Λουί Ανκετέν | |
---|---|
Αυτοπροσωπογραφία με πίπα (1892) | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Louis Anquetin (Γαλλικά) |
Γέννηση | 26 Ιανουαρίου 1861[1][2][3] Ετρεπανί |
Θάνατος | 19 Αυγούστου 1932[4][5][6] Παρίσι[7] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[8] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[9] |
Σπουδές | Λύκειο Πιερ-Κορνέιγ |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος λιθογράφος[10] παραγωγός[11] |
Αξιοσημείωτο έργο | Henri Samary d:Q17491926 d:Q17495340 |
Περίοδος ακμής | 1876[12] - 1932[12] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής (31 Δεκεμβρίου 1909)[13] |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λουί Ανκετέν (γαλλικά: Louis Anquetin 1861-1932) ήταν Γάλλος ζωγράφος, συνδεδεμένος με το μετα-ιμπρεσιονιστικό κίνημα και γνωστός για τις νυχτερινές σκηνές του στο Παρίσι, στο καλλιτεχνικό ρεύμα του Κλουαζονισμού.[14]
Ο Λουί Ανκετέν γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1861 στο Ετρεπανί (Ερ, Νορμανδία), γιος εύπορου εμπόρου κρεοπώλη. Έλαβε τη βασική του εκπαίδευση στη Ρουέν. Από πολύ νωρίς έδειξε κλίση στο σχέδιο και ενθαρρύνθηκε από τους γονείς του στην καλλιτεχνική σταδιοδρομία.
Το 1882 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και άρχισε να σπουδάζει τέχνη στο εργαστήριο του Λεόν Μπονά, όπου γνώρισε τον Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ. Όταν το 1883 ο Μπονά διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, οι δύο καλλιτέχνες έγιναν δεκτοί στο εργαστήριο του Φερνάν Κορμόν, όπου παρέμειναν για 4 χρόνια. Εκεί μαθήτευσαν και έγιναν φίλοι με ζωγράφους της αβάν-γκαρντ, μεταξύ άλλων με τους Εμίλ Μπερνάρ και Βενσάν βαν Γκογκ. Τα πρώτα έργα του Ανκετέν ήταν εμπνευσμένα από τον ιμπρεσιονισμό. [15]
Στην έκθεση που διοργάνωσε ο Βαν Γκογκ στο Le Grand Bouillon café στη λεωφόρο του Κλισί, εξέθεσε έργα του μαζί με τους Μπερνάρ και Τουλούζ-Λωτρέκ.
Γύρω στο 1887, ο Ανκετέν και ο Μπερνάρ, απομακρύνθηκαν από τον ιμπρεσιονισμό, ενδιαφέρθηκαν για τον συνθετισμό και ανέπτυξαν ένα ύφος ζωγραφικής με επίπεδες περιοχές χρώματος και παχιά, μαύρα περιγράμματα. Αυτή η τεχνοτροπία, που ονομάστηκε κλουαζονισμός από τον κριτικό Εντουάρ Ντυζαρντέν στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων του 1888, ήταν επηρεασμένη από την τεχνική των βιτρό και από το ιαπωνικό Ουκίοέ. Χαρακτηριστικό έργο του αυτής της περιόδου είναι η Λεωφόρος του Κλισί, πέντε η ώρα το βράδυ (1887), που θεωρείται ως έμπνευση για το διάσημο Εξώστης καφενείου τη νύχτα (1888) του βαν Γκογκ.[16]
Μετά το ταξίδι του το 1894 στο Βέλγιο και την Ολλανδία με τον Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ και τον Ζοζέφ Αλμπέρ, εγκατέλειψε τα πρωτοποριακά κινήματα και το ύφος του έγινε πιο κλασικό, αντλώντας έμπνευση από μεγάλους δασκάλους του παρελθόντος όπως ο Ρούμπενς και ο Ρέμπραντ. Από το 1894 έως το 1896, ο Ανκετέν σταμάτησε να εκθέτει και σπούδασε ανατομία στο εργαστήριο του καθηγητή Αρρού.
Έτσι, τα έργα του μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1890, όπως Το κυνήγι του Μελέαγρου και της Αταλάντης,[17] ή Το Μπάνιο, [18]ήταν εμπνευσμένα από τη μπαρόκ τεχνοτροπία του Ρούμπενς και αλληγορικής φύσης. [19]
Το 1901, φιλοτέχνησε τέσσερις μεγάλες προσωπογραφίες που απεικόνιζαν τον Μπαλζάκ, τον Ντεκάρτ, τον Ραμπελαί και τον Αλφρέ ντε Βινί για το δημαρχείο της Τουρ.
Το 1911, έλαβε παραγγελία για τις πρώτες του ταπισερί για το εργοστάσιο των Γκομπλέν και στη συνέχεια το 1918 και το 1921 για το εργοστάσιο της Μπωβαί. Το 1912, άρχισε διαλέξεις και έγραφε άρθρα του για να υπερασπιστεί την επιστροφή στον κλασικισμό. Το 1914, οργάνωσε μηνιαίες συζητήσεις με δείπνο στο εστιατόριο Lapérouse και συνέχισε τις διαλέξεις του στο Λαϊκό πανεπιστήμιο.[20]
Αργότερα, ο Ανκετέν έγραψε ένα βιβλίο για τον Ρούμπενς, το οποίο εκδόθηκε το 1924.
Πέθανε στο Παρίσι στις 19 Αυγούστου 1932. Για την προσφορά του στη γαλλική τέχνη το γαλλικό κράτος του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.