Λουί Μπουρνταλού | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Louis Bourdaloue (Γαλλικά) |
Γέννηση | 20 Αυγούστου 1632[1][2][3] Μπουρζ |
Θάνατος | 13 Μαΐου 1704[1][2][3] Παρίσι[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Θρησκευτικό τάγμα | Εταιρεία του Ιησού |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[5][6] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας ιεροκήρυκας ρήτορας[7] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λουί Μπουρνταλού (γαλλικά: Louis Bourdaloue) (1632-1704) ήταν Γάλλος Ιησουίτης. Λαμπρός ιεροκήρυκας γνωστός για την ποιότητα και το μήκος των κηρυγμάτων του τα οποία απήγγειλε σχεδόν θεατρικά. Η ρητορική δεινότητα και η φήμη του τον έκαναν να κηρύττει στη βασιλική αυλή, έτσι τον αποκαλούσαν «Βασιλιά των Ιεροκηρύκων, Ιεροκήρυκα των Βασιλέων». Έπαιξε σημαντικό ρόλο σε μια δύσκολη στιγμή στην ιστορία των Γάλλων Ιησουιτών.[8]
Ο Λουί Μπουρνταλού γεννήθηκε στη Μπουρζ στις 20 Αυγούστου 1632. Σε ηλικία δεκαέξι ετών μπήκε στο θρησκευτικό καθολικό τάγμα Εταιρεία του Ιησού και διορίστηκε διαδοχικά καθηγητής ρητορικής, φιλοσοφίας και ηθικής θεολογίας, σε διάφορα κολέγια Ιησουιτών. Η επιτυχία του ως ιεροκήρυκας στις επαρχίες οδήγησε τους ανωτέρους του να τον καλέσουν στο Παρίσι το 1669 για να καταλάβει για ένα χρόνο τον άμβωνα της εκκλησίας Σαιν-Λουί. [9]
Λόγω της ευγλωττίας του γρήγορα έγινε δημοφιλής και κέρδισε την εκτίμηση του Κορνέιγ, του Ρακίνα και άλλων κορυφαίων προσωπικοτήτων κατά την περίοδο της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Η μαρκησία ντε Σεβινιέ παρακολουθούσε τα κηρύγματά του και τον αναφέρει αρκετές φορές στις επιστολές της. Ήταν επίσης πολύ δεμένος με τον Ζακ-Μπενίν Μποσσυέ. Οι δύο άνδρες, αν και χειρίζονταν τη γλώσσα πολύ διαφορετικά, δεν ήταν ποτέ αντίπαλοι. [10]
Κήρυξε στη βασιλική αυλή των Βερσαλλιών κατά τη Δευτέρα Έλευση του 1670 και τη Σαρακοστή του 1672 και στη συνέχεια κλήθηκε ξανά να κηρύξει το 1674, 1675, 1680 και 1682 και τα κηρύγματα της Δευτέρας Έλευσης του 1684, 1689 και 1693. Αυτό ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτο καθώς συνίθιζαν να μην καλούν ποτέ τον ίδιο ιεροκήρυκα περισσότερες από τρεις φορές στη βασιλική αυλή.
Το 1685, κατά την ανάκληση του διατάγματος της Νάντης στάλθηκε στο Λανγκεντόκ για να επιβεβαιώσει τους νέους προσηλυτισμένους στην καθολική πίστη και είχε μεγάλη επιτυχία σε αυτή τη λεπτή αποστολή. Οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες ομόφωνα επαίνεσαν την πύρινη ευγλωττία του στα κηρύγματα της Σαρακοστής που κήρυξε στο Μονπελιέ το 1686. [11]
Προς το τέλος της ζωής του περιόρισε τη διακονία του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, στην υπηρεσία των φτωχών, των ασθενών και των κρατουμένων.
Πέθανε στο Παρίσι στις 13 Μαΐου 1704 σε ηλικία 71 ετών.[12]
Η δύναμη των κηρυγμάτων του προέρχονταν από την ικανότητα προσαρμογής του σε κάθε είδους κοινό. Η επιρροή του οφειλόταν τόσο στον χαρακτήρα και τους τρόπους του όσο και στη δύναμη του συλλογισμού του. Ο Βολταίρος έγραψε ότι τα κηρύγματά του ήταν ανώτερα εκείνα του Ζακ-Μπενίν Μποσσυέ (του οποίου η απομάκρυνση από τον άμβωνα το 1669, ωστόσο, συνέπεσε πρακτικά με τα πρώτα κηρύγματα του Μπορνταλού), και φαίνεται ότι η απλότητα και η συνοχή τους καθώς και η άμεση έκκληση που έκαναν σε ακροατές όλων των τάξεων τους έδωσαν μια υπεροχή έναντι των βαθύτερων κηρυγμάτων του Μποσσυέ.
Ο Μπουρνταλού κήρυξε την αλάνθαστη φύση της Εκκλησίας. Ανάμεσα στα κηρύγματά του ξεχωρίζουν ιδιαίτερα το Κήρυγμα για τα πλούτη και το Κήρυγμα για τα Πάθη, το τελευταίο θεωρείται ορόσημο στην ιστορία της θεολογίας.
Ο Λουί Μπουρνταλού θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους ρήτορες και πολλά από τα κηρύγματά του έχουν εισαχθεί στα σχολικά βιβλία.[13]
Μερικές από τις ανησυχίες του φαίνεται να παραμένουν πολύ επίκαιρες και στον 21ο αιώνα:
«Κάποιοι θέλουν να γίνουν πλούσιοι. Αυτός είναι ο σκοπός τους για τον οποίο είναι απόλυτα αποφασισμένοι. Τα μέσα, θα τα συζητήσουμε αργότερα. Αλλά το σημαντικό είναι να έχουν, κατά κάποιον τρόπο, αρκετά για να αναδειχθούν στην κοινωνία, αρκετά για να επιδειχθούν στην κοινωνία, αρκετά για να διατηρήσουν τη θέση τους στην κοινωνία, αρκετά για να ζήσουν άνετα στην κοινωνία. Και αυτό φαίνεται να είναι το τέλος των επιθυμιών τους. Θα ήθελαν πολύ να το επιτύχουν με έντιμα μέσα, και να έχουν, αν είναι δυνατόν, τη δημόσια αποδοχή. Αλλά, ελλείψει αυτών των έντιμων μέσων, κάποιοι είναι κρυφά διατεθειμένοι να βρουν άλλα και να μην εξαιρέσουν κανένα μέσο μέχρι να ικανοποιήσουν τις προθέσεις τους.»>