Η λουπεόλη (αγγλ. lupeol) είναι φυσική οργανική ουσία που έχει πεντακυκλική μορφή και ως τριτερπενοειδές (-C30) φέρει μία υδροξυλική ομάδα (-ΟΗ). Απαντάται στη φύση και έχει αποδειχθεί ότι έχει πολύτιμες φαρμακευτικές χρήσεις, όπως αντικαρκινική, επουλωτική και αντιφλεγμονώδη δράση.[1][2]
Ανευρίσκεται σε ποικιλία φυτών όπως στο μάνγκο, το είδος Acacia visco και το είδος Abronia villosa.[3] Απαντάται επίσης στα είδη Taraxacum spp., των οποίων οι ρίζες αξιοποιούνταν (άγνωστο πως;) από τους αρχαίους Αιγύπτιους και Έλληνες. Απαντάται επίσης ως κύριο συστατικό στα φύλλα του Camellia japonica.[1]
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη στην Ελλάδα, η λουπεόλη απαντάται σε μικρή ποσότητα και στα φύλλα της ελληνικής καστανιάς (Castanea sativa).[4]
Η πρώτη ολική σύνθεση της λουπεόλης αναφέρθηκε από τον βιοχημικό Gilbert Stork κ.ά.[5]
Το 2009, οι ερευνητές Surendra & Corey ανέφεραν μια πιο αποτελεσματική και εναντιοεκλεκτική ολική σύνθεση της λουπεόλης, ξεκινώντας από (1E,5E )-8-[(2S)-3,3-διμεθυλοξιραν-2-υλ]-2,6-διμεθυλοοκτα-1 οξικό 5-διενυλεστέρα με χρήση της πολυκυκλοποίησης.[6]
Η λουπεόλη σε αρκετούς οργανισμούς παράγεται βιοχημικά από εποξείδιο σκουαλενίου. Ως ενδιάμεσες σχηματίζονται σκελετοί τετρακυκλικών τριτερπενίων νταμμαράνης και μπαχαράνης. Οι αντιδράσεις καταλύονται από το ένζυμο, συνθάση της λουπεόλης.[7]
Πρόσφατη μελέτη σχετικά με τη μεταβολομική των φύλλων του είδους Camellia japonica αποκάλυψε ότι η λουπεόλη παράγεται από εποξείδιο σκουαλενίου,όπου το σκουαλένιο παίζει τον ρόλο του ως πρόδρομη ένωση.[1]
Η λουπεόλη έχει πολύπλοκη φαρμακολογική δράση εμφανίζοντας αντιμικροβιακές, αντιφλεγμονώδεις, αντικαρκινικές και χημειοπροληπτικές ιδιότητες.[8]
Μοντέλα που εκπονήθηκαν σε ζώα υποδηλώνουν ότι η λουπεόλη μπορεί να δρα και ως αντιφλεγμονώδης παράγων. Μελέτη του 1998 έδειξε ότι η λουπεόλη μειώνει το πρήξιμο άκρων σε αρουραίους κατά 39%, σε σύγκριση με 35% από τυποποιημένη ένωση ελέγχου, την ινδομεθακίνη.[10]
Διαφορετική μελέτη βρήκε επίσης κάποια δράση της ως αναστολέας διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης-4 και αναστολέας προλυλ ολιγοπεπτιδάσης σε υψηλές συγκεντρώσεις.[11]
Επίσης από άλλες έρευνες φάνηκε να αποτελεί αποτελεσματικό αναστολέα σε εργαστηριακά μοντέλα καρκίνου του προστάτη και του δέρματος.[12][13][14]
Ως αντιφλεγμονώδης παράγων, η λουπεόλη λειτουργεί κυρίως στο σύστημα ιντερλευκίνης. Η λουπεόλη μειώνει την παραγωγή IL-4 (ιντερλευκίνη 4) από τα κύτταρα Τ-βοηθού τύπου 2.[8][15]
Η λουπεόλη φαίνεται να έχει αντισυλληπτική δράση λόγω της ανασταλτικής της δράσης στο κανάλι ασβεστίου του σπέρματος (CatSper).[16]
Επίσης έχει αποδειχθεί ότι η λουπεόλη επιφέρει αντι-αγγειογενετικά και αντικαρκινικά αποτελέσματα μέσω της μείωσης της ρύθμισης του TNF-alpha και του VEGFR-2.[17]
Το ευρέως γνωστό, αντιφλεγμονώδες εθνοφαρμακευτικό φυτό Camellia japonica περιέχει το αντιφλεγμονώδες συστατικό, λουπεόλη, στα φύλλα του.[1]
↑ 1,01,11,21,3Majumder, Soumya; Ghosh, Arindam; Bhattacharya, Malay (2020-08-27). «Natural anti-inflammatory terpenoids in Camellia japonica leaf and probable biosynthesis pathways of the metabolome». Bulletin of the National Research Centre44 (1): 141. doi:10.1186/s42269-020-00397-7. ISSN2522-8307.
↑«Total synthesis of lupeol». Journal of the American Chemical Society93 (19): 4945. 1971. doi:10.1021/ja00748a068.
↑«A short enantioselective total synthesis of the fundamental pentacyclic triterpene lupeol». Journal of the American Chemical Society131 (39): 13928–9. October 2009. doi:10.1021/ja906335u. PMID19788328.
↑«Flavonoids with prolyl oligopeptidase inhibitory activity isolated from Scutellaria racemosa Pers». Fitoterapia81 (6): 552–6. September 2010. doi:10.1016/j.fitote.2010.01.018. PMID20117183.
↑«Protective effects of lupeol and mango extract against androgen induced oxidative stress in Swiss albino mice». Asian Journal of Andrology10 (2): 313–8. March 2008. doi:10.1111/j.1745-7262.2008.00313.x. PMID18097535.
↑«Preventive effects of lupeol on DMBA induced DNA alkylation damage in mouse skin». Food and Chemical Toxicology45 (11): 2331–5. November 2007. doi:10.1016/j.fct.2007.06.002. PMID17637493.
↑«Lupeol modulates NF-kappaB and PI3K/Akt pathways and inhibits skin cancer in CD-1 mice». Oncogene23 (30): 5203–14. July 2004. doi:10.1038/sj.onc.1207641. PMID15122342.