Λιλιάνα Καβάνι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Liliana Cavani (Ιταλικά) |
Γέννηση | 12 Ιανουαρίου 1933[1][2][3] Κάρπι |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά Ιταλικά[4][5] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο της Μπολόνια Πειραματικό Κέντρο Κινηματογράφου[6] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | σκηνοθέτρια ταινιών κινηματογράφου[7][8] σεναριογράφος σκηνοθέτρια[9][10] |
Περίοδος ακμής | 1961 |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Ταξιάρχης του Τάγματος της Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας[11] |
Ιστότοπος | |
www | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Λιλιάνα Καβάνι (Liliana Cavani, γενν. 12 Ιανουαρίου 1933)[12] είναι Ιταλίδα σκηνοθέτιδα και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Ανήκει σε μια γενιά κινηματογραφιστών από την Εμίλια-Ρομάνια που άκμασε τη δεκαετία του 1970, όπως ήταν οι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Πιερ Πάολο Παζολίνι και Μάρκο Μπελλόκκιο. Η Καβάνι έγινε διεθνώς γνωστή μετά την επιτυχία της ταινίας της Il portiere di notte (Ο θυρωρός της νύχτας, 1974). Οι ταινίες της γενικότερα έχουν ιστορικό υπόβαθρο.[13] Εκτός από ταινίες (μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ), έχει σκηνοθετήσει και όπερες. Σήμερα η Καβάνι ζει στη Ρώμη.
Η Καβάνι γεννήθηκε στην πόλη Κάρπι, κοντά στη Μόντενα.[14] Ο πατέρας της, ένας αρχιτέκτονας από τη Μάντοβα, ανήκε σε μια συντηρητική αστική οικογένεια γαιοκτημόνων. «Ο πατέρας μου ήταν αρχιτέκτονας που ενδιαφερόταν για την οικιστική ανάπτυξη. Με πήγαινε σε μουσεία. Είχε εργαστεί στη Βαγδάτη το 1956, όταν το Ιράκ ήταν ακόμα υπό βρετανικό έλεγχο. Η μητέρα μου ήταν πολύ δυνατή, πολύ ικανή και πολύ γλυκιά», εξήγησε η Καβάνι σε μια συνέντευξη. Η μητέρα της αγαπούσε τον κινηματογράφο και πήγαιναν μαζί κάθε Κυριακή από τότε που ήταν μικρό παιδί. Οι πρόγονοι της μητέρας της ήταν μαχητικοί αντιφασίστες. Ο παππούς της από την πλευρά της μητέρας της, που ήταν συνδικαλιστής, της γνώρισε τα έργα του Μαρξ και του Μπακούνιν.[15]
Η Καβάνι απεφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια το 1960 με πτυχίο φιλολογίας, έχοντας γράψει μια διατριβή με θέμα τον ποιητή και ευγενή του 15ου αιώνα Μαρσίλιο Πίο.[14] Αρχικώς ήθελε να γίνει αρχαιολόγος, ασχολία την οποία εγκατέλειψε σύντομα προκειμένου να κυνηγήσει το πάθος της για την κινούμενη εικόνα.[15] Σπούδασε στο «Centro Sperimentale di Cinematografia» (= «Πειραματικό Κέντρο Κινηματογραφίας») που είχε εγκαινιάσει προπολεμικά ο Μουσολίνι. Εκεί ειδικεύθηκε στην τέχνη του ντοκιμαντέρ και πήρε δίπλωμα με τις πτυχιακές ταινίες μικρού μήκους Incontro notturno (1961) και L'evento (1962).
Ενώ ακόμα σπούδαζε στο Κέντρο Κινηματογραφίας, η Καβάνι κέρδισε έναν διαγωνισμό της RAI και εξασφάλισε έτσι μια θέση εργασίας εκεί το 1961, σκηνοθετώντας ιστορικά ντοκιμαντέρ. Μεταξύ αυτών των έργων της ξεχωρίζει η Storia del III Reich, (= «Ιστορία του Τρίτου Ράιχ»), που δημιούργησε το 1962-1963 και χρονογραφεί την άνοδο του ναζιστικού καθεστώτος.[16] Υπήρξε η πρώτη ιστορική διερεύνηση του γερμανικού ολοκληρωτισμού που προβλήθηκε ποτέ στην τηλεόραση οπουδήποτε στον κόσμο. Μερικά άλλα ντοκιμαντέρ της ήταν τα L'età di Stalin (= «Τα χρόνια του Στάλιν»), La donna nella Resistenza (1965), Philippe Pétain, processo a Vichy (1965, κέρδισε το βραβείο στο τμήμα ντοκιμαντέρ του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας) και το Il giorno della pace, ένα τετράωρο ντοκιμαντέρ με θέμα την έντονη εσωτερική μετανάστευση στην Ιταλία από τον νότο προς τον βορρά της χώρας.
Η Καβάνι δημιούργησε την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία με ηθοποιούς το 1966: ήταν το έργο Francesco d'Assisi (= «Φραγκίσκος της Ασίζης»). Προορισμένη για να προβληθεί την τηλεόραση (σε δύο μέρη), η ταινία είναι βαθιά επηρεασμένη από το στιλ του Ρομπέρτο Ροσσελλίνι και την ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει τις ταινίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Γυρισμένη σε μια εποχή πολιτικής ανησυχίας, θα γινόταν ένα είδος μανιφέστου κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Πρωταγωνιστεί ο Λου Καστέλ στον ρόλο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, τον οποίο απεικονίζει ως έναν άνθρωπο της διαμαρτυρίας, με ελαφρά κατάθλιψη. Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία, αλλά προκάλεσε και πολλές αρνητικές αντιδράσεις: Αποκλήθηκε «αιρετική, βλάσφημη και προσβλητική για την πίστη του ιταλικού λαού».[17] Αυτή ήταν η πρώτη από πολλές αντιδράσεις προς το έργο της Καβάνι.[18]
Η επόμενη ταινία της, με τίτλο Galileo (1968), εστιάζει στη σύγκρουση μεταξύ επιστήμης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τον 17ο αιώνα.[19] Η βαθιά πεποίθηση του Γαλιλαίου ότι η αλήθεια θα πρέπει να αποδεικνύεται με πειραματικές μεθόδους προκαλεί τη σύγκρουσή του με τα θρησκευτικά δόγματα και την παραπομπή του σε δίκη από την Ιερά Εξέταση. Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ, αλλά και πάλι για την τηλεόραση και όχι για διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες, ωστόσο απαγορεύθηκε ούτως ή άλλως από την ιταλική λογοκρισία, που τη θεώρησε αντικληρικαλιστική και δεν προβλήθηκε ποτέ στην τηλεόραση. Αργότερα βρήκε διανομέας που την απελευθέρωσε για προβολή στις αίθουσες.[18]
Το I Cannibali (1969) ήταν η πρώτη ταινία της Καβάνι που είχε μια ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής. Το έργο μεταχειρίζεται τον μύθο της Αντιγόνης προκειμένου να παρουσιάσει τη σύγχρονή του πολιτική κατάσταση της Ιταλίας.[20][21] Η υπόθεση διαδραματίζεται στο Μιλάνο υπό ένα υποθετικό δικτατορικό καθεστώς, και αφορά την πάλη μιας νέας γυναίκας κατά των αρχών που απαγορεύουν την ταφή των σωμάτων εξεγερμένων που σκότωσε η αστυνομία, ώστε να χρησιμεύσουν ως προειδοποίηση προς τους πολίτες. Η γυναίκα υποβοηθείται από έναν μυστηριώδη άνδρα που ομιλεί μια άγνωστη γλώσσα. Το παράδειγμα αυτών των δύο νέων ακολουθούν σύντομα και άλλοι. Το έργο δεν είχε εισπρακτική επιτυχία, οπότε η Καβάνι επέστρεψε στην τηλεόραση τα επόμενα έτη με τη σειρά ντοκιμαντέρ I bambini e noi[22] (1970).
Η επόμενη ταινία της Καβάνι ήταν το πολύ χαμηλού προϋπολογισμού L’ospite (= «Η φιλοξενούμενη», 1971-1972), με το οποίο καλλιέργησε περαιτέρω το ενδιαφέρον της για τα κοινωνικά και ψυχολογικά θέματα. Η υπόθεση επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα σε έναν συγγραφέα και μια γυναίκα πρώην κλεισμένη σε ψυχιατρική κλινική, η οποία παλεύει να ταιριάξει και πάλι στην κοινωνία. Στον δύσκολο ρόλο πρωταγωνιστεί η Λουτσία Μποζέ.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η σκηνοθέτιδα πήρε μια στροφή στον κόσμο του μυστικισμού της Άπω Ανατολής με την τανία Milarepa (1973-1974). Εμπνευσμένη από ένα κλασικό κείμενο της Θιβετιανής λογοτεχνίας και την προσωπικότητα του Μιλαρέπα (περ. 1028–1111 μ.Χ.), η ταινία κινείται εμπρός-πίσω στον χρόνο ανάμεσα στην ιστορία του ομώνυμου ήρωα και ενός σύγχρονου Δυτικού νέου, του οποίου η ιστορία δεν διαφέρει και πολύ, καθώς αμφότεροι αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην αναζήτηση της γνώσεως και τη δίψα για δύναμη. Το έργο αυτό επαινέθηκε από τον Παζολίνι, ο οποίος το απεκάλεσε «μια αληθινά όμορφη ταινία».[23]
Η Καβάνι ήταν σχεδόν άγνωστη έξω από την Ιταλία μέχρι που δημιούργησε την ταινία του 1974 Ο θυρωρός της νύχτας (Il portiere di notte), που παραμένει το έργο για το οποίο είναι κυρίως γνωστή.[24] Η υπόθεσή του διαδραματίζεται στη Βιέννη το 1957 και ακολουθεί έναν φρουρό ναζιστικού στρατοπέδου συγκεντρώσεως και μια επιζήσασα πρώην κρατούμενη στο στρατόπεδο, με τους δυο τους να εμπλέκονται σε μια σαδομαζοχιστική σχέση αφότου συναντώνται τυχαία μεταπολεμικά.[22] Σε αυτή τη βαθιά αμφιλεγόμενη ταινία πρωταγωνιστούν ο Ντερκ Μπόγκαρντ και η κατά 25 χρόνια νεότερή του Σάρλοτ Ράμπλινγκ.
Ο πολύ γνωστός Αμερικανός κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Ίμπερτ απεκάλεσε την ταινία «απαίσια», ενώ οι Πωλίν Κάελ και Βίνσεντ Κάνμπυ τη χαρακτήρισαν «σκουπίδι».[25] Ωστόσο στην Ευρώπη χαιρετίσθηκε ως πρωτοπόρα απόπειρα ενδοσκοπήσεως στις ανήσυχες σεξουαλικές και ψυχολογικές αμφισημίες που προκαλεί ο πόλεμος.[26]
Το 1977 η Καβάνι γύρισε το Πέρα από το Καλό και το Κακό (Al di là del bene e del male), ένα έργο που αφηγείται την έντονη τριγωνική σχέση ανάμεσα στον Γερμανό φιλόσοφο Φρίντριχ Νίτσε, τον φίλο του συγγραφέα Πάουλ Ρέε και τη Ρωσίδα συγγραφέα και φεμινίστρια Λου Αντρέας-Σαλομέ.[27] Οι τρεις τους συναντώνται στη Ρώμη το 1882 και μετακομίζουν στη Γερμανία, προσπαθώντας να ζήσουν τις ζωές τους και να ικανοποιήσουν τις διανοητικές ανάγκες τους απορρίπτοντας την παραδοσιακή ηθική. Ο Νίτσε τρελαίνεται από ένα αφροδίσιο νόσημα και ο Πάουλ ανακαλύπτει την καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του με τραγικές συνέπειες. Η Λου, που είναι η πλέον απελευθερωμένη από τους τρεις, είναι η μόνη που επιζεί. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Ντομινίκ Σαντά, Έρλαντ Γιόσεφσον και Ρόμπερτ Πάουελ.[28]
Η ταινία της σκηνοθέτιδας με τίτλο Το δέρμα (La Pelle, 1981), βασίσθηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Κούρτσιο Μαλαπάρτε. Συμμετέσχε στο διαγωνιστικό μέρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, ενώ στόχευε και στη διεθνή αγορά διαθέτοντας αρκετούς διάσημους ηθοποιούς, όπως τους Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, Κλάουντια Καρντινάλε και Μπαρτ Λάνκαστερ. Η υπόθεση διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής της Νάπολης το 1944, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[29]
Η υπόθεση της ταινίας του 1982 Oltre la porta διαδραματίζεται στη βόρεια Αφρική: ένα ερωτικό τρίγωνο σχηματίζεται από τον Μάθιου, έναν Αμερικανό εργάτη πετρελαιοπηγών ερωτευμένο με τη Νίνα, μια κοπέλα μπλεγμένη σε μια ερωτική σχέση με τον πατριό της Ενρίκο, πρώην διπλωμάτη της Ιταλίας που είναι τώρα στη φυλακή κατηγορούμενος για τον θάνατο της μητέρας της Νίνα. Το έργο, στο οποίο πρωταγωνιστούν οι Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, Τομ Μπέρεντζερ και Ελεονόρα Τζόρτζι, απογοήτευσε το κοινό και τους κριτικούς.
Η ταινία Interno berlinese του 1985 βασίσθηκε χαλαρά στο μυθιστόρημα Κινούμενη άμμος του Ιάπωνα Τζουνιτίρο Τανιζάκι.[30] Η υπόθεση μας μεταφέρει στο Βερολίνο του 1938, όπου ένας Γερμανός ανερχόμενος διπλωμάτης και η σύζυγός του ερωτεύονται τη νεαρή κόρη του πρέσβεως της Ιαπωνίας στο Ναζιστική Γερμανία.
Με το Φραντσέσκο (1989) η Καβάνι επέστρεψε στον βίο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, με πρωταγωνιστές αυτή τη φορά έναν Αμερικανό ηθοποιό, τον Μίκι Ρουρκ, και μια Αγγλίδα, την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ. Το έργο είχε μικρή σχέση ως προς το ύφος, όχι μόνο με το αντίστοιχο του 1966, αλλά και με τα άλλα έργα της Καβάνι.[31][32] Ο Έλληνας συνθέτης Vangelis έγραψε τη μουσική για την ταινία.
Το Dove siete? Io sono qui (= «Πού είσαι; Εγώ είμαι εδώ», 1993), αφηγείται την αισθηματική ιστορία του Φαούστο και της Έλενα, δύο κωφών νεαρών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, στη σύγχρονη Ιταλία. Εκείνος ανήκει σε μια πλούσια οικογένεια που τον ανέθρεψε σαν να μην ήταν κωφός, ενώ εκείνη προέρχεται από μια οικογένεια εργατών και πρέπει να παλαίψει για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή της. Το έργο έχει ομοιότητες με το I cannibali και με το L’ospite, στην εξερεύνηση της θεματικής της απομονώσεως.[33] Η ταινία, όπως και αρκετές άλλες της Καβάνι, περιλαμβάνει τη χρήση του χορού.[33]
Το 2002 η Καβάνι γύρισε την ταινία Το παιχνίδι του Κυρίου Ρίπλεϊ (Il Gioco di Ripley), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ. Είναι μια συνέχεια στο γνωστότερο Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ. Το παιχνίδι του Κυρίου Ρίπλεϊ παρουσιάσθηκε[34] εκτός διαγωνιστικού τμήματος στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Από το 1979 και μέτά η Καβάνι σκηνοθέτησε αρκετές όπερες, αρχίζοντας με την όπερα Βότσεκ στη Φλωρεντία. Μερικές άλλες όπερες που σκηνοθέτησε ήταν η Ιφιγένεια εν Ταύροις το 1984 και η Μήδεια το 1986 στην Όπερα του Παρισιού, η Καρντιγιάκ (1991) στη Φλωρεντία, η Λα Βεστάλε το 1993 στη Σκάλα του Μιλάνου και η La cena delle beffe του Ουμπέρτο Τζορντάνο το 1995 στη Ζυρίχη.[35] Επίσης για την τηλεόραση σκηνοθέτησε την Τραβιάτα το 1992, την Καβαλερία Ρουστικάνα το 1996 και τη Μανόν Λεσκώ[36] το 1998.
Η γενέτειρα της σκηνοθέτιδας, το Κάρπι, έχει ιδρύσει την Associazione Fondo Liliana Cavani, όπου διατηρούνται αντίγραφα όλων των ταινιών της.[35]