Λιολά

Λιολά
Liolà
Λιολά του Λουίτζι Πιραντέλο, Internationalist Theatre Production σε σκηνοθεσία Fabio Perselli
ΣυγγραφέαςΛουίτζι Πιραντέλο
Πρωτότυπος τίτλοςLiolà
Παγκόσμια πρώτη παράσταση4 Νοεμβρίου 1916
Τοποθεσία πρώτης παράστασηςΡώμη
Γλώσσα πρωτότυπουΑκραγαντινή διάλεκτος της σικελικής γλώσσας
ΕίδοςΚωμωδία
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Λιολά είναι κωμωδία του Λουίτζι Πιραντέλλο, που γράφτηκε το 1916 στην ακραγαντινή διάλεκτο της σικελικής γλώσσας, την τοπική διάλεκτο της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα[1][2], στην οποία έγραψε και άλλα έργα και την οποία είχε μελετήσει και επιστημονικά στη διδακτορική διατριβή του στο Πανεπιστήμιο της Βόννης[3]. Το 1916, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν μια πολύ οδυνηρή περίοδος της ζωής του, καθώς οι δύο γιοι του βρίσκονταν ο ένας σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου και ο άλλος σε στρατιωτικό νομοσκομείο, ενώ η σύζυγός του υπέφερε από σοβαρή ψυχική ασθένεια[4]. Το έργο όμως, παρά τα βάσανα που βίωνε ο Πιραντέλλο, είναι πολύ παιχνιδιάρικο και εύθυμο, σε σημείο που ο ίδιος να παραδεχτεί σε επιστολή προς τον γιο του: «είναι τόσο κεφάτο που μοιάζει σαν να μην είναι δικό μου έργο»[5][6].

Ο Λιολά είναι ένα από τα πρώτα θεατρικά έργα του Πιραντέλλο και ανέβηκε για πρώτη φορά στις 4 Νοεμβρίου 1916 στο Θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης με τον θίασο «Compania comica siciliana» του διάσημου Σικελού ηθοποιού Άντζελο Μούσκο, για τον οποίο είχε γράψει το έργο[7]. Ο Μούσκο ανέβασε και άλλα σικελικά έργα του Πιραντέλλο συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του πρώιμου έργου του σε αυτό το είδος[8]. Ο ίδιος ο Πιραντέλλο χαρακτήρισε το έργο «κωμωδία της υπαίθρου» («commedia campestre»)[9]. Επειδή ήταν γραμμένο εξ ολοκλήρου στη σικελική γλώσσα, και όχι απλώς στην ιταλική με σικελικούς ιδιωματισμούς που χρησιμοποιούσαν άλλοι συγγραφείς του είδους[10], το κοινό στην υπόλοιπη Ιταλία και οι κριτικοί δυσκολεύονταν πολύ να κατανοήσουν τους διαλόγους. Για τον λόγο αυτό, ο συγγραφέας αποφάσισε να δημοσιεύσει το έργο το 1928 με ιταλική μετάφραση σε αντιπαραβολή προς τη σικελική, και αυτή η ιταλική μετάφραση ανέβηκε αργότερα στο Μιλάνο, στις 8 Ιουνίου 1942[7][11].

Η ιστορία του Λιολά είναι εμπνευσμένη από ένα επεισόδιο του μυθιστορήματος του Πιραντέλλο Ο αείμνηστος Ματία Πασκάλ, κεντρικός ήρωας του οποίου είναι ο Νέλι Σκιλάτσι, γνωστός με το χαϊδευτικό Λιολά. Το ίδιο παρατσούκλι είχε ήδη αποδοθεί σε έναν άλλο παρόμοιο χαρακτήρα, τον Νέλι Τορτορίτσι, στη νουβέλα Η μύγα[7].

Ο Λιολά στο θεατρικό έργο είναι ένας γοητευτικός, ανέμελος, κατεργάρης χωρικός που λατρεύει τη φύση, τον έρωτα και το τραγούδι. Το ίδιο το όνομά του σημαίνει στα ιταλικά «εδώ ή εκεί» (li o la)[12]. Αν και το έργο δεν είναι μουσική κωμωδία, η κλίση του Λιολά για τη μουσική και την ποίηση εκφράζεται με τραγούδια που παρεμβάλλονται σε όλη την έκταση του έργου.

Η δράση τοποθετείται τον μήνα Σεπτέμβριο στην ύπαιθρο του Αγκριτζέντο, και συγκεκριμένα στο αγρόκτημα της θείας Κρότσε Ατσάρα. Στην πρώτη σκηνή βλέπουμε τα νεαρά κορίτσια Λούτσα, Τσιούτσα και Νέλα, την κουμπάρα Καρμίνα (Μοσκαρντίνα) και τη θεία Τζέζα να κουτσομπολεύουν και να τραγουδούν σπάζοντας αμύγδαλα υπό την εποπτεία της θείας Κρότσε. Παρόντες είναι επίσης η Τούτσα, κόρη της θείας Κρότσε, και η Μίτα, θετή κόρη της θείας Τζέζα, που παραμένουν σιωπηλές και σκυθρωπές[13]. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, η Τούτσα είναι έγκυος από τον Λιολά. Η Μίτα είχε μείνει ορφανή από μικρή και είχε αναγκαστεί πριν τέσσερα χρόνια να παντρευτεί τον πλούσιο εξηντάρη γαιοκτήμονα Σιμόνε Παλούμπο, από τον οποίο υποφέρει. Ο ίδιος ο θείος Σιμόνε είναι επίσης παρών και γκρινιάζει για τη φασαρία των κοριτσιών αλλά και για την κατάσταση των καλλιεργειών του.

Ο μεγάλος καημός του τελευταίου είναι όμως ότι, παρά τα τέσσερα χρόνια του γάμου του με τη Μίτα, που είναι ο δεύτερός του, δεν έχει ακόμη αποκτήσει απόγονο και δεν έχει πού να αφήσει την περιουσία του όταν πεθάνει. Υπεύθυνη θεωρεί τη νεαρή Μίτα, την οποία είχε παντρευτεί από συμπόνοια για την ορφάνεια της ελπίζοντας ότι θα του γεννήσει κληρονόμο. Εκείνη αποδείχτηκε στείρα, όπως πιστεύει ο ίδιος, ωστόσο η έλλειψη απογόνου και από τον προηγούμενο γάμο του και η προχωρημένη ηλικία του σχολιάζονται από τις παρευρισκόμενες ως ενδείξεις ότι μάλλον εκείνος είναι ο στείρος. Όταν αναφέρει άθελά της η Μοσκαρντίνα ότι ο θείος Σιμόνε δεν έχει παιδιά, εκείνος ξεσπά στη Μίτα κατηγορώντας την ότι τον περιγελούν εξαιτίας της, τη διώχνει προς το σπίτι και αποχωρεί και ο ίδιος[14]. Ενώ η συζήτηση των γυναικών συνεχίζεται παρέχοντας πληροφορίες για όλο το υπόβαθρο της δράσης, έρχεται η θεία Νίνφα με τα τρία παιδιά του γιού της Λιολά, ο οποίος δεν αργεί επίσης να εμφανιστεί. Ο Λιολά είναι το ακριβώς αντίθετο του θείου Σιμόνε: Παραμένει ένας κεφάτος, γοητευτικός εργένης με πολλές ερωτικές περιπέτειες, από τις οποίες έχει αποκτήσει τρία παιδιά με τρεις διαφορετικές γυναίκες. Τα παιδιά τα έχει κρατήσει ο ίδιος «για να τα μάθει να τραγουδούν» και τα φροντίζει η μητέρα του. Η αντίθεση των δύο ανδρών προβάλλεται ακόμα πιο ανάγλυφα, όταν ο Λιολά καλεί έξω τον θείο Σιμόνε και τον περιπαίζει όλο υπονοούμενα ισχυριζόμενος ότι θέλει να του πουλήσει ένα από τα παιδιά του και ότι όσοι αφήνουν ακαλιέργητη τη «γη» που έχουν στην κατοχή τους θα τη χάσουν από εκείνους που ξέρουν να τη «σπέρνουν»[15].

Στην επόμενη σκηνή αποκαλύπτεται ότι τελευταία κατάκτηση του Λιολά είναι η Τούτσα, η οποία μάλιστα έχει μείνει έγκυος. Όταν η Τούτσα αποκαλύπτει το μυστικό στη μητέρα της, τη θεία Κρότσε, ομολογεί ότι το έκανε για να εκδικηθεί τη Μίτα, επειδή η ίδια είχε βλέψεις για τον θείο Σιμόνε (δηλ. για την περιουσία του) και η Μίτα της τον πήρε. Η Μίτα όμως ήταν ερωτευμένη από μικρή με τον Λιολά και εξακολουθούσε να τον αγαπά και μετά τον γάμο της. «Δεν της έφτασε ο πλούσιος σύζυγος; Ήθελε και το βαρβάτο εραστή;»[16] Για να την εκδικηθεί, λοιπόν, τα έφτιαξε η Τούτσα με τον Λιολά. Ο Λιολά, από την πλευρά του, δεν γνωρίζει τα κίνητρα της Τούτσα, θέλει ευσυνείδητα να εκπληρώσει το χρέος του απέναντί της και, παρά την αγάπη του για την ελεύθερη ζωή, τη ζητά σε γάμο από τη μητέρα της[17]. Μάνα και κόρη όμως αρνούνται την πρότασή του, προσβάλλοντάς τον μάλιστα για τον τρόπο που ζει. Έκπληκτος ο Λιολά υποψιάζεται ότι ετοιμάζουν κάποια ατιμία. Πράγματι, οι δύο γυναίκες σχεδιάζουν να εκμεταλλευτούν την επιθυμία του θείου Σιμόνε για κληρονόμο. Με τη συγκατάθεσή του, καθώς θέλει και ο ίδιος να αποκαταστήσει την εικόνα του στην κοινότητα, αποφασίζουν να παρουσιάσουν το παιδί που κυοφορεί η Τούτσα ως δικό του[18].

Στη δεύτερη πράξη, η δράση μεταφέρεται στη γειτονιά της θείας Τζέζα, θετής μητέρας της Μίτα, και της θείας Νίνφα, μητέρας του Λιολά. Εκεί καταφθάνουν το σούρουπο η Λούτσα, η Τσιούτσα και η Νέλα όλο περιέργεια ελπίζοντας να μάθουν τα καθέκαστα σχετικά με την περιπέτεια της Τούτσα και του Λιολά. Εκεί εμφανίζεται και η Μοσκαρντίνα φέρνοντας τα νέα, ότι ο θείος Σιμόνε είναι ο πατέρας του παιδιού της Τούτσα και ότι υπερηφανεύεται για τη γονιμότητά του ακόμα και στην ίδια τη γυναίκα του, τη Μίτα, την οποία επικρίνει τώρα ακόμα σφοδρότερα[19]. Η θεία Τζέζα τρέχει να δει τι συμβαίνει στο σπίτι της θετής της κόρης.

Καθώς η παρέα κουτσομπολεύει, επιστρέφει έξω φρενών η θεία Τζέζα με τη Μίτα, την οποία όχι μόνο απάτησε και πρόσβαλε αλλά χτύπησε κιόλας ο θείος Σιμόνε. Η θεία Τζέζα τρέχει στο χωριό να καταγγείλει τον θείο Σιμόνε, ενώ η Μίτα κλαίγοντας εκφράζει την απέχθειά της για τον σύζυγό της που «την πατάει σαν το σκουλήκι»[20]. Επιστρέφοντας στο σπίτι ο Λιολά, εκφράζει έκπληξη για τα νέα και συμπάθεια για τη Μίτα ισχυριζόμενος ότι δεν γνωρίζει τίποτε για το παιδί της Τούτσα, ούτε έχει σχέση με την υπόθεση[21]. «Ε, πια δεν με παρατάτε; Έχει καταντήσει βίτσιο πια σ' αυτά τα μέρη. Όποια κοπέλα αρχίσει ξαφνικά να φουσκώνει, ποιος ήταν; Ο Λιολά!»[22]. Όταν μένει μόνος του με τη Μίτα, οι δύο παλαιοί γείτονες και παιδικοί φίλοι θυμούνται ότι ήταν κάποτε ερωτευμένοι και η Μίτα δικαιολογείται στον Λιολά επειδή παντρεύτηκε τον πλούσιο γαιοκτήμονα αντί για εκείνον. Ο Λιολά προτείνει στη Μίτα να πληρώσει την Τούτσα και τη μητέρα της με το ίδιο νόμισμα εμφανίζοντας ένα δικό της παιδί και κληρονόμο στον σύζυγό της. «Ο δικός τους τρόπος είναι κι ο μόνος τρόπος για να τους ξεπληρώσεις την ατιμία και την προστυχιά που σου κάνανε»[23], της λέει προσπαθώντας να την πείσει.

Στην επόμενη σκηνή καταφθάνει ο θείος Σιμόνε απαιτώντας από τη γυναίκα του να τον ακολουθήσει στο σπίτι τους, ενώ επιβεβαιώνει ότι θα φροντίσει και το παιδί του με την Τούτσα. Η Μίτα αρνείται έξαλλη από θυμό και η θεία Νίνφα προσπαθεί να συμβιβάσει τα πράγματα πείθοντας τον Σιμόνε να αφήσει εκεί τη γυναίκα του ένα βράδυ για να ηρεμήσει[24]. Καθώς όλοι φεύγουν, ο Λιολά τρυπώνει στο σπίτι, όπου θα διανυκτερεύσει μόνη της η Μίτα, αφού η θεία Τζέζα λείπει στο χωριό για να καταγγείλει τον Σιμόνε και θα διανυκτερεύσει εκεί. Ο θείος Σιμόνε ξεκινά μόνος τη νυχτερινή πορεία επιστροφής μέσα από το χωράφια, όπου «και κριάρι να 'σαι μπορεί να σπάσεις κανά κέρατο»[25].

Ο αμπελώνας της θείας Κρότσε, σκίτσο του Carlo Santocino για τον Λιολά, πράξη Γ΄. Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι.

Λίγο καιρό αργότερα, καθώς ξεκινά ο τρύγος στο αγρόκτημα, η Τούτσα και η θεία Κρότσε επιχαίρουν για την επιτυχία του σχεδίου τους. «Πού θα πάει, θα γεννηθεί, δε θα γεννηθεί αυτό το παιδί; Δε βλέπω την ώρα – όταν θα το 'χει εδώ [ο θείος Σιμόνε] – τώρα που το αναγνώρισε για δικό του, μπροστά σε όλους – να δούμε πώς θα το φωνάξει κοντά στη στη γυναίκα του. Το σπίτι του θα είναι εδώ. Όπου τα παιδιά εκεί είναι και το σπίτι»[26], λέει η θεία Κρότσε. Πηγαίνοντας προς το αμπέλι για τον τρύγο, η Λούτσα, η Τσιούτσα, η Νέλα και η Μοσκαρντίνα αλλά και ο Λιολά με τα παιδιά του εμφανίζονται όλο κέφι και υπονοούμενα, σαν κάτι να έχει συμβεί, κινώντας την περιέργεια της θείας Κρότσε[27]. Έρχεται και ο θείος Σιμόνε σκεπτικός για τη βιασύνη της Τούτσα, της μητέρα της και του ίδιου να εμφανίσουν έναν απόγονο του τελευταίου και τους ανακοινώνει ότι τα πράγματα άλλαξαν: Η γυναίκα του κυοφορεί πλέον το δικό του παιδί, για την πατρότητα του οποίου δεν μπορεί να έχει κανείς αμφιβολία. Η Τούτσα καλά θα κάνει να παντρευτεί τον Λιολά, τον πατέρα του δικού της παιδιού[28]. Τώρα είναι σειρά της Μίτα να επιχαίρει επισύροντας την οργή της Τούτσα και της μητέρας της αλλά, για πρώτη φορά, και την τρυφερότητα του συζύγου της[29].

Ο Λιολά όμως συνεχίζει να αρνείται την πατρότητα του παιδιού της Τούτσα και δεν δέχεται πλέον να την παντρευτεί. Από ανωτερότητα δέχεται μόνο να πάρει το παιδί της για να το αναθρέψει με τη μητέρα του, όπως και τα τρία δικά του. «Θα το μάθω να τραγουδάει»[30], υπόσχεται ο Λιολά. Έξαλλη η Τούτσα του επιτίθεται με μαχαίρι, εκείνος όμως την αποφεύγει με έναν ελαφρύ τραυματισμό που δεν χαλάει τη διάθεσή του αλλά αντίθετα του δίνει το έναυσμα για ένα ακόμα πείραγμα: «Δοκίμασέ το, Τούτσα! Γλυκό το αίμα μου, ε;»[30]

Στην εφημερίδα Avanti! («Εμπρός»), όργανο του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Αντόνιο Γκράμσι έγραψε ότι το έργο δεν είχε μεγάλη επιτυχία επειδή το κοινό ήθελε τέλος με «αίμα ή γάμο». Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι αυτό το έργο «είναι το καλύτερο προϊόν της λογοτεχνικής ενέργειας του Λουίτζι Πιραντέλλο, είναι μια φάρσα που παραπέμπει στα σατυρικά δράματα της αρχαίας Ελλάδας, ότι ο Ματία Πασκάλ, το μελαγχολικό ον της εποχής, μεταμορφώνεται σε Λιολά, στον άνθρωπος της παγανιστικής ζωής, γεμάτης ηθική και σωματική ευρωστία».[31] Οι παραστάσεις του Λιολά πράγματι δεν είχαν επιτυχία στην αρχή, όπως παραδεχόταν και ο Πιραντέλλο επισημαίνοντας ότι το έργο του αυτό δεν ανήκε στην κατηγορία των δημοφιλών, λαϊκών θεαμάτων σε σικελική διάλεκτο που παίζονταν τότε, αλλά ήταν ένα «έργο τέχνης»[7][32].

Η καθηγήτρια ιταλικής φιλολογίας Zina Tillona γράφει για τον Λιολά: «είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα μεγάλα έργα του [Πιραντέλλο], ένα σχεδόν τέλειο θεατρικό έργο, ένα κόσμημα, ένα αριστούργημα»[5]. Η συγγραφέας και καθηγήτρια αγγλικής φιλολογίας Anne Paolucci θεωρεί ότι η απλότητα του Λιολά είναι παραπλανητική και ότι το έργο διαπραγματεύεται στην ουσία μια κεντρική ιδέα στο έργο του Πιραντέλλο, την αντίληψη για την πραγματικότητα ως συνειδητή πράξη μετασχηματισμού της ψευδαίσθησης σε βεβαιότητα[33]. Ο ίδιος ο Πιραντέλλο πίστευε ότι «πρέπει να αμφιβάλλουμε για τους εαυτούς μας και για την πραγματικότητα του κόσμου όπως τη βλέπουμε»[34].

Οι χαρακτήρες του έργου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τον τίτλο του έργου και παρά το γεγονός ότι αυτό διαδραματίζεται σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που υποβιβάζει τη γυναίκα σε μειονεκτική θέση, οι γυναίκες κυριαρχούν στο έργο και είναι αυτές που κινούν τη δράση. «Ο κύριος υποκινητής της όλης δράσης είναι η Τούτσα», δήλωσε ο ίδιος ο Πιραντέλλο σε επιστολή του σε εφημερίδα τον Νοέμβριο του 1916[35]. Ενώ και η Τούτσα και ο Λιολά, και τελικά και η Μίτα, γεννούν παιδιά εκτός γάμου κατά παράβαση των κοινωνικών κανόνων, καταδικαστέα στο έργο είναι μόνον η πρώτη, επειδή θέλει να φορτώσει το παιδί στον θείο Σιμόνε, και μάλιστα όχι για άλλο λόγο, αλλά για να εκδικηθεί την Μίτα. Η Τούτσα κατηγορεί τους πάντες προκειμένου να αιτιολογήσει τις δικές της πράξεις, ακόμα και τη μητέρα της. «Έχει το θράσος να πει ότι φταίω εγώ», αναφωνεί έκπληκτη η θεία Κρότσε, «γιατί μου είχε μπει στο κεφάλι να τη δώσω γυναίκα στο θείο Σιμόνε, και γιατί λέει το 'χα βάλει και στο δικό της το κεφάλι»[36].

Ο Λιολά, πάλι, μπορεί να είναι η προσωποποίηση της ανεμελιάς έως και της επιπολαιότητας – ο ίδιος δηλώνει για το εαυτό του: «Εγώ είμαι πουλί ελεύθερο· σήμερα εδώ, αύριο εκεί, στον ήλιο, στο νερό, στον αέρα. Τραγουδάω και μεθάω»[37] – αναλαμβάνει όμως και τις ευθύνες του, είναι εργατικός σε βαθμό που να ζει αρκετά καλά, ενώ φροντίζει και τα παιδιά του. Γι’ αυτό «όλοι τον αγαπάνε και τον σέβονται»[38], όπως υποστηρίζει η μητέρα του. Ο ίδιος αποστρέφεται την ατιμία, συμπεριφέρεται με γνήσια εντιμότητα και συμπαρίσταται στη Μίτα, την παιδική του φίλη και νεανικό έρωτά του. Όταν αντιλαμβάνεται τη μεγάλη ατιμία που ετοιμάζουν η Τούτσα και η μητέρα της σε βάρος της, δεν διαστάζει να παρακινήσει τη Μίτα να πληρώσει την Τούτσα με ακριβώς το ίδιο νόμισμα. «Το να υποκρίνεσαι είναι αρετή. Όποιος δεν ξέρει να υποκριθεί, δεν ξέρει και να βασιλέψει»[39] είναι η προειδοποίηση που απευθύνει προς όσους τον υποτιμούν βλέποντάς τον μέσα στη χαρά και την ανεμελιά.

Η Μίτα είναι ο χαρακτήρας με την πιο εντυπωσιακή μεταστροφή στο έργο. Αρχικά είναι η αθώα και υπάκουη σύζυγος του θείου Σιμόνε, που υπομένει τη βάναυση συμπεριφορά του και τις άδικες κατηγορίες του ότι δεν του κάνει παιδιά. Είχε χάσει μικρή τους γονείς της, μεγάλωσε με τη θεία της Τζέζα και παντρεύτηκε τον θείο Σιμόνε για να ξεφύγει από την οικτρή κατάστασή της και για να απαλλάξει τη θεία της από το βάρος της, ενώ στην πραγματικότητα αγαπούσε τον παιδικό της φίλο Λιολά. «Η Μίτα είναι χρυσό κορίτσι, από μικρό, ποτέ δεν ενόχλησε κανέναν» βεβαιώνει η Μοσκαρντίνα[23]. Η επιδεικτική αναγνώριση του παιδιού της Τούτσα από τον σύζυγό της όμως, και επιπλέον η βίαιη συμπεριφορά του εναντίον της, ήταν οι σταγόνες που ξεχείλισαν το ποτήρι: Τότε επαναστατεί, συγκρούεται σφοδρά με τον θείο Σιμόνε, και τον εγκαταλείπει μαζί με ό,τι εκείνος εκπροσωπεί. «Πηγαίνετε εκεί σε κείνην που ξέρει να σας κάνει παιδιά, κι άστε με στην ησυχία μου. Γιατί τ' όνομά σας και τα πλούτη σας, δεν μ' ενδιαφέρουν πια!»[40]. Τη λύση που της προτείνει τότε ο Λιολά για να αντιμετωπίσει την Τούτσα τη θεωρεί αρχικά αδιανόητη: «Α, όχι! Όχι! Αυτό ποτέ!»[23]. Τελικά όμως την υιοθετεί επιτυγχάνοντας και να ζήσει, για μια φορά τουλάχιστον, τον έρωτά της με τον Λιολά, και να αποκαταστήσει πλήρως τον γάμο της με τον θείο Σιμόνε και να συντρίψει την Τούτσα, στην οποία λέει κατάμουτρα: «Όχι, αγαπητή μου, ο δικός μου ο δρόμος είναι ίσιος και σωστός, ο δικός σου ήταν στραβός και άτιμος»[23].

Ο θείος Σιμόνε Παλούμπο βρίσκεται στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας που επικρατεί στο έργο. Αρχικά εμφανίζεται γκρινιάρης, αλλεργικός στα τραγούδια, τη φλυαρία και τα πειράγματα, που δεν μπορεί πάντα να τα αποφύγει, ενώ ασκεί επίσης ψυχολογική και σωματική βία στη σύζυγό του. Όμως στην πορεία αποκαλύπτεται πως «όλα τούτα γίνονται, γιατί δεν ξέρω πού ν' αφήσω την περιουσία μου. Όλα τούτα τα πράματα που τα 'φτιαξα με ιδρώτα κι αίμα»,[40] όπως λέει για να δικαιολογηθεί σε μια σικελική κοινωνία όπου η διαιώνιση της οικογένειας είναι ύψιστος στόχος. Ανησυχεί και είναι έτοιμος να κάνει σχεδόν τα πάντα για να αποκτήσει κληρονόμο, η ανησυχία του όμως καταλαγιάζει με τη λύση που του δίνει τελικά η Μίτα. Τότε μεταστρέφεται και στέκεται προστατευτικός, έως και τρυφερός απέναντί της.

Η θεία Κρότσε Ατσάρα, μητέρα της Τούτσα, είναι ξαδέρφη του Σιμόνε, αλλά υποστηρίζει ότι η συγγένειά τους δεν είναι αρκετά στενή ώστε να λάβει μερίδιο της κληρονομιάς σε περίπτωση που εκείνος πέθαινε άτεκνος. Πάντως έχουν συνεργασία στην εκμετάλλευση των κτημάτων τους και στα κουτσομπολιά παίρνει το μέρος του παρουσιάζοντας τη Μίτα πολύ τυχερή που τον παντρεύτηκε. Αντιτίθεται και η θεία Κρότσε στον Λιολά, τον οποίο θεωρεί τρελό[41] και τα τραγούδια «πράγματα του αέρα»[42]. Όταν πληροφορείται την εγκυμοσύνη της κόρης της αρχικά εξαγριώνεται, τη βρίζει και τη χαστουκίζει, τελικά όμως συναινεί στο σχέδιο να πείσουν τον θείο Σιμόνε να αναγνωρίσει το παιδί του Λιολά ως δικό του. Από εκείνη τη στιγμή μάλιστα εντείνεται η κολακευτική συμπεριφορά της απέναντι στον θείο Σιμόνε, ωσότου τεθεί σε εφαρμογή η αντεπίθεση της Μίτα, οπότε τον περιγελά και τον βρίζει.

Η κουμπάρα Καρμίνα (την ονομάζουν χαϊδευτικά Μοσκαρντίνα) είναι η πολυλογού της παρέας. Πετάει «καρφιά» σε όλους για όλα και, όπως ο άγγελος της αρχαίας τραγωδίας, μεταφέρει στη σκηνή τα νέα για γεγονότα που έγιναν εκτός αυτής: την ατεκνία του θείου Σιμόνε και τις συνέπειές της για την κλορονομιά του, την έντονη ερωτική ζωή του Λιολά, την εγκυμοσύνη της Τούτσα, την αναγνώριση του παιδιού της από τον θείο Σιμόνε και τη σύγκρουση της Μίτα μαζί του.

Θέματα που θίγονται και σημασία του έργου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αγροτική κοινωνία της Σικελίας με τις φεουδαρχικές δομές και τα αυστηρά ήθη, και τα θέματα που θίγει ο Πιραντέλλο στην κωμωδία, όπως η μοιχεία, η τιμή και η λατρεία του υλικού πλούτου, θυμίζουν κάπως τα θέματα του σικελού βεριστή συγγραφέα Τζοβάννι Βέργκα. Ιδιαίτερες ομοιότητες εμφανίζει ο Λιολά με το διήγημα του Βέργκα Χωριάτικος ιπποτισμός (Cavalleria Rusticana, 1880)[43], στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη όπερα του Πιέτρο Μασκάνι.

Σε αυτόν τον αγροτικό κόσμο με τον εγωισμό και την υποκρισία του, ξεχωρίζει ο Λιολά ως σατυρική μορφή που λειτουργεί ανατρεπτικά. Είναι ένας απλός αγρότης που, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τα υλικά αγαθά και αδιαφορώντας για τους περιοριστικούς κανόνες της συντηρητικής κοινωνίας στην οποία ζει, βιώνει τη σεξουαλικότητά του χωρίς αναστολές, με ένταση και κέφι. Είναι άτομο που εξωτερικεύει τη ζωηρή και αυθεντική προσωπικότητά του, αδιαφορώντας για τους τύπους που θα ήθελε να του επιβάλει η κοινωνία.

Όπως και σε άλλα έργα του Πιραντέλλο, αυτός που τυπικά παραβαίνει τους κοινωνικούς κανόνες είναι δίκαιος και επανορθώνει γενναιόδωρα τη ζημία που έχουν υποστεί οι εξαπατημένοι. Με άλλα λόγια, αυτό που διασαλεύει την τάξη είναι η υποκριτική τήρηση του γράμματος των ηθικών κανόνων, ενώ αυτό που την αποκαθιστά είναι η τήρηση του πνεύματός τους αδιαφορώντας για το φαίνεσθαι. Στο συγκεκριμένο έργο, η Τούτσα και η μητέρα της παραβιάζουν τους κανόνες και επιλέγουν ακόμα και τη δημόσια ατίμωση για το κέρδος (την περιουσία του θείου Σιμόνε) και για να βλάψουν κάποιον (τη Μίτα)[44]. Ο Λιολά παραβιάζει επίσης τους κανόνες, αλλά καλοπροαίρετα: Για να αντιμετωπίσει την ατιμία και για να βοηθήσει στη διάσωση μιας συζυγικής εστίας (της Μίτα και του θείου Σιμόνε). Ακολουθώντας με κέφι την ανέμελη φύση του, ο Λιολά αποκαθιστά τη δικαιοσύνη,[45] και μάλιστα επικαλούμενος τον Θεό: «Κι ο ίδιος ο Θεός δε συγχωρεί το άδικο!»[23], λέει στη Μίτα για να την πείσει να συμπράξει στο σχέδιο αντιμετώπισης της Τούτσα.

Τυπικά πιραντελικό είναι το θέμα της σχετικοποίησης της πραγματικότητας ως υποκειμενικής προβολής της προσωπικότητας του ήρωα ή μάλλον του κοινωνικού ρόλου που έχει επωμισθεί. Ο θείος Σιμόνε, για παράδειγμα, αναγνωρίζει ως δικά του διαδοχικά δύο παιδιά που στην πραγματικότητα είναι του Λιολά, και το γνωρίζουν όλοι, «αλλά αυτός όχι, αυτός δε θα το πιστέψει ποτέ. Μόνο και μόνο γιατί δε θέλει να το πιστέψει!»[46]. Η γέννηση παιδιού δεν είναι ζήτημα ικανότητας, ούτε βέβαια θέλημα Θεού, αλλά ζήτημα γνώσης και απόφασης της μητέρας: Η Μίτα αρχικά «δεν ήξερε» να γίνει μητέρα[47], ήταν «κουτή»[48], ήταν πιο «τίμια» και από την ίδια την Παναγία[49], τελικά όμως «αποφάσισε» να γίνει μητέρα[50]. Η πραγματικότητα είναι αυτή που θέλει ο ήρωας να είναι ή που συμφέρει τον ήρωα να είναι. Έτσι, το προφανές τίθεται υπό αμφισβήτηση και το εξωφρενικό μετατρέπεται σε λογικό και αληθές[51].

Το 1935 ανέβηκε μια συντομότερη εκδοχή του Λιολά στα ναπολιτάνικα, διασκευασμένη από τον Peppino De Filippo με τη συμμετοχή του Πιραντέλλο, ο οποίος παρακολούθησε επίσης τις πρόβες. Η πρεμιέρα έγινε στο Teatro Odeon του Μιλάνου στις 21 Μαΐου, με τον Peppino στον ρόλο του Λιολά, τον Εντουάρντο ντε Φιλίππο στον ρόλο του Δον Εμίλιο (αντίστοιχου του θείου Σιμόνε) και την Titina De Filippo στον αντίστοιχο της Τούτσα. Η σκηνή μεταφέρθηκε από την ύπαιθρο του Αγκριτζέντο σε αυτή της ακτής του Αμάλφι. Μεταξύ των ηθοποιών που συμμετείχαν σε άλλες σημαντικές σκηνές της κωμωδίας αξίζει να θυμόμαστε τον Ενρίκο Μαρία Σαλέρνο και τον Τούρι Φέρο. Η πρώτη παράσταση του Λιολά στο Ηνωμένο Βασίλειο στα αγγλικά παρουσιάστηκε στο Bloomsbury Theatre του Λονδίνου από το Internationalist Theatre, σε σκηνοθεσία και μετάφραση του Ιταλού Fabio Perselli. Η Corriere della Sera παρατήρησε: «Η επιτυχία ήταν εξαιρετικά μεγάλη και οι κριτικές του Τύπου πολύ θετικές».

Κινηματογραφικές μεταφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Liolà, σκηνοθεσία Alessandro Blasetti (1963)

Ραδιοφωνικές μεταφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Λιολά, σκηνοθεσία Νίκος Σκιαδάς (1978)
  • Luigi Pirandello, Naked Masks, επιμ. Italo Zorzi και Maria Argenziano, Newton Compton Editori, 2007.
  • Luigi Pirandello, Λιολά, μτφρ. Πάρις Ι. Θεοφανίδης, Εκδόσεις «Δωδώνη» 1987.
  • Luigi Pirandello, Λιολά, μτφρ. Κωνσταντίνος Κυριακού, Εκδόσεις «Δρόμων» 2021.
  1. Luigi Pirandello, Λιολά, μτφρ. Πάρις Ι. Θεοφανίδης, Εκδόσεις «Δωδώνη» 1987, σελ. 20.
  2. Anne Paolucci, «Theatre of Illusion: Pirandello's Liolà and Machiavelli's Mandragola», Comparative Literature Studies 9, 1972, σσ. 46.
  3. Enza De Francisci, «Liolà: Lost in (Its Own Literal) Translation?», Pirandello Studies 34, 2014, σελ. 55.
  4. Zina Tillona, «Pirandello's Liolà: A Variation on a Theme by Verga», Italica 52, 1975, σελ. 263.
  5. 5,0 5,1 Tillona, Pirandello's Liolà, σελ. 263.
  6. Κ. Κυριακού, «Εισαγωγή», στο: L. Pirandello, Λιολά: Αγροτική κωμωδία, μετάφραση - εισαγωγή: Κ. Κυριακού, Αθήνα: Εκδόσεις «Δρόμων» 2021, σελ. 13.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Κυριακού, «Εισαγωγή», σελ. 13.
  8. De Francisci, Liolà, σελ. 57.
  9. De Francisci, Liolà, σελ. 55-56.
  10. Enza de Francisci, «Verga, Duse, and Pirandello: Without an Author», The journal of the Pirandello Society of America 33, 2021, σελ. 17.
  11. Pirandello, Λιολά, σελ. 20.
  12. Κυριακού, «Εισαγωγή», σελ. 15.
  13. Pirandello, Λιολά, σελ. 25-27.
  14. Pirandello, Λιολά, σελ. 28-29.
  15. Pirandello, Λιολά, σελ. 38-41.
  16. Pirandello, Λιολά, σελ. 43.
  17. Pirandello, Λιολά, σελ. 46.
  18. Pirandello, Λιολά, σελ. 48.
  19. Pirandello, Λιολά, σελ. 54-55.
  20. Pirandello, Λιολά, σελ. 57.
  21. Pirandello, Λιολά, σελ. 58-60.
  22. Pirandello, Λιολά, σελ. 60.
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 Pirandello, Λιολά, σελ. 65.
  24. Pirandello, Λιολά, σελ. 66-68.
  25. Pirandello, Λιολά, σελ. 69.
  26. Pirandello, Λιολά, σελ. 71.
  27. Pirandello, Λιολά, σελ. 72.
  28. Pirandello, Λιολά, σελ. 74-78.
  29. Pirandello, Λιολά, σελ. 78-80.
  30. 30,0 30,1 Pirandello, Λιολά, σελ. 84.
  31. Liolà, σχόλιο του Luigi De Bellis
  32. De Francisci, Liolà, σελ. 58-59.
  33. Paolucci, Theatre of Illusion, σσ. 44-57.
  34. Παρατίθεται από την E. de Francisci, Verga, Duse, and Pirandello, σελ. 18.
  35. Κυριακού, «Εισαγωγή», σελ. 16.
  36. Pirandello, Λιολά, σελ. 42.
  37. Pirandello, Λιολά, σελ. 45.
  38. Pirandello, Λιολά, σελ. 33.
  39. Pirandello, Λιολά, σελ. 37.
  40. 40,0 40,1 Pirandello, Λιολά, σελ. 67.
  41. Pirandello, Λιολά, σελ. 35.
  42. Pirandello, Λιολά, σελ. 81.
  43. Zina Tillona, «Pirandello's Liolà: A Variation on a Theme by Verga», Italica 52, 1975, σελ. 264.
  44. Tillona, Pirandello's Liolà, σελ. 269.
  45. Maschere nude, ό.π. τ. II σελ. 908
  46. Pirandello, Λιολά, σελ. 64.
  47. Pirandello, Λιολά, σελ. 66-67.
  48. Pirandello, Λιολά, σελ. 62.
  49. Pirandello, Λιολά, σελ. 31-32.
  50. Pirandello, Λιολά, σελ. 82.
  51. Paolucci, Theatre of Illusion, σελ. 45.