Δρ. Λόταρ Ρέντουλιτς | |
---|---|
Ο Δρ. Λόταρ Ρέντουλιτς στις 23 Ιανουαρίου 1945, κατά την τελετή της απονομής των Ξιφών στον Σταυρό των Ιπποτών με Φύλλα Δρυός, παράσημο που διακρίνεται στο λαιμό του. | |
Γέννηση | Βίνερ Νόισταντ, Αυστρία |
Θάνατος | Έφερντινγκ, Αυστρία |
Χώρα | Αυστροουγγαρία (1910-1918) Αυστρία (1920-1934) Ναζιστική Γερμανία (1938-1945) Ανεξάρτητο κράτος της Κροατίας (1943-1944) |
Κλάδος | Αυστροουγγρικός Στρατός Αυστριακός Στρατός Βέρμαχτ |
Εν ενεργεία | 1910-1945 |
Βαθμός | Generaloberst (Στρατηγός) |
Διοικήσεις | 14η Μεραρχία Πεζικού, 52η Μεραρχία Πεζικού, XXXV Σώμα Στρατού, 2η Στρατιά Πάντσερ, 12η Ορεινή Στρατιά, Ομάδα Στρατιών Κουρλανδίας, Ομάδα Στρατιών Νότου, Ομάδα Στρατιών Βορρά, Ομάδα Στρατιών Όστμαρκ |
Μάχες/πόλεμοι | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
Τιμές | Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού με Φύλλα Δρυός και Ξίφη |
Συγγενείς | Νέλα Τσεμπλ (σύζυγος) |
Ιδιότητα | Δημοσιογράφος, συγγραφέας |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Στρατηγός (Generaloberst) Δρ. Λόταρ Ρέντουλιτς (Lothar Rendulic, 23 Οκτωβρίου 1887 – 18 Ιανουαρίου 1971)[1][2] ήταν Κροατικής καταγωγής αξιωματικός του Αυστροουγγρικού και του Αυστριακού στρατού, ο οποίος έφθασε στο βαθμό του Στρατηγού στο Τρίτο Ράιχ, όντας ένθερμος υποστηρικτής του Αυστριακού Ναζιστικού Κόμματος.
Ο Λόταρ Ρέντουλιτς γεννήθηκε στο Βίνερ Νόισταντ της Αυστρίας, από κροατική οικογένεια (στα κροατικά, το επώνυμο γράφεται «Rendulić»). Ο πατέρας του, Λούκας Ρέντουλιτς, ήταν συνταγματάρχης (Oberst) του Αυστροουγγρικού στρατού. Μετά την αποφοίτησή (Abitur) του, ο Ρέντουλιτς σπούδασε νομική και πολιτικές επιστήμες στη Βιέννη και τη Λωζάνη. Το 1907, ο Ρέντουλιτς επέστρεψε στη γενέτειρά του και εισήχθη στη Θηρεσιανή Στρατιωτική Ακαδημία (Theresianische Militärakademie) (η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε "Πολεμική Σχολή του Βίνερ Νόισταντ" (Kriegsschule Wiener Neustadt) Τον Αύγουστο του 1910, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, έλαβε το βαθμό του ανθυπολοχαγού και τοποθετήθηκε στο 99ο Σύνταγμα Πεζικού "Γεώργιος ο Α', Βασιλεύς των Ελλήνων" (Georg I., König der Hellenen) στη Βιέννη. Στο σύνταγμα αυτό παρέμεινε ως το 1915, ένα χρόνο μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και μετατέθηκε στην 31η Μεραρχία Πεζικού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τραυματίστηκε σοβαρά τον Οκτώβριο του 1914 και επέστρεψε μετά την ανάρρωσή του, την άνοιξη του 1915. Το 1916 έγινε αξιωματικός του Δικαστικού και Στις 4 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Ρέντουλιτς νυμφεύτηκε τη Νέλα Τσεμπλ (Nella Zöbl). Δύο χρόνια αργότερα, το 1918, έλαβε την τελευταία μετάθεση στον πόλεμο, πριν τη συνθηκολόγηση των Κεντρικών Δυνάμεων, στο XXI Σώμα Στρατού.[3]
Μετά τη λήξη του πολέμου, ο Ρέντουλιτς συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και το 1920 έλαβε διδακτορικό στη Νομική (Dr. iur) και απέκτησε τον τίτλο του Δόκτορος. Μετά από αυτό, κατετάγη στον νεότευκτο Στρατό της Αυστριακής Δημοκρατίας και το 1922 ξεκίνησε να υπηρετεί στο Τμήμα Οργάνωσης του Υπουργείου Πολιτικής Άμυνας. Το 1932 έγινε μέλος του, απαγορευμένου στην Αυστρία, Ναζιστικού Κόμματος. Από το 1934 ο Ρέντουλιτς υπηρέτησε σε διπλωματικά σώματα ως στρατιωτικός ακόλουθος, με γραφείο στο Παρίσι.[3] Η καριέρα του όμως πήρε την κατιούσα το 1936, καθώς τέθηκε σε προσωρινή διαθεσιμότητα λόγω της εγγραφής του στο Ναζιστικό κόμμα, κάτι που δικαίως θεωρείτο απαράδεκτο για έναν Αυστριακό πολίτη - πόσο μάλλον για ένα διπλωμάτη, - διότι Αυστριακοί ναζί με τη σύμπραξη των Γερμανών ομοϊδεατών τους είχαν δολοφονήσει τον καγκελάριο της Αυστρίας Ένγκελμπερτ Ντόλφους (Engelbert Dollfuß) το 1934. [4]
Μετά το Άνσλους (την προσάρτηση της Αυστρίας στη Ναζιστική Γερμανία), το 1938 ο Λόταρ Ρέντουλιτς κλήθηκε στον τακτικό γερμανικό στρατό (Βέρμαχτ). Για τέσσερις περίπου μήνες (23 Αυγούστου–10 Οκτωβρίου), ο Ρέντουλιτς ήταν ενεργός διοικητής της 14ης Μεραρχίας Πεζικού, ενώ από το 1940 ως το 1942 κατείχε την ίδια θέση στην 52η Μεραρχία Πεζικού.[3] Από το 1942 ως το 1943, ανέλαβε τη διοίκηση του XXXV Σώματος Στρατού, ωστόσο μετά το 1943 τέθηκε σε εφεδρεία. [4] Κατά την περίοδο αυτή, τιμήθηκε με τον Σταυρό των Ιπποτών (6 Μαρτίου 1942) στον οποίο σύντομα προστέθηκαν τα Φύλλα Δρυός (15 Αυγούστου 1943).[3]
Από το 1943 ως το 1944, ο Ρέντουλιτς ανέλαβε καθήκοντα γενικού διοικητή της 2ης Στρατιάς Πάντσερ στη Γιουγκοσλαβία. Στις αρχές του 1944, ο Αδόλφος Χίτλερ έδωσε εντολή στον Ρέντουλιτς να εκπονήσει ένα σχέδιο προκειμένου να αιχμαλωτίσει τον ανώτατο αρχηγό των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων (ανταρτών), Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Έτσι, στις 25 Μαΐου του 1944, Γερμανοί αλεξιπτωτιστές (Fallschirmjägers) ερρίφθησαν στο Ντρβαρ της δυτικής Βοσνίας και επιτέθηκαν στο αρχηγείο των παρτιζάνων, το οποίο βρισκόταν στην πόλη, σε αναζήτηση του Τίτο. Ωστόσο, το μόνο που κατάφεραν να βρουν ήταν η στολή του Τίτο, καθώς ο τελευταίος ήταν απ' ό,τι φαίνεται, προετοιμασμένος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Τον Ιούνιο του 1944, ο Ρέντουλιτς ανέλαβε τη διοίκηση της 20ής Ορεινής Στρατιάς (20. Gebirgsarmee). Ο Χίτλερ, σε προσωπική συνάντηση που είχε με τον Ρέντουλιτς, δήλωσε "Στην Ορεινή Στρατιά παίρνεις τον έλεγχο του καλύτερου σχηματισμού που διαθέτουμε".[5] Τον ίδιο μήνα διορίστηκε διοικητής όλων των γερμανικών δυνάμεων της Σκανδιναβίας, δηλαδή της Φινλανδίας, συμμάχου του Άξονα, και της κατεχόμενης Νορβηγίας.
Ωστόσο, μετά τη μεγάλη σοβιετική αντεπίθεση του θέρους (Επιχείρηση Μπαγκρατιόν) τα πράγματα άρχισαν αν δυσκολεύουν για τη Γερμανία και τους συμμάχους της. Οι Φινλανδοί διαπραγματεύτηκαν ξεχωριστή ειρήνη με τους Σοβιετικούς, την οποία οι Σοβιετικοί δέχτηκαν μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις. Ο Φινλανδός στρατάρχης Καρλ Γκούσταφ Έμιλ Μάνερχαϊμ έστειλε τη σχετική επιστολή στον Ρέντουλιτς.[6] Μετά από αυτό, ξεκίνησε η εκκένωση της Φινλανδίας από τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία κατέστρεφαν ό,τι ήταν δυνατό πριν αποχωρήσουν. Στα πλαίσια της πολιτικής αυτής, της "καμένης γης", ο Ρέντουλιτς διέταξε την πυρπόληση της Φινλανδικής πόλης του Ρόβανιεμι και εκτέλεσε πολλές άλλες διαταγές καταστροφής, έχοντας εξοργιστεί σε τέτοιο βαθμό από το "πισώπλατο μαχαίρωμα" των Φινλανδών, ώστε προκάλεσε τη μεσολάβηση του στρατηγού Άλφρεντ Γιοντλ της OKW (Ανώτατη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων) αν και σε ορισμένες περιπτώσεις κωλυσιέργησε εσκεμμένα να προχωρήσει σε άσκοπες καταστροφές υποδομών, επικαλούμενος την αντίδραση της κοινής γνώμης. [7] [8] Τελικά ωστόσο, η κατάσταση εξομαλύνθηκε και ο Ρέντουλιτς άρχισε να ζητά τη μείωση της αντιφινλανδικής προπαγάνδας για να μην προκληθεί εκτράχυνση. [9]
Το 1945, ο Ρέντουλιτς ανέλαβε τη διοίκηση της (κατ' όνομα) Ομάδας Στρατιών Κουρλάνδης (Heeresgruppe Kurland) του παραπαίοντος Ανατολικού Μετώπου. Η "Ομάδα Στρατιών" Κουρλάνδης αποκόπηκε και περικυκλώθηκε από τους σοβιετικούς στο θύλακα της Κουρλάνδης. Ακολούθησαν με ταχύ ρυθμό άλλες μεταθέσεις, πρώτα ως ανώτατος διοικητής της γερμανικής Ομάδας Στρατιών Βορρά, (Heeresgruppe Nord) η οποία βρισκόταν στη βόρεια Γερμανία, πριν ξαναγυρίσει την Ομάδα Στρατιών Κουρλάνδης –ή τουλάχιστον σε ό,τι είχε πλέον απομείνει από αυτή –, η οποία μαχόταν απελπισμένα στη Λετονία. Τέλος, τοποθετήθηκε στη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών Νότου (Heeresgruppe Sud), η οποία σύντομα μετονομάστηκε σε "Ομάδα Στρατιών Όστμαρκ" (Heeresgruppe Ostmark) και απωθήθηκε στην κεντρική Ευρώπη από τις σοβιετικές επιθέσεις (στην Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία). [3][4]
Στις 7η Μαΐου του 1945, μία μέρα πριν την άνευ όρων παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας, κατά την Σοβιετική επίθεση στην Τσεχοσλοβακία, ο Ρέντουλιτς παρέδωσε την Ομάδα Στρατιών Όστμαρκ σε μονάδες του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών, στα δυτικά στης Αυστρίας, προσπαθώντας να σώσει τους άντρες του από τη σοβιετική αιχμαλωσία. Από τους 900.000 στρατιώτες του Άξονα, μόνο 50.000 γλύτωσαν το θάνατο στην Τσεχοσλοβακία ή την αιχμαλωσία και την καταναγκαστική εργασία στη Σοβιετική Ένωση.[3]
Μετά την παράδοσή του, ο Ρέντουλιτς φυλακίστηκε και δικάστηκε ως εγκληματίας πολέμου στις Επακόλουθες Δίκες της Νυρεμβέργης, λόγω της ανάμιξής του σε επιθέσεις του τακτικού στρατού σε άμαχους πολίτες της Γιουγκοσλαβίας, καθώς επίσης και για την εφαρμογή της πολιτικής της "καμένης γης" στη Λαπωνία, ενάντια στους Φινλανδούς. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1948, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε εικοσαετή φυλάκιση, αν και αθωώθηκε για την περίπτωση της Λαπωνίας. Η ποινή του Ρέντουλιτς μειώθηκε τελικά σε δέκα χρόνια, αλλά τελικά ελευθερώθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1951 από τη στρατιωτική φυλακή του Λάντσμπεργκ αμ Λεχ της Βαυαρίας, όπου είχε φυλακιστεί και ο Αδόλφος Χίτλερ τη δεκαετία του '20, για το αποτυχημένο Πραξικόπημα της μπιραρίας.[3]
Μετά την απελευθέρωσή του, ο Λόταρ Ρέντουλιτς εργάστηκε ως δημοσιογράφος και συγγραφέας, ενώ ασχολήθηκε και με την τοπική πολιτική στο Ζεεβάλχεν αμ Άτερζεε, στην αυστριακή επαρχία του Σαλτσκάμεργκουτ. Ο Ρέντουλιτς έζησε ήσυχα τα τελευταία χρόνια της ζωής του και πέθανε στο Έφερντινγκ της Αυστρίας στις 18 Ιανουαρίου 1971. [4]
(Σημείωση: το ερωτηματικό δηλώνει άγνωστη χρονολογία απονομής)