Λουίτζι Περνιέ | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Luigi Pernier (Ιταλικά) |
Γέννηση | 23 Νοεμβρίου 1874[1][2] Ρώμη |
Θάνατος | 18 Αυγούστου 1937[1][2] Ρόδος |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Ιταλίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ιταλικά[3] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα Ρώμης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ανθρωπολόγος αρχαιολόγος διδάσκων πανεπιστημίου κλασικιστής |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | επίτιμος διδάκτωρ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών |
![]() | |
O Λουίτζι Περνιέ (Ρώμη, 23 Νοεμβρίου 1874 – Ρόδος, 18 Αυγούστου 1937) ήταν Ιταλός αρχαιολόγος ακαδημαϊκός, ευρύτερα γνωστός για την ανακάλυψη του δίσκου της Φαιστού.[4][5]
Ο Περνιέ καταγόταν από μια πλούσια οικογένεια: ο πατέρας του λεγόταν Τζουζέπε ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα γαλλικής καταγωγής και η μητέρα του Ανιέζε Ρομανίνι ανήκε σε μια αριστοκρατική οικογένεια. Παρακολούθησε το Δυτικό Γυμνάσιο «Έννιο Κουριρίνο Βισκόντι» πριν από την αποφοίτησή του στα Γράμματα στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης το 1897. Ειδικεύθηκε στο Scuola di Archeologia di Roma, αποκτώντας δίπλωμα το 1901, αφότου σπούδασε κάποια περίοδο στην Κρήτη με την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή υπό τον Φεντερίκο Χάλμπχερ.[6]
Από το 1902 έως το 1916 ήταν επιθεωρητής σε Μουσεία, πινακοθήκες και ανασκαφές Αρχαιοτήτων στη Φλωρεντία και πραγματοποιούσε έρευνες σε διάφορες κεντρικές ιταλικές περιοχές. Την ίδια στιγμή εντάχθηκε στην Ιταλική αποστολή στην Κρήτη, κατευθύνοντας τις δραστηριότητές της από το 1906 μέχρι το 1909 στη θέση του Χάλμπχερ, ενώ ο τελευταίος παρέμεινε στην Ιταλία. Ήταν αυτή τη στιγμή που ο Περνιέ ασχολήθηκε με την ανακάλυψη του δίσκου της Φαιστού.Tο 1904, παντρεύτηκε την Tonina Falchi, κόρη του Isidoro Falchi. Από 1909 ήταν ο πρώτος διευθυντής του της νεοσύστατης Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.
Το 1914 έγινε διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου της Φλωρεντίας, παραιτούμενος από τη θέση του Διευθυντή της Σχολής Αθηνών. Το 1916 διορίστηκε έφορος των ανασκαφών και αρχαιολογικών μουσείων της Ετρουρίας, μια θέση που κράτησε μέχρι το 1922, όταν έγινε καθηγητής της Αρχαιολογίας και της ιστορίας της αρχαίας τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Ο Περνιέ πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό την περίοδο εκείνη, ειδικά το καλοκαίρι, στην Κρήτη ή στην Κυρήνη. Στην Κρήτη, από το 1928 έως το 1929, ολοκλήρωσε τις ανασκαφές στο παλάτι της Φαιστού πριν γίνει διευθυντής της ιταλικής αρχαιολογικής αποστολής μετά το θάνατο του Χάλμπχερ το 1930.
Στην Κυρήνη, από το 1925 έως το 1936, ο Περνιέ τέθηκε επικεφαλής δέκα ανασκαφικών εκστρατειών ως μέλος της ιταλικής αρχαιολογικής αποστολής και (με Carlo Anti) οδήγησε την αποστολή της ανασκαφής στο ιερό του Απόλλωνα. Τα καθήκοντα αυτά τον κράτησαν ενεργό μέχρι το τέλος του βίου του, στη Ρόδο, το 1937.[7]
Το καλοκαίρι του 2008 ο Αμερικανός αρχαιοπώλης[8] (έχει κατηγορηθεί και για εμπόριο προϊόντων αρχαιοκαπηλίας) Τζερόμ Άιζενμπεργκ (Jerome Eisenberg), που περιγράφεται από τους βρετανικούς Τάιμς ως «ειδικός σε πλαστά αρχαία έργα τέχνης», διατύπωσε μια θεωρία (αναδημοσίευση από το περιοδικό «Μinerva» που εκδίδει) κατηγορώντας τον Περνιέ ότι το πιο γνωστό εύρημά του, ο πήλινος δίσκος που βρέθηκε στο ανάκτορο της Φαιστού, δεν πλάστηκε περί το 1700 π.Χ. και ως εκ τούτου δεν ήταν αυθεντικός, αλλά πως ήταν δημιούργημα του Ιταλού αρχαιολόγου, το 1908, στην προσπάθειά του να κατασκευάσει ένα νέο εύρημα, που θα το καθιστούσε πιο διάσημο από αυτά του Βρετανού σερ Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό και θα γνώριζε την καταξίωση των συναδέλφων του, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του. Έτσι, είπε ο Άιζενμπεργκ, αποφάσισε ο Περνιέ να δημιουργήσει ένα ακατάληπτο κείμενο πάνω σε ένα κομμάτι πηλού, που δεν θα ήταν δυνατόν να μεταφραστεί, τυπωμένο με κινητά στοιχεία (σφραγίδες). Όμως δεν πρόσεξε και το έψησε άψογα και όχι άτεχνα, όπως οι μινωικές και μυκηναϊκές πινακίδες που ψήθηκαν τυχαία εξαιτίας πυρκαγιάς. Οι ισχυρισμοί του αποδείχτηκαν αίολοι και δεν έπεισαν την επιστημονική κοινότητα.[4]