Λούντβιχ Μίνκους | |
---|---|
Ο Μίνκους το 1870 | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ludwig Minkus (Γερμανικά) |
Γέννηση | Aloysius Bernhard Philipp Minkus 23 Μαρτίου 1826 Βιέννη, Αυστριακή Αυτοκρατορία |
Θάνατος | 7 Δεκεμβρίου 1917 (91 ετών) Βιέννη[1] |
Αιτία θανάτου | πνευμονία |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Döbling Cemetery |
Χώρα πολιτογράφησης | Αυστριακή Αυτοκρατορία[2] Αυστροουγγαρία |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[3][4] Ρωσικά[4] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | Συνθέτης, βιολονίστας, μαέστρος |
Οικογένεια | |
Αδέλφια | Eugen von Minkus[5] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λούντβιχ Μίνκους (23 Μαρτίου 1826, Βιέννη – 7 Δεκεμβρίου 1917, Βιέννη) ήταν Εβραίο-Αυστριακός συνθέτης μουσικής κυρίως για μπαλέτο, βιρτουόζος βιολιού και μαέστρος. Ο Μίνκους είναι γνωστός για τη μουσική που συνέθεσε ενώ υπηρετούσε ως επίσημος συνθέτης μουσικής μπαλέτου στα Αυτοκρατορικά Θέατρα της Αγίας Πετρούπολης στη Ρωσία. Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του έγραψε πρωτότυπα έργα και πολυάριθμες αναβιώσεις που ανέβασαν οι διάσημοι Ballet Master Αρτούρ Σεν-Λεόν και Μαριούς Πετιπά. Μεταξύ των πιο διάσημων συνθέσεων του ήταν η μουσική του για τα μπαλέτα Η πηγή (1866, από κοινού με τον Λεό Ντελίμπ), ο Δον Κιχώτης (1869) και Η Μπαγιαντέρα (1877).
Ο Λούντβιχ Μίνκους[σημ. 1] γεννήθηκε ως Αλόιζιους Μπέρνχαρντ Φίλιπ Μίνκους στις 23 Μαρτίου 1826, στη Βιέννη. Ο πατέρας του, Τέοντορ Γιόχαν Μίνκους, γεννήθηκε το 1795 στο Velké Meziříčí κοντά στο Μπρνο της Μοραβίας, στη σημερινή Τσεχική Δημοκρατία) και η μητέρα του, Μαρία Φρανζίσκα Χάιμαν γεννήθηκε το 1807. στην Πέστη της Ουγγαρίας. Ο Μίνκους ήταν εβραϊκής καταγωγής, οι γονείς του ασπάστηκαν τον καθολικισμό λίγο πριν από τη μετεγκατάστασή τους στη Βιέννη και παντρεύτηκαν την επόμενη μέρα. Ο πατέρας του Μίνκους ήταν χονδρέμπορος κρασιού στη Μοραβία, την Αυστρία και την Ουγγαρία. Ο νεαρός Μίνκους σε ηλικία τεσσάρων ετών άρχισε να λαμβάνει ιδιαίτερα μαθήματα βιολιού και από το 1838 έως το 1842 ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές στο Gesellschaft der Musikfreunde στη Βιέννη. Ο Μίνκους έκανε το δημόσιο ντεμπούτο του σε ένα ρεσιτάλ στη Βιέννη σε ηλικία οκτώ ετών.[7] Στις 18 Οκτωβρίου 1845 μια ανακοίνωση στη βιεννέζικη εφημερίδα Der Humorist σχολιάζοντας τις παραστάσεις της προηγούμενης σεζόν και σημείωνε ότι «…το παίξιμο του Μίνκους παρουσίαζε ένα συντηρητικό στυλ με μια αστραφτερή ερμηνεία». Σύντομα ο νεαρός Μίνκους εμφανιζόταν σε διάφορες αίθουσες συναυλιών ως αξιόλογος σολίστ, έχοντας ανακηρυχθεί παιδί θαύμα από το κοινό και τους κριτικούς. [8] Άρχισε να σπουδάζει σύνθεση και έδειξε πραγματικό ταλέντο συνθέτοντας έργα για βιολί, πέντε από τα οποία εκδόθηκαν τα έτη 1846-47. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων άρχισε επίσης να διευθύνει ορχήστρες. Στις αρχές του 1846, ο τότε 19χρονος Μίνκους μετακόμισε στο Παρίσι, όπου έκανε καριέρα ως βιολονίστας και μαέστρος.
Το 1853 μετανάστευσε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου έγινε ο μαέστρος της ιδιωτικής ορχήστρας του πρίγκιπα Νικολάι Μπορίσοβιτς Γιουσούποφ μέχρι το 1856. Την ίδια χρονιά, ο Μίνκους παντρεύτηκε τη Μαρία Αντουανέτα Σβαρτς στην Καθολική Εκκλησία της Αγ. Αικατερίνης στην Αγία Πετρούπολη. Η Σβαρτς ήταν επίσης Αυστριακή, γεννημένη στη Βιέννη το 1838.[8] Από το 1856 έως το 1861, ο Μίνκους ήταν το πρώτο βιολί στην ορχήστρα του θεάτρου Μπολσόι στη Μόσχα και αμέσως μετά του προσφέρθηκε η περίφημη θέση του πρώτου βιολιού και μαέστρου της Ιταλικής Αυτοκρατορικής Όπερας του ίδιου θεάτρου. Το 1861 ο Μίνκους διορίστηκε μαέστρος κοντσέρτων των Μπολσόι και καθηγητής βιολιού στο νέο Ωδείο της Μόσχας. Το 1864 έγινε «Επιθεωρητής των συμφωνικών συνόλων των Αυτοκρατορικών Θεάτρων».[7] Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτές οι επιτυχίες μαρτυρούν ένα ταλέντο που συχνά δεν αναγνωρίζεται σήμερα.
Σε αυτό το διάστημα ο Μίνκους ανέπτυξε στενή φιλία με τον Γάλλο maître de ballet Αρτούρ Σεν-Λεόν, ο οποίος το 1862 του ανέθεσε τη μουσική για την αναθεώρηση του μπαλέτου Όρφα. Αυτή η ανάθεση, ήταν η πρώτη σύνθεση του Μίνκους για μπαλέτο. Το μπαλέτο ανέβηκε στο Μπολσόι με πραγματική επιτυχία. Την εποχή εκείνη ο Σεν-Λεόν ήταν ένας από τους πιο διάσημους χορογράφους στην Ευρώπη και το 1860 είχε διοριστεί «Πρώτος maître de ballet in capo». Τον Μάρτιο του 1863, ο Σεν-Λεόν ανέθεσε στον Μίνκους τη σύνθεση για το πρώτο του ολοκληρωμένο μπαλέτο με τίτλο Η φλόγα του έρωτα, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβρη του 1863 με τεράστια επιτυχία στο Μπολσόι.
Μέσω αυτής της σχέσης με τον Σεν-Λεόν και το αυτοκρατορικό μπαλέτο της Αγίας Πετρούπολης, ο Μίνκους κίνησε την προσοχή του μεγάλου χορογράφου Μαριούς Πετιπά. Ένα διάσημο κομμάτι που συνέθεσε ο Μίνκους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η παραλλαγή που προστέθηκε στην αναβίωση της Ζιζέλ από τον Πετιπά. Το φθινόπωρο του 1866, ο Μίνκους προσκλήθηκε από τον Σεν-Λεόν να τον συνοδεύσει στο Παρίσι για να στήσει ένα νέο έργο για το Αυτοκρατορικό Θέατρο της Όπερας. Έτσι γεννήθηκε Η πηγή, που γράφτηκε μαζί με τον Γάλλο συνθέτη Λεό Ντελίμπ: ο Μίνκους έγραψε την πρώτη πράξη και τη δεύτερη σκηνή της δεύτερης πράξης ενώ ο Νρελίμπ έγραψε τη δεύτερη πράξη και την πρώτη σκηνή της τρίτης πράξης.[8] Το μπαλέτο έκανε πρεμιέρα στις 12 Νοεμβρίου 1866 με μικρή επιτυχία. Το 1869 ο Πετιπά κλήθηκε στη Μόσχα για να ανεβάσει ένα μπαλέτο για το Μπολσόι βασισμένο στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες. Ο Πετιπά ανέθεσε τη μουσική στον Μίνκους, που έγραψε μια μουσική πλούσια σε ισπανικές μελωδίες. Το μπαλέτο έκανε πρεμιέρα στις 14 Δεκεμβρίου 1869 με μεγάλη επιτυχία. Ο Μίνκους συνέθεσε άλλα δύο μπαλέτα για τον Σεν-Λεόν, Le poisson doré το 1867, με βάση ένα ποίημα του Πούσκιν, και το Le Lys το 1869. Και τα δύο μπαλέτα ήταν μια καταστροφική αποτυχία για τον Σεν-Λεόν, σε σημείο που το συμβόλαιο του με τα Βασιλικά Θέατρα δεν ανανεώθηκε.
Το 1870 ο Πετιπά ετοίμασε μια νέα εκδοχή του Δον Κιχώτη και ο Μίνκους ξανάγραψε από την αρχή την παρτιτούρα. Το μπαλέτο έκανε το ντεμπούτο του στις 9 Νοεμβρίου 1871 και έγινε αμέσως κλασικό, με τη φήμη του Μίνκους να αυξάνεται. Αυτή η επιτυχία χάρισε στον συνθέτη τη θέση του "Συνθέτη Μπαλέτου για την αυλή της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητας". Ο Δον Κιχώτης σηματοδότησε την αρχή μιας γόνιμης συνεργασίας μεταξύ Μίνκους και Πετιπά που οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς αριστουργημάτων στις δεκαετίες 1870 - 1880, συμπεριλαμβανομένης μιας από τις σπουδαιότερες παρτιτούρες του Μίνκους, το τελευταίο αριστούργημα του Πετιπά: την Μπαγιαντέρα, το 1877[8], η οποία αναδείχτηκε ως το πιο επιτυχημένο ρωσικό μπαλέτο πριν τον Τσαϊκόφσκι.[9]
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Μίνκους συνέχισε να παίζει βιολί ως επαγγελματίας. Ήταν, για παράδειγμα, το δεύτερο βιολί στο σύνολο που έκανε το ντεμπούτο του στη Μόσχα στις 28 Μαρτίου 1871 στο Κουαρτέτο Εγχόρδων Αρ. 1 σε ρε ματζόρε, όπ. 11 του Τσαϊκόφσκι. Τον Μάιο του 1883 ο Μίνκους έγραψε τη μουσική για το μπαλέτο του Πετιπά La Nuit et le Jour, μια πολυτελή εορταστική χορογραφία που διοργανώθηκε για τον εορτασμό της στέψης του αυτοκράτορα Αλέξανδρου Γ'.[7] Ο αυτοκράτορας, μέγας λάτρης του μπαλέτου, απένειμε στον Μίνκους το παράσημο του Αγίου Στανισλάου για την υπέροχη παρτιτούρα του. Το 1886 ο Μίνκους έγραψε για τον Πετιπά την παρτιτούρα για το τελευταίο του μπαλέτο ως επίσημου συνθέτη των Αυτοκρατορικών Θεάτρων, το Les pilules magiques. Το μπαλέτο έκανε το ντεμπούτο του τον Φεβρουάριο στο νέο χώρο, το Αυτοκρατορικού Θεάτρου Μαριίνσκι.
Μέχρι το 1886, το συμβόλαιο του Μίνκους με τα Αυτοκρατορικά Θέατρα της Αγίας Πετρούπολης έληξε και καταργήθηκε η μακροχρόνια θέση του Μίνκους ως επίσημου συνθέτη μπαλέτου.[9] Ο Μίνκους και η σύζυγός του Μαρία έφυγαν για πάντα από τη Ρωσία το καλοκαίρι του 1891, μετακομίζοντας στην πατρίδα τους τη Βιέννη και έζησαν με την κόρη του Lyubov Minkusovna, η οποία είχε χορέψει στο corps του Βασιλικού Μπαλέτου μέχρι τέσσερα χρόνια πριν από το θάνατό της, το 1910. Ο Μίνκους έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Βιέννη με μια μικρή πρόσοδο που προερχόταν από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο της Ρωσίας, μέχρι που τα γεγονότα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και της Ρωσικής Επανάστασης του 1917, αφήσαν τον μουσικό σε απόλυτη ένδεια, μέχρι το θάνατό του, από πνευμονία, στις 7 Δεκεμβρίου 1917.[10] Ο Λούντβιχ Μίνκους ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο Döbling της Βιέννης. Το 1939 ο τάφος του έπεσε θύμα των ρατσιστικών εκκαθαρίσεων της εποχής, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του και τα οστά του μεταφέρθηκαν σε έναν ομαδικό ανώνυμο τάφο.
Entr'acte για σόλο βιολί
Pas de deux για την Ekaterina Vazem (1875)
Grand Pas Classique για την Eugenia Sokolova (1877)
Παραλλαγή για την Eugenia Sokolova (1879)
Διασκευή του Pas de trois (1881)
Mazurka des enfants (1881)
Grand Pas Classique (1881)
Pas de deux για τη Μαρία Γκορσένκοβα ως Ζιζέλ
Παραλλαγή για τη Virginia Zucchi ως Lise[8]