Ο λιμός της Βεγγάλης του 1943 ήταν λιμός ο οποίος ξέσπασε στην επαρχία της Βεγγάλης στη Βρετανική Ινδία (της οποίας τα εδάφη ανήκουν πλέον στο Μπανγκλαντές και στην ανατολική Ινδία) κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπολογίζεται 2,1 με 3 εκατομμύρια άτομα πέθαναν[1] από πείνα, ελονοσία και άλλες ασθένειες, οι οποίες επιδεινώθηκαν από τον υποσιτισμό, την εκτόπιση πληθυσμού, τις ανθυγιεινές συνθήκες και την έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης στην επαρχία της Βεγγάλης μόνο. Ο πληθυσμός της περιοχής ήταν 60,3 εκατομμύρια άτομα εκείνη την εποχή. Εκατομμύρια άτομα εξαθλιώθηκαν καθώς η κρίση επηρέασε σοβαρά την οικονομία και διατάραξε καταστροφικά την κοινωνία. Πολλές οικογένειες διαλύθηκαν, ενώ άνδρες πούλησαν τις μικρές φάρμες τους και εγκατέλειψαν την κατοικία τους για να εργαστούν ή για να ενταχθούν στον Βρετανικό Ινδικό Στρατό, ενώ πολλά γυναικόπαιδα έγιναν άστεγοι μετανάστες, οι οποίοι συχνά ταξίδευαν στην Καλκούτα ή σε άλλες μεγάλες πόλεις αναζητώντας οργανωμένη ανθρωπιστική βοήθεια.[2] Συνήθως οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν τον λιμό ως ανθρωπογενή,[3], υποστηρίζοντας ότι οι έκτακτες αποικιακές πολιτικές για τον πόλεμο ήταν η αφορμή για τη δημιουργία και για την επιδείνωση, στη συνέχεια, της κρίσης. Υπάρχει μια μειοψηφική άποψη ότι ο λιμός ήταν αποτέλεσμα φυσικών αιτίων.[4]
Η οικονομία της περιοχής ήταν κατά κύριο λόγο αγροτική, ενώ το 50 με 75% των φτωχών κατοίκων των αγροτικών περιοχών ζούσαν σε μια κατάσταση ημιυποσιτισμού. Τα στάσιμα επίπεδα παραγωγικότητας και η σταθερή βάση γης δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του ταχέως αναπτυσσόμενου πληθυσμού, οδηγώντας σε μακροπρόθεσμη μείωση της διαθεσιμότητας ρυζιού κατά κεφαλήν, ενώ αυξανόταν ο αριθμός των αγροτών που είτε διέθετε χαμηλή ποσότητα γης ή ήταν ακτήμονες. Ένα μεγάλο ποσοστό αγροτών είχε προβλήματα λόγω χρεών, κάτι που οδηγούσε στο τέλος στην απώλεια της γης τους και σε δουλεία λόγω χρεών.
Η χρηματοδότηση της στρατιωτικής κλιμάκωσης οδήγησε σε πολεμικό πληθωρισμό, καθώς χιλιάδες αγρότες έβλεπαν τη γη τους να απαλλοτριώνεται. Πολλοί εργάτες αμείβονταν με χρήματα και όχι με κάποιο τμήμα της συγκομιδής.[5] Όταν οι τιμές αυξήθηκαν απότομα, οι μισθοί απέτυχαν να αυξηθούν παρομοίως, με αποτέλεσμα να υπάρξει πτώση των πραγματικών μισθών και στην ικανότητα των αγροτών να αγοράσουν τρόφιμα. Κατά τη διάρκεια της Ιαπωνικής κατοχής της Βιρμανίας, πολλές εισαγωγές ρυζιού χάθηκαν καθώς οι προμήθειες της αγοράς και τα συστήματα μεταφοράς της περιοχής διαταράχθηκαν από το κάψιμο γης ως απάντηση των Βρετανών στους Ιάπωνες. Το Βεγγαλικό Εμπορικό Επιμελητήριο (αποτελούμενο κυρίως από Βρετανικές επιχειρήσεις),[6] με την έγκριση της Κυβέρνησης της Βεγγάλης, σχεδίασε ένα Σχέδιο Διανομής Τροφίμων για την παροχή υψηλότερων ποσοτήτων αγαθών και υπηρεσιών σε ρόλους υψηλής σημασίας όπως είναι οι ένοπλες δυνάμεις, οι πολεμικές βιομηχανίες και οι κυβερνητικοί υπάλληλοι, ώστε να μη εγκαταλείψουν τη θέση τους.[7] Αυτοί οι παράγοντες συνδυάστηκαν με περιορισμό της πρόσβασης σε σιτηρά: οι εγχώριες πηγές περιορίζονταν από τους έκτακτους διαεπαρχιακούς φράκτες εμπορίου, ενώ η βοήθεια από την Κυβέρνηση Πολέμου του Τσώρτσιλ ήταν περιορισμένη δήθεν λόγω έλλειψης ναυτιλιακών γραμμών λόγω του πολέμου. Άλλες αιτίες του λιμού ήταν οι μεγάλες φυσικές καταστροφές στη νοτιοδυτική Βεγγάλη (ένας κυκλώνας, παλιρροϊκά κύματα και πλημμύρες, καθώς και μια ασθένεια που έπληττε τις καλλιέργειες ρυζιού). Η σχετική επίδραση του κάθε παράγοντα στον αριθμό των θανάτων είναι θέμα αντιπαράθεσης. Η Βεγγάλη είναι ιδιαίτερα πεδινή περιοχή και είναι επιρρεπής σε πλημμύρες και άλλες φυσικές καταστροφές.
Η επαρχιακή κυβέρνηση αρνήθηκε ότι η επαρχία υπέφερε από λιμό ενώ η ανθρωπιστική βοήθεια ήταν αναποτελεσματική στους χειρότερους μήνες της κρίσης. Η κυβέρνηση αρχικά προσπάθησε να επηρεάσει την τιμή του ρυζιού, αλλά εντέλει δημιούργησε μια μαύρη αγορά η οποία ενθάρρυνε τους πωλητές να παρακρατήσουν τα αποθέματά τους, οδηγώντας σε υπερπληθωρισμό από την κερδοσκοπία και τη συσσώρευση πόρων αφού οι έλεγχοι εγκαταλείφθηκαν. Η βοήθεια προς τον πληττόμενο λαό αυξήθηκε σημαντικά, όταν ο Βρετανικός Ινδικός Στρατός ανέλαβε τον έλεγχο της χρηματοδότησης τον Οκτώβριο του 1943. Ωστόσο αποτελεσματική βοήθεια για τον λαό ήρθε μετά από μια πολύ αποδοτική σοδειά τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Οι θάνατοι από πείνα μειώθηκαν, ωστόσο το 1944 κατεγράφησαν πάνω από τους μισούς θανάτους από λιμό, λόγω ασθενειών αυτή τη φορά, αφού η κρίση διατροφικής ασφάλειας είχε κοπάσει.[8]