Ο Λιουέλιν ο Μέγας (Ουαλικά: Llywelyn Fawr, Αγγλικά: Llywelyn the Great) ήταν βασιλιάς του Γκουίνεθ (1195–1240) στη βόρεια Ουαλία από τον Οίκο των Άμπερφραου και τελικά «Πρίγκιπας των Ουαλών» (1228-1240) και «Πρίγκιπας της Ουαλίας». Με συνδυασμό πολέμου και διπλωματίας κατάφερε να κυριαρχήσει στην Ουαλία για 45 χρόνια[1].
Κατά την παιδική του ηλικία, το Γκουίνεθ κυβερνήθηκε από τους δύο θείους του, οι οποίοι χώρισαν το βασίλειο μεταξύ τους, μετά τον θάνατο του παππού του Λιουέλιν Όουεν Γκουίνεθ το 1170. Ο Λιουέλιν είχε ισχυρή αξίωση να γίνει ο νόμιμος ηγεμόνας και ξεκίνησε εκστρατεία για να κερδίσει την εξουσία από νεαρή ηλικία.
Μέχρι το 1200 ήταν ο μοναδικός κυρίαρχος του Γκουίνεθ και συνθηκολόγησε με τον βασιλιά Ιωάννη της Αγγλίας το ίδιο έτος. Οι σχέσεις του Λιουέλιν με τον Ιωάννη παρέμειναν καλές για τα επόμενα δέκα χρόνια. Στο μεταξύ παντρεύτηκε την κόρη του Ιωάννη, Ιωάννα, Λαίδη της Ουαλίας, το 1205. Το 1211 οι σχέσεις των δύο επιδεινώθηκαν και ο Ιωάννης εισέβαλε στο Γκουίνεθ. Ο Λιουέλιν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει αρκετά εδάφη του, τα οποία μπόρεσε να ανακτήσει το επόμενο έτος συμμαχώντας με άλλους Ουαλούς πρίγκιπες. Το 1215 συμμάχησε με τους βαρόνους, οι οποίοι ανάγκασαν τον Ιωάννη να υπογράψει τη Μάγκνα Κάρτα. Μέχρι το 1216 ο Λιουέλιν ανήλθε σε κυρίαρχη δύναμη της Ουαλίας. Μετά το θάνατο του βασιλιά Ιωάννη, συνήψε την Συνθήκη του Ουόρστερ με τον διάδοχο, Ερρίκο Γ΄ της Αγγλίας, το 1218, η οποία επικύρωσε την ηγεμονία του σε όλες τις πρόσφατες κατακτήσεις του.
Από το 1216, ο Λιουέλιν και οι διάδοχοί του κυβέρνησαν το Πριγκιπάτο της Ουαλίας έως το 1283, όταν κατακτήθηκε από την Αγγλία και τέθηκε υπό τον άμεσο έλεγχο του Αγγλικού στέμματος. Το 1542 η Ουαλία ενσωματώθηκε και επίσημα στο Βασίλειο της Αγγλίας.