Λούντβικ Κσιβίτσκι | |
---|---|
![]() | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ludwik Krzywicki (Πολωνικά) |
Γέννηση | 21 Αυγούστου 1859[1] Πουότσκ[2][3][4] |
Θάνατος | 10 Ιουνίου 1941[1][5] Βαρσοβία[6][3][7] |
Τόπος ταφής | Evangelical Cemetery of the Augsburg Confession in Warsaw |
Χώρα πολιτογράφησης | Πολωνία[7] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Πολωνικά[8][9][10] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | οικονομολόγος κοινωνιολόγος[7] αρχαιολόγος[11] μεταφραστής[12] ιστορικός[13][7] ανθρωπολόγος[13][7] εθνολόγος[7] |
![]() | |
Ο Λούντβικ Γιόαχιμ Φραντσίσεκ Κσιβίτσκι (πολωνικά: Ludwik Joachim Franciszek Krzywicki) (21 Αυγούστου 1859 - 10 Ιουνίου 1941) ήταν Πολωνός μαρξιστής ανθρωπολόγος, οικονομολόγος και κοινωνιολόγος. Ένας από τους πρώτους πρωταθλητές κοινωνιολογίας στην Πολωνία, προσέγγισε τον ιστορικό υλισμό από κοινωνιολογική άποψη. Από το 1919 έως το 1936 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Ο Λούντβικ Κσιβίτσκι γεννήθηκε στο Πουότσκ το 1859 σε μια αριστοκρατική αλλά φτωχή οικογένεια. Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για την ψυχολογία, τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες και μελέτησε τα έργα του Κάρολου Δαρβίνου, του Ιπολίτ Τεν, του Τεοντούλ-Αρμάν Ριμπό και του Ογκίστ Κόντ.
Ο Κσιβίτσκι σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας στην Πολωνία του Συνεδρίου. Αφού απέκτησε το πτυχίο του, εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή, αλλά απόβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο λόγω των πολιτικών του δραστηριοτήτων. Στη συνέχεια πήγε στο εξωτερικό, πρώτα στη Λειψία της Γερμανίας, στη συνέχεια στη Ζυρίχη της Ελβετίας και τέλος, το 1885, στο Παρίσι της Γαλλίας, όπου ζούσαν οι περισσότεροι Πολωνοί Σοσιαλιστές μετανάστες στην Ευρώπη. Στο Παρίσι άρχισε να σπουδάζει ανθρωπολογία, αρχαιολογία και εθνολογία.[14]
Ο Κσιβίτσκι ήταν ένας από τους πρώτους μελετητές, που ερεύνησαν λιθουανικά οχυρά. Μεταξύ του 1900 και του 1914 πραγματοποίησε αρχαιολογικές ανασκαφές στη Σαμογιτία και αλλού, φωτογραφίζοντας και ανασκάπτοντας τους λόφους του φρουρίου. Το 1908 δημοσίευσε το żmudż starożytnia (Αρχαία Σαμογιτία), στο οποίο προσπάθησε να συσχετίσει τα ευρήματά του με τα χρονικά, που ανέφεραν τα κάστρα και τα οχυρώματα, που ερευνούσε. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο, W poszukiwaniu grodu Mendoga (Σε αναζήτηση του γκρουντ του Μιντάουγκας), που ασχολήθηκε με το σημείο όπου πίστευε ότι βρισκόταν το κάστρο του Βασιλιά Μιντάουγκας. Ο Κσιβίτσκι δώρισε ένα μεγάλο μέρος των ευρημάτων του στο Μουσείο Πολιτισμού στο Κάουνας της Λιθουανίας, το 1939.
Μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του ήταν η θεωρία της μετανάστευσης ιδεών: ότι οι ιδέες, οι οποίες δημιουργούνται και διαδίδονται χάρη στις κοινωνικές ανάγκες και τις κοινωνικές προσδοκίες, μπορούν να «μεταναστεύσουν» σε άλλα μέρη ή στιγμές, που δεν ήταν ακόμη σε θέση να τις εκφράσουν αυτόνομα. Όταν συμβεί αυτό, εάν οι νέες ιδέες καταφέρουν να ενσωματώσουν τις ανάγκες και τις προσδοκίες, που συναντώνται στη νέα θέση, θα ριζωθούν και θα επιταχύνουν την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξή τους.
Ο Κσιβίτσκι επέστρεψε στην Πολωνία του Συνεδρίου το 1893 και συνέχισε την πολιτική του δραστηριότητα.
Όταν η Ιταλίδα πνευματίστρια Εουζάπια Παλαντίνο επισκέφθηκε ξανά τη Βαρσοβία κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου 1898, είχε τουλάχιστον δύο συνεδρίες στο διαμέρισμα του Κσιβίτσκι.[15]
Συνελήφθη πολλές φορές, ιδίως όταν συμμετείχε στην Επανάσταση του 1905. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, επιμελήθηκε την εφημερίδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Τελείωσε το διδακτορικό του στο Λβουφ (σήμερα Λβιβ, Ουκρανία) με μία εθνογραφική διατριβή. Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έζησε σε μεγάλες δυσκολίες, αλλά όταν ξέσπασε ο πόλεμος, επέστρεψε στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής δραστηριότητας, συμμετέχοντας σε διάφορους εργατικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, παρόλο που οι σχέσεις του με το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχαν κρυώσει.
Ο Κσιβίτσκι ήταν ένας από τους μεταφραστές του Το Κεφάλαιο (Das Kapital) του Καρλ Μαρξ στα πολωνικά.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εγκατέλειψε κάθε πολιτική δραστηριότητα και επικεντρώθηκε στην επιστημονική έρευνα, σκοπεύοντας να ολοκληρώσει τα έργα, που δεν είχε ποτέ ηρεμία ή χρόνο να τελειώσει. Ωστόσο, συμμετείχε στην οργάνωση και διαχείριση επιστημονικών φορέων. Υπηρέτησε ως υποδιευθυντής της Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας (1919-36) και σε άλλα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και διηύθυνε το Κοινωνικοοικονομικό Ινστιτούτο.[14]
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης της Βαρσοβίας τον Σεπτέμβριο του 1939, και η βόμβα, που κατέστρεψε το διαμέρισμά του, προκάλεσε επίσης την απώλεια των περισσότερων εγγράφων και χειρογράφων του. Οι συνθήκες εργασίας του επιδεινώθηκαν και πέθανε από καρδιακή πάθηση το 1941.[14]