υπηρέτησε ως τριβούνος των πληβείων το 107 π.Χ. σε ηλικία 33 ετών [24] Η τριβουνία του ήταν ένα παράδειγμα μίας ιδιαίτερα ήσυχης θητείας: ο Κικέρων δεν είχε συνειδητοποιήσει, ότι ο Κράσσος ήταν τριβούνος, μέχρι που διάβασε γι' αυτό τυχαία σε ένα απόσπασμα τού Γ. Λουκίλιου.[24][28]
Ο Κράσσος πιθανότατα ήταν αγορανόμος (aediles) το 100 π.Χ.[29] Μαζί με τον Σκαιβόλα Ποντίφικα (μελλοντικό συνάδελφό του στην υπατεία), ο Κράσσος έκανε ακριβούς αγώνες-παιχνίδια για τον κόσμο, τα οποία μνημονεύτηκαν δεκαετίες μετά για την υπερβολή τους.[30]
Όπως ήταν σύνηθες με πολλούς νέους πολιτικούς στην αρχή της σειράς αξιωμάτων (cursus honorum), ο Κράσσος ήταν μεροληπτικός υπέρ των λαϊκών (populares) στη δίωξη του Κάρβο. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, έγινε ολοένα και πιο ένθερμος υπερασπιστής των συντηρητικών αξιών.[31]
Το 106 π.Χ. ο Κράσσος έδωσε μία περίφημη ομιλία, στην οποία υπερασπίστηκε τον Lex Servilia, έναν νόμο που προτάθηκε από τον ύπατο Κόιντο Σερβίλιο Καίπιo, ο οποίος στόχευε να τερματίσει το μονοπώλιο των ιππέων ως δικαστών.[32] Από τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις τού Γάιου Γράκχου, οι δικαστές για μία σειρά από σημαντικές δίκες είχαν προέλθει μόνο από τις τάξεις των ιππέων. Ο Κράσσος και οι άλλοι συντηρητικοί συγκλητικοί (οι άριστοι, optimates) ήθελαν μικτές επιτροπές, που προέρχονται τόσο από συγκλητικούς, όσο και από ιππείς. Ως εκ τούτου, επιτέθηκε στα δικαστήρια των ιππέων σε μία περίφημη ομιλία, που θεωρήθηκε από τον Κικέρωνα (ο οποίος διατηρεί επίσης το ακόλουθο απόσπασμα από την ομιλία) ως την καλύτερη στιγμή τού Κράσσου:
Σώσε μας από την αθλιότητα, σώσε μας από τους κυνόδοντες των ανθρώπων, των οποίων η σκληρότητα μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με το αίμα μας. Μη μας αφήσεις να γίνουμε σκλάβοι των άλλων, εκτός και μόνο για ολόκληρο τον Λαό, του οποίου μπορούμε και πρέπει να είμαστε υπηρέτες. [33]
Η ρητορική τού Κράσσου κέρδισε την ημέρα και ο Lex Servilia πέρασε με επιτυχία. Ωστόσο, έμελλε να αποδειχτεί βραχύβια, καθώς λίγα χρόνια αργότερα ένας νόμος τού Γάιου Σερβίλιου Γλαυκία (που ψηφίστηκε είτε το 104, είτε το 101 π.Χ.) αποκατέστησε το μονοπώλιο των ιππέων στα δικαστήρια.[34][35]
Ανεξάρτητα από τη βραχυπρόθεσμη έκβαση τού Lex Servilia, η ομιλία τού Κράσσου έτυχε μεγάλης επιδοκιμασίας. Έγινε κυριολεκτικό πρότυπο ρωμαϊκής ευγλωττίας και μελετήθηκε σε ένα εγχειρίδιο από τον νεαρό Κικέρωνα λίγα χρόνια αργότερα.[36][37] Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, ο Κράσσος επιτέθηκε για άλλη μία φορά στις επιτροπές ιππέων, όταν υπερασπίστηκε τη νομοθεσία τού Μάρκου Λίβιου Δρούσου τού Νεότερου το 91 π.Χ. (βλ. παρακάτω).
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Κόιντοε Σερβίλιος Καίπιο, ο εισηγητής τού εν λόγω νόμου των δικαστών, διώχθηκε το 103 π.Χ. από τον τριβούνο Γάιο Νορβανό για την καταστροφική του απώλεια στη μάχη τού Αραύσιoυ, ήταν ο Κράσσος που ανέλαβε την άμυνα. Ωστόσο, το μίσος τού λαού εναντίον τού Καίπιo ήταν πολύ ισχυρό. Ο Κράσσος έχασε την υπόθεση και ο Καίπιο εξορίστηκε.[38]
Όταν ήταν ύπατος το 95 π.Χ., ο Κράσσος υπερασπίστηκε επίσης με επιτυχία τον γιο τού Καίπιου, τον Κόιντο Σερβίλιο Καίπιο τον Νεότερο, από μία απροσδιόριστη κατηγορία. Ωστόσο, ο Κικέρων σημειώνει ότι σε αυτή την περίπτωση η υπεράσπιση τού Κράσσου για τον νεότερο Καιπίωνα ήταν μάλλον μισόλογη: «για τον εγκωμιαστικό του σκοπό, ήταν αρκετά μακρύς· αλλά στο σύνολό του ο λόγος ήταν πολύ σύντομος».[11]
Ο Κράσσος πιθανότατα είχε υπηρετήσει ως πραίτορας μέχρι το 98 π.Χ.[39] Εξελέγη ύπατος για το 95 π.Χ. μαζί με τον μακροχρόνιο σύμμαχό του Κόιντο Μούκιο Σκαιβόλα Ποντίφικα.[40] Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της υπατείας, που ο Κράσσος υπερασπίστηκε τον νεότερο Καίπιο από μία απροσδιόριστη κατηγορία (βλ. παραπάνω).
Η πιο αξιοσημείωτη πράξη της υπατείας τού Crassus και τού Σκαιβόλα ήταν ο Lex Licinia Mucia. Αυτός ήταν ένας περιβόητος νόμος, που στόχευε όλους τους αλλοδαπούς, που μεταμφιέζονταν παράνομα σε Ρωμαίους πολίτες. Ο νόμος δημιούργησε ένα ανακριτικό δικαστήριο (quaestio) με αποστολή να αναγκάσει τέτοια άτομα να επιστρέψουν στην προηγούμενη ιθαγένειά τους.
Ήταν πολύ αντιδημοφιλές, ιδιαίτερα μεταξύ των μη Ρωμαίων Ιταλών συμμάχων.[41] Στην πραγματικότητα ήταν τόσο αμφιλεγόμενο, που οι μεταγενέστεροι Ρωμαίοι σχολιαστές το είδαν μερικές φορές ως κύρια αιτία τού Κοινωνικού Πολέμου (91–88 π.Χ.), που ξεκίνησε αρκετά χρόνια αργότερα.[42]
Ο Κράσσος έλαβε τη Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία ως ανθυπατική επαρχία του για το 94 π.Χ. Παρά το γεγονός ότι νίκησε αρκετούς Γαλάτες επιδρομείς, δεν κατάφερε να τελέσει έναν θρίαμβο, λόγω της αρνησικυρίας (veto) τού υπατικού συναδέλφου του, Σκαιβόλα Ποντίφικα.[43]
Ο Κικέρων έκρινε αργότερα ότι ο Κράσσος είχε κάνει λάθος, παρατηρώντας ότι «ο Κράσσος παραλίγο να λεηλατήσει τις Άλπεις με έναν ανιχνευτή, για να βρει οποιοδήποτε πρόσχημα για έναν θρίαμβο, σε μία περιοχή όπου δεν υπήρχαν εχθροί».[44] Αλλά ακόμα και αν ο Κράσσος ενεργούσε αδίστακτα, το βέτο τού Σκαιβόλα εξακολουθεί να είναι αξιοσημείωτο. Ο Tέοντορ Μόμσεν, για παράδειγμα, δεν μπορούσε να βρει κανένα προηγούμενο γι' αυτό.[45] Το βέτο είναι ιδιαίτερα ανεξήγητο δε,δομένης της πρώην φιλίας μεταξύ των δύο ανδρών: είχαν, τελικά, κοινό αξίωμα σε κάθε στάδιο της σειράς αξιωμάτων (cursus honorum), όπως επισημαίνει ο Κικέρων,[46] και δεν υπήρχαν ενδείξεις εχθρότητας κατά τη διάρκεια της υπατείας τους.
Ήταν πιθανό το 94 π.Χ. ότι ο Κράσσος κέρδισε τη λεγόμενη «Causa Curiana»: μία διαβόητη κληρονομική διαμάχη μεταξύ τού Mάνιου Κούριο και της οικογένειας ενός Mάρκου Κοπόνιου.[47] Ο Κράσσος εκπροσώπησε τον Κούριο στην υπόθεση, ενώ ο Σκαιβόλα Ποντίφικας εκπροσώπησε την οικογένεια Κοπονίων. Ο Κικέρων αναφέρεται στη διαμάχη πολλές φορές κατά τη διάρκεια των έργων του.
Ο Μ. Κοπόνιος είχε αφήσει έναν (αν αποκτούσε) γιο ως κύριο κληρονόμο του, με τον Κούριο ως αναπληρωματικό κληρονόμο μέχρι να ενηλικιωθεί ο (αν αποκτιόταν) γιος. Ωστόσο, ο Κοπόνιος σύντομα απεβίωσε και δεν είχε γεννηθεί γιος. Ως εκ τούτου, οι Κοπόνιοι ισχυρίστηκαν, ότι οι προαπαιτούμενοι όροι (δηλαδή η γέννηση ενός γιου) δεν είχαν ποτέ εκπληρωθεί, πράγμα που σημαίνει ότι η διαθήκη έπρεπε να ακυρωθεί. Ωστόσο, ο Κράσσος έπεισε με επιτυχία το Δικαστήριο των Εκατό Ανδρών (Centumviral Court) ότι ο Κούριος ήταν ο νόμιμος κληρονόμος, εξασφαλίζοντας έτσι τη σημαντική κληρονομιά τού Μ. Κουπόνιου μόνο για τον Κούριο.[48] Ο Κικέρων θεώρησε την υπεράσπιση τού Κράσσου το τέλειο παράδειγμα για το πώς να κερδίσεις μία υπόθεση μέσω ωραιοτήτων στην ορολογία.[49]
Το 92 π.Χ. ο Κράσσος εξελέγη τιμητής με τον Γναίο Δομίτιο Αηνόβαρβο ΙV. Οι δύο συνάδελφοι έμειναν καλά στη μνήμη των αρχαίων πηγών για τις μικροδιαφορές τους: για παράδειγμα, όταν αντάλλασσαν προσβολές ο ένας για τα πολυτελή αρχοντικά τού άλλου. Τελικά, αυτές οι δημόσιες διαμάχες, τους ανάγκασαν να παραιτηθούν νωρίς από τη θέση, εν μέσω πολλών σκανδάλων και αντιπαραθέσεων.[50][51][52][53][54]
Ο Κράσσος και ο Aηνόβαρβος όντως κατάφεραν να συμφωνήσουν για την έκδοση ενός περίφημου διατάγματος, που διατηρήθηκε για εμάς σε ένα μεταγενέστερο έργο τού Σουητόνιου, το οποίο απαγόρευε τις λεγόμενες «σχολές της λατινικής ρητορικής».[55][56] Αντί για τα συνηθισμένα ελληνικά, αυτά τα σχολεία δίδασκαν στους μαθητές τους ρητορική στα λατινικά. Φαίνεται ότι αυτό θεωρήθηκε ανήθικο και αντι-ρωμαϊκό -ο Κικέρων τις αποκάλεσε «σχολές αυθάδειας» [57]- και αυτό μπορεί να εξηγήσει, γιατί ο Κράσσος και ο Αηνόβαρβος πίστευαν, ότι το διάταγμα ήταν απαραίτητο. Ωστόσο ορισμένοι σύγχρονοι μελετητές έχουν αναζητήσει πολιτικούς λόγους και για την πράξη αυτή.[58]
Ο Κράσσος απεβίωσε ξαφνικά τον Σεπτέμβριο του 91 π.Χ., αλλά ήταν πολιτικά ενεργός μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Μαζί με τον πρώτο της Συγκλήτου (princeps senatus) Mάρκο Αιμίλιο Σκαύρο, ο Κράσσος ήταν ο κύριος συντηρητικός υπέρμαχος της ριζοσπάστη τριβούνου Mάρκου Λίβιου Δρούσου, του οποίου το νομοθετικό πακέτο μεταρρυθμίσεων σχεδιάστηκε ως μέσο συμφιλίωσης των συμφερόντων της Συγκλήτου, των ιππέων και των πτωχών πόλεων.[59][60]
Συγκεκριμένα, ο Κράσσος έδωσε μία αξιομνημόνευτη ομιλία στις 13 Σεπτεμβρίου 91 π.Χ. υπερασπιζόμενος τον Λίβιο Δρούσο, από τις επιθέσεις τού υπάτου Λεύκιου Μάρκιου Φιλίππου. Σύμφωνα με τα λόγια τού Κικέρωνα, «αυτό ήταν κυριολεκτικά το κύκνειο άσμα τού Κράσσου… διότι αρρώστησε και απεβίωσε μία εβδομάδα αργότερα».[61]
Το απροσδόκητο τέλος τού Κράσσου, έκλεψε από τον Μ. Λ. Δρούσο έναν από τους πιο σημαντικούς υποστηρικτές του και ο Φίλιππος επέτυχε σύντομα στις προσπάθειές του να καταργήσει όλη τη νομοθεσία τού Δρούσου σχετικά με τις θρησκευτικές τεχνικές λεπτομέρειες.[62][63] Ο Δρούσος τελικά δολοφονήθηκε από ένα άγνωστο χέρι, ένα γεγονός που συνήθως θεωρείται από τις αρχαίες πηγές ως επιτάχυνση της έκρηξης τού Κοινωνικού Πολέμου (91–88 π.Χ.).[64]
Ο Κικέρων επαινεί τη ρητορική ικανότητα τού Κράσσου σε πολλά σημεία των σωζόμενων κειμένων του. Για παράδειγμα, στην ιστορία της ρητορικής τού Κικέρωνα (ένα έργο γνωστό ως ο Βρούτος από την αφιέρωση προς τον Μάρκο Ιούνιο Βρούτο), ο Κράσσος απεικονίζεται ως ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ρήτορας, που ζει ακόμη. Πράγματι ο Κικέρων πιστεύει, ότι οι μόνοι δύο ρήτορες που πλησίασαν την ικανότητα τού Κράσσου, ήταν ο σύγχρονος τού Κράσσου Μάρκος Αντώνιος Ρήτορας (παππούς τού διάσημου Μάρκου Αντώνιου) και ο ίδιος ο Κικέρων. Ο Κικέρων σταθμίζει τις σχετικές δεξιότητες τού Αντώνιου και τού Κράσσου με τις ακόλουθες λέξεις:
Από την πλευρά μου, αν και αναθέτω στον Αντώνιο όλες τις αρετές που επισήμαναν παραπάνω, εξακολουθώ να υποστηρίζω ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να ήταν πιο τέλειο από τον Κράσσο. Διέθετε μεγάλη αξιοπρέπεια και συνδύαζε την ευχαρίστηση με την εξυπνάδα, όχι χυδαία, αλλά να ταιριάζει στον ρήτορα. Τα λατινικά του ήταν προσεκτικά και καλά επιλεγμένα, αλλά χωρίς να επηρεαστεί η ακρίβεια. Στην παρουσίαση και την επιχειρηματολογία η διαύγεια του ήταν αξιοθαύμαστη. Στον χειρισμό ερωτημάτων, είτε του αστικού δικαίου, είτε της φυσικής ισορροπίας και δικαιοσύνης, ήταν γόνιμος στα επιχειρήματα. . . Κανείς δεν μπορούσε να ξεπεράσει την επινοητικότητα τού Κράσσου.[65]
Ο θαυμασμός του Κικέρωνα για τον Κράσσο και τον Αντώνιο είναι επίσης εμφανής στο De Oratore, την πραγματεία του για την τέχνη της ρητορικής. Σε αυτό, εμφανίζονται ως οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες του διαλόγου, που συζητούν τα χαρακτηριστικά τού ιδανικού ρήτορα παρουσία αρκετών νεότερων επίδοξων ρητόρων, συμπεριλαμβανομένων των Γάιου Αυρήλιου Κότα, Πόπλιου Σουλπίκιου Ρούφου και Γάιου Ιούλιου Καίσαρα Στράβωνα.
Εκτός από τις δεξιότητες που επαινέθηκαν παραπάνω, ο Κράσσος λέγεται ότι είχε εκτενή γνώση τού ρωμαϊκού νομικού συστήματος. Ο Κικέρων αποκαλεί τον Κράσσο τον «ικανότερο νομικό στις τάξεις των ρητόρων», ικανό ακόμη και να κερδίσει τον πρώην μέντορα εκείνου (και τού Κικέρωνα), τον μεγάλο νομικό Κόιντο Μούκιο Σκαιβόλα Οιωνοσκόπο.[66] Ο Κικέρων σημειώνει επίσης με θαυμασμό την έντονη προετοιμασία, που έκανε ο Κράσσος πριν από κάθε περίπτωση. Αυτό ήταν ακόμη πιο απαραίτητο, διότι οι Ρωμαίοι ρήτορες πολύ σπάνια έρχονταν στο δικαστήριο με περισσότερες από λίγες γραπτές σημειώσεις μαζί τους.[67]
Όσον αφορά το ρητορικό ύφος τού Κράσσου, προφανώς κράτησε την ιδανική γραμμή μεταξύ των άκρων: ούτε πολύ δραστήριος ούτε πολύ ακίνητος, ούτε πολύ παθιασμένος, ούτε πολύ ήρεμος, πνευματώδης και όμως πάντα αξιοπρεπής:
Χωρίς βίαιες κινήσεις του σώματος, χωρίς ξαφνική μεταβολή της φωνής, χωρίς περπάτημα επάνω-κάτω, χωρίς συχνό χτύπημα τού ποδιού. Η γλώσσα του ήταν σφοδρή, μερικές φορές θυμωμένος και γεμάτος δίκαιη αγανάκτηση. Πολύ έξυπνος, αλλά πάντα αξιοπρεπής και, το πιο δύσκολο, ήταν ταυτόχρονα περίτεχνος και σύντομος.[67]
Ο Κικέρων σημειώνει επίσης ότι στον Κράσσο άρεσε να χωρίζει τις προτάσεις του σε πολλές σύντομες, αιχμηρές φράσεις, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ένα απλό στυλ ομιλίας («φυσική επιδερμίδα, χωρίς φτιασίδια»).[68]
Σημειώνεται επίσης από τον Κικέρωνα στο De Oratore ότι ο Λικίνιος Κράσσος ήταν φίλος τού φιλόσοφου Mάρκου Βιγέλιου.[69]
Ήταν νυμφευμένος με μία κόρη τού υπάτου Κόιντου Μούκιου Σκαιβόλα Οιωνοσκόπου (δεν πρέπει να συγχέεται με τον υπατικό συνάδελφο τού Λ. Λ. Κράσσου, Κόιντου Μούκιου Σκαιβόλα Ποντίφικα) και της Λαιλίας, η οποία ήταν κόρη τού Γάιου Λαίλιου Σάπιενς.[70] Ο Κράσσος και η σύζυγός του είχαν τρία επιζόντα παιδιά:
Η τρίτη κόρη τού Κράσσου, η Λικίνια (Τέρτια), παντρεύτηκε τον Γάιο Μάριο τον Νεότερο, γιο τού διάσημου στρατηγού και πολιτικού Γάιου Μάριου. Ο γάμος μπορεί να έγινε γύρω στο 95 π.Χ., αν και η ημερομηνία είναι καθαρή υπόθεση από μελετητές: έγινε με βάση τη γνωστή πολιτική συμμαχία μεταξύ των δύο πατέρων. Αν και οι άνδρες δεν μπορούσαν να νυμφευτούν πριν κλείσουν τα 14, όμως οι ηγετικές οικογένειες έτειναν να παντρεύουν τα παιδιά τους νωρίς, ενισχύοντας τις συμμαχίες τους.
Τίποτε δεν είναι γνωστό γι' αυτή τη Λικινία μετά τον θάνατο τού Μάριου τού Νεότερου το 82 π.Χ. Ωστόσο, πολλά χρόνια αργότερα, στην εποχή της δικτατορίας τού Ιουλίου Καίσαρα, εμφανίστηκε στη Ρώμη κάποιος Ψευδο-Μάριος, που ισχυριζόταν ότι ήταν γιος τους. Ο Κικέρων φαίνεται ότι αποδέχτηκε την πιθανότητα να ήταν πράγματι ένας Μάριος, αλλά αρνήθηκε παρ' όλα αυτά να βοηθήσει τον άνδρα δημόσια. Αυτός ο Ψευδο-Μάριος δολοφονήθηκε με εντολή τού Μάρκου Αντώνιου, μετά τη δολοφονία τού Καίσαρα.
Ο Κράσσος ήταν κάπως διαβόητος στις επόμενες γενιές για τον πολυτελή τρόπο ζωής του. Συγκεκριμένα, ήταν ο πρώτος Ρωμαίος που χρησιμοποίησε κίονες από εισαγόμενο μάρμαρο, στην προκειμένη περίπτωση από τον Υμηττό στην Ελλάδα.[71] Οι σύγχρονοί του τον κορόιδευαν και γι' αυτή την πολυτέλεια. Ένας Μάρκος Βρούτος τον ονόμασε «Παλατινή Αφροδίτη» για την φαινομενική θηλυκότητα των στηλών,[72] και άρχισε μία σοβαρή διαμάχη μεταξύ τού Κράσσου και τού συναδέλφου του ως λογοκριτή, Γναίου Δομίτιου Αηνόβαρβου ΙV, για το μάρμαρο.[52]
Ο Κράσσος είχε επίσης ένα αγαπημένο κατοικίδιο χέλι, προς μεγάλη πλάκα των μεταγενέστερων Ρωμαίων σχολιαστών. Όταν ο Κράσσος έκανε μία κηδεία για το κατοικίδιο, ο ίδιος Δομίτιος Αηνόβαρβος σχολίασε αστειευόμενος την υπόθεση. Ο Κράσσος απάντησε: «Δεν έθαψες τρεις γυναίκες και δεν έριξες ούτε ένα δάκρυ;» [73][74][75]