Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Μάκα | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Λεπίδιο του Μέγεν (Lepidium meyenii) Walp. |
Η μάκα (λατινική ονομασία Lepidium meyenii, άλλα ονόματα στα ισπανικά και στα κέτσουα maca-maca, maino, ayak chichira, και ayak willku) είναι ένα ποώδες διετές ή ετήσιο φυτό (σε μερικές πηγές αναφέρεται ότι είναι πολυετές) το οποίο φύεται σε μεγάλα υψόμετρα στις Άνδεις του Περού. Καλλιεργείται για τη σαρκώδη υποκοτύλη του, η οποία χρησιμοποιείται ως φαρμακευτικό φυτό.
Η ανάπτυξη, το μέγεθος, και οι διαστάσεις της μάκα είναι παρόμοιες με εκείνες του ρεπανιού και του γογγυλιού με τα οποία είναι συγγενής. Το φυτό φτάνει το ύψος των 20 περίπου εκατοστών. Ο βλαστός είναι βραχύς και βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Τα δαντελωτά φύλλα σχηματίζουν ροζέτα, επίσης κοντά στο έδαφος, και ανανεώνονται διαρκώς ξεκινώντας από το κέντρο, καθώς τα εξωτερικά φύλλα μαραίνονται. Τα κιτρινωπά, αυτογονιμοποιούμενα άνθη του βγαίνουν από ένα κεντρικό βότρυ και εξελίσσονται σε καρπούς μήκους 4-5 χιλιοστών, καθένας εκ των οποίων περιέχει δύο μικρούς κοκκινωπούς-γκρίζους ωοειδείς σπόρους μεγέθους 2-2,5 χιλ. Οι σπόροι, που είναι ο μόνος τρόπος αναπαραγωγής του φυτού, βλασταίνουν, υπό κανονικές συνθήκες, μέσα σε πέντε ημέρες.
Η μάκα είναι το μόνο είδος της οικογένειας με σαρκώδη υποκοτύλη. Η υποκοτύλη είναι συγχωνευμένη με την πασσαλώδη ρίζα της και παίρνει το σχήμα ραδικιού ή ανεστραμμένου αχλαδιού μήκους 10-15 εκατ. και πλάτους 3-5 εκατ.
Η επιστημονική ονομασία της μάκα είναι Lepidium meyenii, η οποία δόθηκε από τον Γερμανό βοτανολόγο του 19ου αιώνα Βίλχελμ Γκέρχαρντ Βάλπερς (Wilhelm Gerhard Walpers) (συντομογραφία Walp.).
Ανήκει στην οικογένεια των Σταυρανθών (Cruciferae συν. Brassicaceae).
Η μάκα καλλιεργείται παραδοσιακά σε υψόμετρα 3.750-4.350 μ. Καταφέρνει να ευδοκιμεί σε ιδιαίτερα δύσκολες κλιματικές συνθήκες (δυνατός ήλιος και υψηλές θερμοκρασίες την ημέρα, χαμηλές θερμοκρασίες τη νύχτα, ισχυροί άνεμοι).
Αν και έχουν γίνει προσπάθειες καλλιέργειάς του εκτός των Άνδεων, δεν έχει ακόμη καταστεί σαφές αν διατηρεί την ίδια αναλογία συστατικών ή τις ίδιες ιδιότητες. Υποκοτύλες δεν σχηματίζονται σε θερμοκήπια ή σε θερμά κλίματα.
Εδώ και περίπου 2000 χρόνια η μάκα αποτελεί σημαντική παραδοσιακή τροφή και φαρμακευτικό φυτό στην περιοχή όπου καλλιεργείται. Θεωρείται ιδιαίτερα θρεπτική τροφή, ενισχύει τον οργανισμό, δίνει αντοχή και θεωρείται ότι έχει αφροδισιακές ιδιότητες.
Οι Ίνκα χρησιμοποιούσαν τη μάκα τόσο σε θρησκευτικές τελετές. Πριν από τη μάχη δινόταν στους στρατιώτες για να τους δώσει ενέργεια και δύναμη. Σε κανονικές συνθήκες αποτελούσε προνόμιο των ευγενών.
Κατά τη διάρκεια της αποικιακής περιόδου η μάκα χρησιμοποιήθηκε και ως νόμισμα.
Η θρεπτική αξία της αποξηραμένης ρίζας της μάκα είναι υψηλή, παρόμοια με τους σπόρους δημητριακών, όπως το σιτάρι και το ρύζι. Περιέχει 60% υδατάνθρακες, 10% πρωτεΐνες, 8,5% φυτικές ίνες, και 2,2% λίπη. Η μάκα είναι πλούσια σε μεταλλικά ιχνοστοιχεία και ειδικότερα σελήνιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, και σίδηρο και περιέχει λιπαρά οξέα, μεταξύ άλλων λινολεϊκό οξύ, παλμιτικό οξύ, και ελαϊκά οξέα, καθώς επίσης και πολυσακχαρίτες.
Μπορούν να καταναλωθούν τόσο τα φύλλα, όσο και η ρίζα της μάκα.
Στο Περού υπάρχουν διάφορο τρόποι προετοιμασίας. Το ψήσιμο της υποκοτύλης της μάκα είναι η πιο συνηθισμένη πρακτική (matia). Η μάκα επίσης βράζεται και οι ρίζες της αποξηραίνονται και αναμιγνύονται με αλεύρι, με το οποίο φτιάχνονται μπισκότα ή γλυκά. Από τη ζύμωση της μάκα προκύπτει μια ελαφριά μπύρα (chicha de maca).
Τα φύλλα της μάκα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε σαλάτες, ωμά ή μαγειρεμένα.
Μικρής κλίμακας κλινικές δοκιμές σε άντρες έχουν δείξει ότι το εκχύλισμα από μάκα μπορεί να αυξήσει τη λίμπιντο και να βελτιώσει την ποιότητα του σπέρματος. Χρειάζονται ωστόσο εκτενέστερες μελέτες για να επιβεβαιωθούν αυτά τα προκαταρκτικά αποτελέσματα. Ειδικότερα, απαιτούνται έρευνες σε άτομα με σεξουαλική δυσλειτουργία και στειρότητα. Καμία από τις έρευνες που έχουν γίνει ως τώρα δεν φανερώνουν οποιαδήποτε επίδραση της μάκα στα επίπεδα των σεξουαλικών ορμονών. Δεν έχει αναφερθεί τοξικότητα.
Παραδοσιακά, η μάκα χρησιμοποιείται για την ενίσχυση της γονιμότητας σε ανθρώπους και ζώα, για την αύξηση της λίμπιντο, για αυξημένη ενέργεια και αντοχή και για άλλους ιατρικούς σκοπούς.
Τα ευεργετικά αποτελέσματα της μάκα σε σχέση με τη σεξουαλική λειτουργία ενδεχομένως οφείλονται στην υψηλή συγκέντρωση πρωτεϊνών και ζωτικών θρεπτικών συστατικών. Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει δύο ακόμη συστατικά, τα μακαμίδια (macamides), ένα είδος δευτερεύοντος μεταβολίτη (secondary metabolite), και τα μακαένια (macaenes), οι οποίες πιστεύεται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο.
Για τις παραπάνω ιδιότητές της, η μάκα έχει αρχίσει να διαδίδεται τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.