Λούτσια Μποσέ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Lucia Bosè (Ιταλικά) |
Γέννηση | 28 Ιανουαρίου 1931[1][2][3] Μιλάνο |
Θάνατος | 23 Μαρτίου 2020[4][5][6] Σεγκόβια[7][8][6] |
Ψευδώνυμο | Lucia Bosè |
Χώρα πολιτογράφησης | Ιταλία Ισπανία |
Ύψος | 173 cm |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ισπανικά Ιταλικά[9] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ηθοποιός μοντέλο |
Περίοδος ακμής | 1950 - 2007 |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Luis Miguel Dominguín (1955–1967) |
Τέκνα | Miguel Bosé[10] Πάολα Ντομινγουίν Lucía Dominguín |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Τάγμα της Πολιτικής Αξίας (Ισπανία) (2018) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Λουτσία Μποζέ (ιταλ.: Lucia Bosè, 1931-2020) ήταν Ιταλίδα ηθοποιός, η οποία έφθασε στο αποκορύφωμα της φήμης της κατά την περίοδο του ιταλικού νεορεαλισμού, τη δεκαετία του 1950.[11]
Η Λουτσία Μποζέ συμμετείχε σε περισσότερες από 55 ταινίες και σειρές της τηλεόρασης σε μια περίοδο 60 περίπου χρόνων και συνεργάστηκε με διάσημους σκηνοθέτες, μεταξύ άλλων ο Λουκίνο Βισκόντι και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι.
Η Λουτσία Μποζέ γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1931 ως Λουτσία Μπορλόνι σε ένα αγρόκτημα κοντά στο Μιλάνο από τη Φραντσέσκα Μπορλόνι και τον Ντομένικο Μποζέ. Εργάστηκε αρχικά ως πωλήτρια σε ζαχαροπλαστείο, όπου την πρόσεξε ο σκηνοθέτης Λουκίνο Βισκόντι. Το 1947 κέρδισε στον διαγωνισμό ομορφιάς και στέφθηκε Μις Ιταλία. [12]Στον ίδιο διαγωνισμό συμμετείχαν επίσης και άλλες που αργότερα έγιναν διάσημες ηθοποιοί, όπως η Τζίνα Λολομπρίτζιτα (κατατάχθηκε τρίτη) και η Σιλβάνα Μάνγκανο (πέμπτη).
Αμέσως μετά το 1947 άρχισε η κινηματογραφική της καριέρα. Συμμετείχε σε μερικές ταινίες που σηματοδότησαν τον ιταλικό νεορεαλισμό, όπως το Ματωμένο Πάσχα του Τζουζέπε Ντε Σάντις δίπλα στον Ραφ Βαλόνε (1950) και συνέχισε με τις ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι Το Χρονικό Ενός Ερωτα (1950) και Η κυρία χωρίς καμέλιες (1953). [13]Σ' αυτήν την πρώτη περίοδο πρωταγωνίστησε σε ταινίες του Λουτσιάνο Εμέρ και του Φραντσέσκο Μαζέλι και συμμετείχε σε πολλές ταινίες με συμπρωταγωνιστή τον αρραβωνιαστικό της Βάλτερ Κιάρι.[14]
Το 1955, μετά από 17 ταινίες, παντρεύτηκε και εγκατέλειψε τον κινηματογράφο.[15]Με τον σύζυγό της Ισπανό ταυρομάχο Λουίς Μιγκέλ Ντομινγκίν, απέκτησαν τρία παιδιά, την Πάολα, την Λουτσία και τον Μιγκέλ Μποζέ, -ηθοποιό και μουσικό- πρωταγωνιστή στην ταινία Ψηλά τακούνια του Πέδρο Αλμοδόβαρ.[16]
Η Λουτσία Μποζέ επέστρεψε στην οθόνη στα τέλη της δεκαετίας του '60, μετά το διαζύγιό της, κυρίως σε δεύτερους ρόλους σε ταινίες όπως Ο Θάνατος του ποδηλάτη (1955) του Χουάν Αντόνιο Μπαρδέμ, Η Διαθήκη του Ορφέα (1960) του Ζαν Κοκτώ, το Κάτω από τον αστερισμό του σκορπιού (1969) των αδελφών Ταβιάνι, η Εργατική εξέγερση (Metello) (1970) του Μάουρο Μπολονίνι, Σατυρικόν του Φεντερίκο Φελίνι. Ανάμεσα στις ταινίες στις οποίες συμμετείχε αργότερα, οι σημαντικότερες είναι: το Lumière (1976), μια σκηνοθετική προσπάθεια της ηθοποιού Ζαν Μορώ, Το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1987) του Φραντσέσκο Ρόσι, Ο Φιλάργυρος (1990) του Τονίνο Τσέρβι και το «Τελευταίο χαρέμι» (1999) του Τούρκου Φερζάν Οζμπετέκ.
Το 2000 κατάφερε να πραγματοποιήσει το νεανικό της όνειρο δημιουργώντας το πρώτο Μουσείο Αγγέλων στην πόλη Τουρέγκανο της Ισπανίας, κοντά στη Σεγκόβια, με παραστάσεις αγγέλων από όλο τον κόσμο.
Το 2017 της απονεμήθηκε το ευρωπαϊκό βραβείο Wilde Vip για την τέχνη και τον πολιτισμό.
Η τελευταία ταινία της Λουτσία Μποζέ στον κινηματογράφο ήταν η ταινία του 2014, το One more time των Πάολο Μπενεντέτι και Νταβίντ Σορντέλα, στην οποία υποδύθηκε ουσιαστικά τον εαυτό της, μια 80χρονη ηθοποιό που επιστρέφει στο πατρικό της στην Χιλή για να υλοποιήσει μια υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα της πριν πολλά χρόνια. Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στο Domenica In, ένα ιταλικό τηλεοπτικό πρόγραμμα στο Rai Uno. Η ηθοποιός για πολλά χρόνια είχε μειωμένη ικανότητα πνευμόνων, λόγω φυματίωσης από την παιδική της ηλικία.
Η Λουτσία Μποζέ, η οποία ζούσε στην Ισπανία, πέθανε στο Γενικό Νοσοκομείο της Σεγκόβια στις 23 Μαρτίου 2020, σε ηλικία 89 ετών, από πνευμονία μετά από περιπλοκές του ιού COVID-19 κατά τη διάρκεια της πανδημίας.[17]