Μάξιμος ο Ομολογητής | |
---|---|
Μοναχός Πατέρας της Εκκλησίας | |
Γέννηση | 580 Κωνσταντινούπολη |
Κοίμηση | 13 Αυγούστου 662 (82 ετών) Λαζική (Πόντος) |
Εορτασμός | 13 Αυγούστου και 21 Ιανουαρίου |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Μάξιμος Ομολογητής (580 Κωνσταντινούπολη - 662 Λαζική, Πόντος) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ιστορικές και εκκλησιαστικές[1][2] προσωπικότητες της βυζαντινής περιόδου. Κατά τον πολιτικό του βίο διετέλεσε στέλεχος υψηλά ιστάμενων κρατικών διοικητικών θέσεων και αργότερα Μοναχός. Ως μοναχός υπήρξε η κεντρική προσωπικότητα που πρωτοστάτησε στην εκκλησιαστική έριδα του μονοθελητισμού, η οποία είχε σαφείς πολιτικές, πολιτειακές και γεωπολιτικές προεκτάσεις[3], καθώς η θεολογία του υπήρξε ο πυρήνας της αντίδρασης στις βασιλικές επιδιώξεις για ένα θεολογικό συμβιβασμό μεταξύ ορθοδόξων καθολικών και μονοφυσιτών[4]. Παράλληλα εξέφρασε με μεστό τρόπο τη διδασκαλία των προηγούμενων Οικουμενικών συνόδων, αναδεικνύοντας τον ως την εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα της εποχής του, στοιχείο που τον οδήγησε και στο προσωπικό του μαρτύριο και εξορία. Το θεολογικό, φιλοσοφικό και συγγραφικό του έργο σήμερα εκτιμάται για την αρτιότητα και την ιδιαιτερότητα του, ως ένα εξαίσιο δείγμα υψηλής θεολογίας με σημαντική χρήση φιλοσοφικών όρων και μεθόδων[5], που δεν αφήνει ασυγκίνητους για την ποιότητά του, τους σημαντικότερους θεολόγους, ερευνητές και φιλοσόφους της εποχής μας.
Ο Μάξιμος συναριθμείται στους Αγίους της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς και στις προτεσταντικές ομολογίες. Εορτάζεται στις 21 Ιανουαρίου.
Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τον βίο του Μάξιμου κατά τη νεανική περίοδο της ζωή του. Τις όποιες πληροφορίες τις αντλούμε κατά βάση από κάποιο ανώνυμο βιογράφο του[6] και τέσσερα έτερα αποσπασματικά βιογραφικά κείμενα[7]. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 και υπήρξε γόνος επιφανούς[8] οικογένειας, η οποία φέρεται να του παρείχε σπουδαία εγκύκλια[9] και θεολογική παιδεία[10]. Σύντομα ανήλθε στην κρατική διοικητική θέση του πρώτου υπογραφέα των βασιλικών υπομνημάτων (αρχιγραμματέας)[11], πλησίον του Αυτοκράτορα Ηράκλειου. Σύμφωνα με τον βιογράφο του ο Μάξιμος διακρινόταν για τη σύνεση και την ικανότητα να λαμβάνει αποφασιστικές και γρήγορες αποφάσεις[12], αποτέλεσμα που τον οδήγησε στη θέση αυτή. Το κλίμα, όμως, του παλατιού όσο και των διοικητικών καθηκόντων, φαίνεται πως τελικά δε τον γοήτευσε και στράφηκε προς τον μοναχικό βίο.
Εκάρη μοναχός στη μονή της Χρυσουπόλεως[13], στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, κοντά στο φιλοσοφικό και πνευματικό κέντρο της εποχής, τη Χαλκηδόνα. Εκεί δεν επιζήτησε κάποιο ιερατικό βαθμό, ενώ δεν είναι βέβαιο και αν ανήλθε στη θέση του ηγουμένου[8]. Παρέμεινε στο μοναστήρι περί τα 10 έτη, διακρινόμενος για το ασκητικό του φρόνημα, όπως μαθαίνουμε από τις περιγραφές των ασκητικών επιδόσεών του[14] καθώς και για το πνεύμα του και τη σοφία του ανάμεσα στους μοναχούς. Συντεταγμένο συγγραφικό έργο αυτή την εποχή δεν έχουμε[15], παρατηρώντας όμως την επιστολογραφία του και ιδίως με τον Ιωάννη Κουβικουλάριο, αντιλαμβανόμαστε πως δεν εξέλιπαν οι επαφές με την Αυλή αυτή την περίοδο[10]. Κατά το 624 υποχρεώνεται να μετακινηθεί από το μοναστήρι, εξ αιτίας των Περσικών επιδρομών. Η περιπλάνησή του θα διαρκέσει αρκετά χρόνια μέχρι να καταλήξει στη Ρώμη, όπου θα οργανώσει το συντεταγμένο αγώνα κατά του μονοθελητισμού. Έτσι θα περάσει από την Κύζικο, την Κρήτη, την Κύπρο, ίσως την Αλεξάνδρεια[16] και την Καρθαγένη και σε όλο αυτό το διάστημα θα γνωρίσει και θα μελετήσει σε βάθος τη θεολογία του μονοθελητισμού, η οποία προσπαθεί να επιβληθεί στην Ορθόδοξη Καθολική εκκλησία, με βασιλικό επικάλυμμα.
Κατά τα τέλη του 6ου αιώνα το βυζαντινό κράτος βρισκόταν σε δυσχερή γεωπολιτική θέση. Οι επιθέσεις των Περσών καθώς και η διαρκώς αυξανόμενη άνοδος τον Αράβων, είχαν θέσει σε κίνδυνο ζωτικά τμήματα της Αυτοκρατορίας. Συνάμα σημαντικές διασπαστικές τάσεις προέρχονταν από το εσωτερικό, καθώς η μονοφυσιτική έριδα είχε αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του μίσους ισχυρής πλειοψηφίας κατοίκων των νότιων και ανατολικών επαρχιών σε βάρος της κεντρικής διοίκησης του κράτους[17]. Μία σειρά αυτοκρατόρων από τον Ιουστινιανό και μετά αντιλαμβάνονται πως ο προσεταιρισμός των αραβικών λαών θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των κεκτημένων του κράτους, με αποτέλεσμα τη χρήση της εκκλησιαστικής πολιτικής ως μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού[18]. Άλλωστε το μίσος αυτό υποδαυλιζόταν επιπρόσθετα από την κρατική στήριξη στις αποφάσεις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου. Οι περιοχές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, ήταν και οι περιοχές οι οποίες είχαν περισσότερο αγκαλιάσει τον μονοφυσιτισμό, ενώ παράλληλα ήσαν και οι περιοχές που είχαν πληγεί περισσότερο από τις αποφάσεις της κεντρικής διοίκησης του κράτους. Αυτό είχε επιφέρει αυξανόμενη δυσφορία, σε σημείο οι Περσικές ή αραβικές επιθέσεις στις περιοχές αυτές να αντιμετωπίζονται είτε με απάθεια από την τοπικό πληθυσμό, είτε σε άλλες περιπτώσεις παρέχοντας στήριξη προς τους αντίστοιχους μονοφυσίτες ηγέτες[19].
Η συντεταγμένη βασιλική προσπάθεια στα χρόνια του Μάξιμου εντοπίζεται στο ζήτημα της ενώσεως της εκκλησίας με τους μονοφυσίτες των περιοχών αυτών, υπό τον θεολογικό όρο της μίας ενέργειας και μίας θέλησης στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Σύμφωνα με τον όρο της Χαλκηδόνας, ο Ιησούς Χριστός είχε δύο φύσεις ασύγχυτες και άτρεπτες μεν, σε κοινωνία δε, στην υπόσταση του ενός προσώπου. Παρεπόμενη θεολογική συνέπεια ήταν πως κάθε φύση ενεργεί και θέλει. Τώρα η προσπάθεια, υπό τον κρατικό μανδύα που διακαώς επιθυμεί μια συμβιβαστική λύση, επικεντρώνεται στην αποσαφήνιση των όρων της μίας ενέργειας και θέλησης του προσώπου του Ιησού[20], παρακάμπτοντας τρόπον τινά το ζήτημα της άμεσης ένωσης των φύσεων (ουσία) και των συνεπειών της[21] το οποίο προσδιοριζόταν από τη διασάφηση αυτή.
Τελικώς δια μέσου της χρόνιας διαρκούς διπλωματικής προσπάθειας του πατριάρχη Σεργίου, η λεγόμενη "Εκθεση" αποβαίνει το αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης με τους μετριοπαθείς μονοφυσίτες, με τους οποίους επιτυγχάνει σε πρώτη φάση σύγκλιση (Θεοδοσιανούς, 630), την οποία επικυρώνει με συνοδική απόφαση (την επονομαζόμενη "Ψήφο")[22]. Ο Σέργιος, ο οποίος βρίσκεται σε αγαστή συνεργασία με τον Ηράκλειο, επιτυγχάνει επίσης να πείσει και τους έτερους Πατριάρχες και ιδίως τον Ονώριο Ρώμης, φροντίζοντας να ξεπεράσει τον σκόπελο του μονοενεργητισμού του οποίου υπήρξε υπέρμαχος, με τη θεολογία της μίας θελήσεως στην υπόσταση του Λόγου[23]. Έτσι τα 5 πατριαρχεία ευθυγραμμίζονται υπό την Κωνσταντινουπολίτικη ενδημούσα σύνοδο (638) παρά τις έντονες διαφωνίες που είχαν εν τω μεταξύ εκφραστεί από τον Σωφρόνιο Ιεροσολύμων[24], ο οποίος είχε πεθάνει. Ο θάνατος όμως των πατριαρχών Ιεροσολύμων, Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης παράλληλα με την απώλεια των επαρχιών στις οποίες είχαν καταφύγει οι υπέρμαχοι των δογμάτων της Χαλκηδόνας, δεν επέτρεψε την αυτοκρατορική καταστολή των αντιδράσεων, με αποτέλεσμα η υποβόσκουσα εκκλησιαστική τάση της θεολογίας των δύο θελήσεων να αντιδράσει και να έλθει δυναμικά στο προσκήνιο με ηγέτη τον Μάξιμο[25].
Ο Μάξιμος τελικά οδηγείται στη Δύση. Αίτιο της μετακίνησης αυτής σύμφωνα με τον βιογράφο του, είναι πως εκεί διείδε πρόσφορο έδαφος για τον αγώνα ενάντια στην κακοδοξία[26]. Κατά μία άλλη άποψη όμως απλώς θεώρησε επικίνδυνη την επιστροφή στην Κύζικο, την οποία φαίνεται να επιθυμούσε[27]. Έτσι εγκαινιάζει τον αγώνα ενάντια στον μονοενεργετισμό και τον μονοθελητισμό και συναγωνιστής σε αυτή την προσπάθεια θα αποβεί ο Σωφρόνιος, μετέπειτα πατριάρχης Ιεροσολύμων, τον οποίο γνώρισε στην Καρθαγένη (Καρχηδόνα) το 632, όπου υπήρξε ο ηγέτης του εκεί μοναστικού κινήματος. Οι δύο τους (εκφράζεται σχετική αμφιβολία για τον Μάξιμο[16]) θα μεταβούν τελικά στην Αλεξάνδρεια (633) όπου θα θελήσουν να ενημερωθούν πιο αναλυτικά για το περιεχόμενο της σχετικής δοξασίας. Ο Μάξιμος εν προκειμένω φαίνεται να μην ακολουθεί όμως τη σκληρή γραμμή του Σωφρόνιου καθότι λαμβάνοντας υπόψιν του τη συνοδική απόφαση της Ψήφου (634), φαίνεται να επαινεί τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ζητώντας απλώς πρόσθετες εξηγήσεις[28]. Ίσως όμως ο ίδιος απλώς κλιμακώνει με διάφορες μεθοδεύσεις τον αγώνα του[29], κερδίζοντας χρόνο για να διατρανώσει αποτελεσματικά[28] την ευθεία αντίθεσή του στο θεολογούμενο του μονοθελητισμού, το οποίο θεωρεί πως είναι ξένο προς τη βιβλική διδασκαλία και ενάντια στις αποφάσεις της πρότερης πατερικής περιόδου. Ο Μάξιμος βρίσκει τελικά καταφύγιο στη Βόρεια Αφρική, μακριά από τη βασιλική εποπτεία, καθώς ο αγώνας του επιπρόσθετα αποκτά έντονα αντι-καισαροπαπικό χαρακτήρα[30][31]. Η πρόσβασή τελικά στη Ρώμη θα γίνει το 646, αλλά είναι βέβαιο πως από το 638 και μετά, όπου η "Έκθεση" προσυπογράφεται από τον Ηράκλειο, ο αγώνας του βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη κάτι που γίνεται εμφανές και από το εκτεταμένο συγγραφικό του έργο[31]. Η Έκθεση στην ουσία επιχειρεί με συμβιβαστικό τρόπο να αμβλύνει τους Χαλκηδόνιους όρους, οι οποίοι δεν άρεσαν στους μονοφυσιτικούς κύκλους και ομολογεί πως στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, υπάρχει ενέργεια τόσο στην ανθρώπινη όσο και τη θεϊκή φύση, αλλά στην υπόσταση του Λόγου παρουσιάζεται μόνο ένα θέλημα.
Ο Μάξιμος, ο οποίος πλέον είναι ο ηγέτης της Χαλκηδόνιας θεολογίας και ο άνθρωπος που επηρεάζει όσο κανένας τα πράγματα, απορρίπτει την έκθεση και με δεινή θεολογική επιχειρηματολογία, πείθει για ορισμένο χρονικό διάστημα και τον πατριάρχη Πύρρο Κωνσταντινουπόλεως[32], πως η έννοια του μονοθελητισμού είναι αιρετική απόκλιση. Πείθει δε αργότερα τον Πάπα Ρώμης, Μαρτίνο να συνέλθει Σύνοδος (Λατερανό, 649), που καταδικάζει τον μονοθελητισμό και αποκόπτει κοινωνία με τις εκκλησίες οι οποίες υποστηρίζουν την Έκθεση του Αυτοκράτορα Ηράκλειου. Κατά αυτή την περίοδο έχουμε δύο σημαντικές αλλαγές. Η πρώτη αφορά τα πλήθη των Ελλήνων τα οποία εγκαταστάθηκαν στη Δύση και ιδίως τη Ρώμη εξ αιτίας της επέλασης των Αράβων, με αποτέλεσμα ο παπικός θώκος να περιέλθει σε ελληνομαθείς επισκόπους[33] και η ανέλιξη του Κωνσταντος Β' στον βασιλικό θρόνο. Ο Κώνστας το 648 θα επιχειρήσει να επιβάλλει σε μια πρώτη προσπάθεια για ειρήνευση στο εσωτερικό της εκκλησίας το λεγόμενο Τύπο (που προσυπογράφηκε και από τον Σέργιο), με την έκδοση διατάγματος, που αποσκοπεί στην απαγόρευση της χρήσης των όρων ενεργείας και θελήσεως στο εν λόγο ζήτημα. Παράλληλα απαιτεί και την υποχρεωτική πίστη στον νέο όρο, πράγμα το οποίο όμως δεν επέφερε κάποιο αποτέλεσμα. Η μη συμμόρφωση του Πάπα Μαρτινου και του Μάξιμου επέφερε πλέον τις διώξεις τους και το μαρτύριο τους. Η σύλληψή του συνέβη το 653 όπου φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και η δίκη του διενεργήθηκε το 655, υπό την κατηγορία του εχθρού και εγκληματία του κράτους και του ανατροπέα της εκκλησιαστικής και πολιτειακής ειρήνης. Η δίκη του, όχι άδικα, θα χαρακτηριστεί ως φονική και θυελλώδης[34] και πρακτικά της διασώζονται μέχρι και σήμερα.
Μέσα από τη δίκη γίνεται φανερό πως η πολιτική δίωξη δεν αποτελούσε κάποιου είδους επίφαση. Αντίθετα οι υπερασπιστές της ενωτικής σύνθεσης με τους μονοφυσίτες και ιδίως οι κοσμικοί άρχοντες είχαν ιδιαίτερα ερεθιστεί από τη συμπεριφορά του και ιδίως από την πνευματική ανεξαρτησία και αδιάλλακτη άρνηση των αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Ο Μάξιμος αμετακίνητος κατηγορεί την πολιτεία για ανάμιξη στην εκκλησιαστική τάξη[35] με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε εξορία σε πρώτη φάση στη Βιζύη της Θράκης[36]. Οι διαβουλεύσεις όμως δεν έπαψαν. Η εκκλησιαστική ειρήνευση και η επιτυχία των αυτοκρατορικών επιδιώξεων είναι φανερό πλέον πως περνούσαν από τη συμφιλίωση και αλλαγή στάσης του. Έτσι οδηγείται το 656 ενώπιον επισκοπικού δικαστηρίου, χωρίς όμως να επιτευχθεί το θεμιτό αποτέλεσμα. Έτσι μετακινείται στο Ρήγιο όπου οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται. Ο ίδιος αμετακίνητος εξορίζεται ακόμα πιο μακριά στη Θράκη. Το 662 τον οδηγούν μαζί με τον μαθητή του Αναστάσιο σε σύνοδο επισκόπων στην Κων/πολη, όπου καταλήγει σε αιματηρό μαρτύριο για τον Μάξιμο, με αμφίβολη όμως την παραδοσιακή περιγραφή της αποκοπής του δεξιού του χεριού και της γλώσσας του και εξορίζεται στη Λαζική του Πόντου. Τελικώς υποκύπτει από τις κακουχίες στις 13 Αυγούστου το 662.
Το μαρτύριο του Μάξιμου προκάλεσε στη Βυζαντινή κοινωνία μεγάλη εντύπωση. Χαρακτηριστικές είναι οι ιστορίες της λαϊκής και εκκλησιαστικής παραδόσεως που μαρτυρούν το δέος για την προσωπικότητά του[37]. Οι ιστορίες αποτελούν δείγμα της επίδρασης που είχε αφήσει στον ορθόδοξο κόσμο[38]. Μετά την οριστική καταδίκη του μονοθελητισμού από την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο, όπου το έργο του υπήρξε θεμέλιο της απόφασης της συνόδου τιμήθηκε ως Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μάρτυρας, μεγάλος διδάσκαλος και κήρυκας των ορθών δογμάτων. Εκτιμήθηκε επίσης ως φιλόσοφος, μυστικός και ασκητής[39]. Τα βιβλία του μάλιστα αποτέλεσαν τα αγαπημένα αναγνώσματα λαϊκών και μοναχών.
Ο Μάξιμος το συγγραφικό του έργο το ξεκίνησε αργά, αλλά παρ'όλα αυτά αναδείχθηκε γόνιμος και πολυγραφότατος[40]. Το έργο του γενικώς είναι δυσνόητο και δυσανάγνωστο (το παρατηρεί και ο Μέγας Φώτιος), γεμάτο αλληγορίες και ρητορικά σχήματα, εμπεριέχοντας συχνά συμπυκνωμένη γνώση, η οποία απαιτεί μια εσωτερική πρόσβαση στο σύστημα και τον κόσμο του. Παράλληλα είναι μεθοδικός ως προς τη διαίρεση του, στοιχείο το οποίο καλύπτει μέρος της δυσκολίας της κατανοήσεως[40], υποδιαιρώντας το έργο του σε μικρά θέματα (κεφάλαια) και με τη μορφή προτροπών, μακρηγορώντας πολύ σπάνια και εξ ανάγκης[41]. Μέσα από τη εργογραφία του επίσης γίνεται φανερό πως προτιμά να εμβαθύνει παρά να πλατειάζει, εισερχόμενος στον πυρήνα του θέματος, με την πολύ γνωστή σε αυτόν διαλεκτική μέθοδο.
Ο ίδιος μέσω του έργου του χαρακτηρίζεται ως πολυμαθής και πολυμερής συγγραφέας, με βαθιά θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση[42], που καλύπτει όλους τους θεολογικούς κλάδους συλλέγοντας προσεκτικώς τις απόψεις της παράδοσης, διασαφηνίζοντας και διευκρινίζοντας πολλά ενδιαφέροντα και φλέγοντα ζητήματα[43]. Η θεολογία του μάλιστα, επηρέασε όσο κανενός άλλου τη μεταγενέστερη σκέψη και βυζαντινή φιλολογία[41]. Η παράδοση στην περίπτωση του ζωντανεύει δημιουργικά και βιωματικά, επηρεασμένη ιδιαίτερα από του Καππαδόκες και δη τον Γρηγόριο Νύσσης, αλλά και τον ασκητισμό του Ευαγρίου Ποντικού και Διονυσίου Αρεοπαγίτη (corpus). Στην ουσία ο ίδιος όμως κινείται στον δρόμο των Αλεξανδρινών πατέρων, γι αυτό και θεωρείται συνεχιστής τους[41].
Το έργο του Μάξιμου διαχωρίζεται σε έξι (6) κατηγορίες. α) ερμηνευτικά των γραφών, β) ερμηνευτικά των πατέρων, γ) δογματικά-αντιρρητικά, δ) επιστολές, ε) λειτουργιολογικά-πνευματικά, στ) μυστικά-ασκητικά[43][44]. Κυριότερα έργα του είναι οι απορίες, Ερωτήσεις και αποκρίσεις προς Θαλάσσιον, Πεύσεις και αποκρίσεις, η επιστολή προς Θεόπεμπτον σχολαστικόν, τέσσερις εκατοντάδες κεφάλαια περί αγάπης, ασκητικός λόγος, μυσταγωγία, το οποίο εκτιμάται σήμερα για τη φιλολογική και θεολογική του επιρροή στους μετέπειτα συγγραφείς και τα δογματικά και αντιρρητικά του έργα, τα οποία μας δίνουν πλήρη εικόνα της δογματικής του σκέψης και θεολογίας. Τέλος σε ότι αφορά το έργο του, υπάρχουν ακόμα ανέκδοτα έργα του[41], αλλά και πολλά συμπιλήματα ή ψευδεπίγραφα[45].
Η θεολογία του Μάξιμου χαρακτηρίζεται ως αποκαλυπτική, δηλαδή ως η θεολογία που εδράζει στη Θεία Αποκάλυψη και αποτελεί τη διδασκαλία στην οποία στηρίχτηκαν ήδη οι πρώτοι απολογητές μόλις κατά τον 2ο αιώνα και ιδίως αργότερα οι Καππαδόκες και Αλεξανδρινοί πατέρες[46]. Παράλληλα η θεολογική καινοτομία του έγκειται στην ερμηνεία της θεολογίας, υπό το διαρκές πρίσμα της Χριστολογίας. Γι αυτό και το μυστήριο της τριάδος στο σύστημα του Μάξιμου γνωρίζεται μέσω του Λόγου. Ο Θεός είναι τριάδα και συνάμα μονάδα. Τα πρόσωπα αποτελούν ετερότητες, αλλά αδιάσπαστα ενωμένες σε μία μονάδα, χωρίς καμία συγχώνευση ή μίξη. Ταυτόχρονα ενεργούν και επιθυμούν πάντοτε το ίδιο πράγμα. Ο Λόγος αυτός επίσης, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, είναι ο ίδιος Λόγος ο οποίος ενδημούσε στους Πατριάρχες και τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης[47], ο ίδιος Λόγος ο οποίος ενσαρκώθηκε για τη σωτηρία του κόσμου.
Ο κόσμος είναι μία αποκάλυψη που βασίζεται στη θέληση και τη σκέψη του Θεού, μία θέληση που αποτελεί στοιχείο της ίδιας της ύπαρξής Του[5]. Έτσι η αποκάλυψη γίνεται πάντοτε δια μέσου του Λόγου όπου κέντρο της και προαιώνια βουλή της είναι η ενσάρκωση, η οποία δεν αποτελεί απλώς μεταπτωτικό σχέδιο του Θεού, αλλά βρίσκεται πάντοτε στην προαιώνια βουλή του, ανεξάρτητα από το γεγονός αυτό. Η αποκάλυψη του κόσμου, δηλαδή η αποκάλυψη της δημιουργίας, είναι ο λόγος της ενσάρκωσης και όχι η πτώση των πρωτοπλάστων[48]. Ο Λόγος είχε εξ αρχής τον σκοπό να ενωθεί με τη σάρκα της ανθρωπότητας για να τη θεώσει[49]. Η θέωση αυτή πραγματοποιείται στην κτιστή πραγματικότητα, η οποία είναι ριζικά διάφορη από τον Θεό. Δεν είναι αιώνια, αλλά βρισκόταν στην προαιώνια βουλή Του, ως Λόγοι των όντων. Οι λόγοι αυτοί, τα παραδείγματα, τα πρότυπα, αποτελούν μια δυναμική πραγματικότητα, η οποία δεν αποτελεί απλώς την έννοια, το περίγραμμα, τον νόμο, αλλά κυρίως τη διαμορφούσα αρχή του ανθρώπου. Ο Άνθρωπος με τη σειρά του έχει κομβικό ρόλο μέσα στην κτίση. Είναι το κέντρο της δημιουργίας που περικλείει δυνητικά όλες τις θείες δυνατότητες και αποτελεί εικόνα του Λόγου. Είναι ένας μικρός κόσμος, μέσα στον κόσμο που καλείται να θεωθεί. Η υπόλοιπη κτιστή δημιουργία δημιουργήθηκε για χάρη του.
Ο Μάξιμος στη ζήτημα της θείας ουσίας είναι πιστός ακόλουθος της πατερικής θεολογίας, επηρεασμένος ιδιαίτερα από τον Ευάγριο και τον Αρεοπαγίτη. Η θεία ουσία είναι απρόσιτη στη γνωστική ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και ο ανθρώπινος νους είναι δυνατόν να έλθει σε γνώση του Θεού μόνο μέσω των ενεργειών Του[50], εισάγοντας τελικά την αποφατική θεώρηση της ουσίας του θεού. Η μόνη γνώση η οποία μπορεί να κατακτηθεί, πραγματοποιείται δια μέσου της έκστασης, η οποία είναι η υψηλότερη βαθμίδα της θεώσεως - η μυστική θεολογία. Ο φυσικός νους δηλαδή κατά τον Μάξιμο αδυνατεί να φτάσει στη θεολογία, γι' αυτό και απαιτείται η συνεργία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο ικανώνει τον νου να υπερβεί το φυσικό και να ενταχθεί σε μία νέα σφαίρα, που ανώτατη βαθμίδα της είναι η έκσταση και η όραση του θεού. Είναι μια κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και του ανθρώπου προς τον Θεό. Ο νους σε αυτή την περίσταση δε καταργείται και δεν αφανίζεται, αντίθετα, εξυψώνεται, διευρύνεται, μεταμορφώνεται[51]. Στο σημείο αυτό ανυψώνεται ο νους και η ύπαρξη εκτός της κτιστής σφαίρας και ανέρχεται στην όραση του Θεού, εγκαταλείποντας το εγώ. Εισέρχεται στο στάδιο της αγάπης[52] και οδηγείται στην τελική βαθμίδα της θεώσεως και της διαρκούς τελείωσης. Είναι η στιγμή που υπαρκτικά και δίχως την εξάλειψη της προσωπικής ύπαρξης ή εγκατάλειψης των χωροχρονικών και κτιστών δεδομένων, ο νους του Χριστού, εγκατοικεί όχι κατουσίαν, αλλά φωτίζοντας τον ανθρώπινο νου.
Στο σύστημα του Μάξιμου παρατηρούμε απαντήσεις σε πολλά λεπτά θεολογικά ζητήματα. Η ψυχή του ανθρώπου εν προκειμένω παραμένει κατά χάρη άφθαρτη, ενώ κατέχει ικανότητες παρόμοιες των αγγέλων στα πλαίσια της θεώσεως. Παράλληλη δημιουργείται τη στιγμή της συλλήψεως[53]. Ο άνθρωπος επίσης αποτελεί μία ενιαία οντότητα, πάρα τη διαφορότητα ψυχής και σώματος. Ο λόγος της διάσπασης είναι η αμαρτία. Στην Εδέμ οι πρωτόπλαστοι είχαν το ίδιο καθήκον με αυτό που ο άνθρωπος έχει και σήμερα. Τον σκοπό της τελείωσης. Αυτό το οποίο άλλαξε, είναι ότι χάθηκε η αρχική μακαριότητα μέσα στην οποία πλάστηκαν και πλέον η εκπλήρωση του σκοπού εκκινά από άλλη βάση. Γι αυτό τον σκοπό, ο Λόγος σαρκούται και η κάθοδος του είναι που οδηγεί στην ανύψωση του ανθρώπου και τελικά τη θέωση. Η Θεία Οικονομία είναι ανεξάρτητη από την ανθρώπινη ελευθερία, γι' αυτό και η σάρκωση δεν θα πρέπει να θεωρείται απλώς απολυτρωτικό έργο, καθώς μπορεί η ιστορία εξελίσσεται μέσα σε ένα πεπτοκώτα κόσμο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι σε αντίθετη περίπτωση δε θα σαρκωνόταν ο Λόγος. Η σάρκωση είναι το κεντρικό μυστήριο της πορείας της θεώσεως του ανθρώπου ανεξάρτητα από την ιστορική τροπή. Αυτό δεικνύει ότι η σάρκωση αποτελεί ένα μυστήριο πολύ βαθύτερο από το μυστήριο της λυτρώσεως[54].
Η σάρκωση του λόγου κατά τον Μάξιμο είναι το μυστήριο της προαιώνιας βουλής του Θεού και το σχέδιο εξαγιασμού της ανθρώπινης φύσης. Η ίδια αποβαίνει λύτρωση, μία λύτρωση που οφείλει το γεγονός της στην ολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι' αυτό ο Λόγος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση ακέραιη και αμόλυντη από τις συνέπειες της πτώσης. Λαμβάνει την ανθρώπινη φύση, όπως οι πρωτόπλαστοι και αυτό συμβαίνει ένεκα της θέλησης του και όχι της φυσικής αναγκαιότητας. Το θέλημα της φύσεως Του, κατά τον Μάξιμο, δε γνωρίζει διαφθορά και δεν αντιμάχεται ή περιβάλλεται από τα ανθρώπινα πάθη. Η θέληση της ανθρώπινης φύσεως του, είναι εναρμονισμένη με το Θείο θέλημα, γιατί η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε κατ εικόνα του Λόγου.
Εδώ ο Μάξιμος επιμένει, πως πρώτιστα η πτώση είναι διαφθορά της θελήσεως και πως η υποστατική ένωση διορθώνει τη θέληση[55]. Για τον σκοπό αυτό, ο Θεός Λόγος προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση η οποία είναι πλήρης και ακέραια[56], με το δικό της θέλημα και τη δική της ελευθερία, πράγμα που αποκλείει οποιαδήποτε σύγχυση, μίξη ή εξαφάνισή της. Ο άνθρωπος μετά την ενσάρκωση, οδηγείται δια της θεώσεως σε μία νέα ιδιαίτερη μορφή υπάρξεως. Η ύπαρξη αυτή, η κατ εικόνα και ομοίωση πλέον, κινείται στον δρόμο της ίδιας της ύπαρξης του δημιουργού, με αποτέλεσμα η ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Ιησού, να θέλει και να επιθυμεί την αχώριστη και εναρμονισμένη με τον Θεό κοινωνία και άρα να μιμείται την ίδια τη θεία ζωή[57]. Το θέλημα του Θεού, οι θείες δηλαδή ενέργειες διορθώνουν και διαμορφώνουν το θέλημα του ανθρώπου, δίχως αυτό να αίρει την ανθρώπινη ιδιαιτερότητα ή να εξαφανίζει την ανθρώπινη φύση σε όλες τις εκφράσεις της ή εκφάνσεις της.
Κατά τη μονοεργητική έριδα, οι μονοθελητές δέχονταν κατά βάση πως είναι δυνατό, εφόσον μιλάμε για ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό, να μιλάμε για μία θέληση και μια βούληση. Σε άλλη περίπτωση, κινδυνεύει σοβαρά η ενότητα του προσώπου. Ο Μάξιμος σε αυτό το σημείο εντοπίζει το πρόβλημα της θεολογικής σκέψης των μονοφυσιτών και παράλληλα την υποβόσκουσα παρεπόμενη θεολογική προοπτική. Αφενός μήπως όταν αναφέρουμε μία θέληση στο πρόσωπο του Χριστού εννοείται απορρόφηση της ανθρώπινης θέλησης και άρα και κατάργηση της φύσεως με έμμεσο τρόπο ή μήπως εννοείται μία σύνθετη, τρίτη θέληση, σύνθετη των δύο φύσεων. Σε ότι αφορά το δεύτερο στοιχείο το απορρίπτει άμεσα καθώς το όλο είναι αδύνατο να είναι ένα έτερο πράγμα από το συστατικό των φύσεων τους ή μία νέα πηγή θελήσεως, διάφορη από τις θελήσεις της φύσης που βρίσκονται στην υπόσταση του προσώπου. Εφόσον ο Λόγος προσλαμβάνει σάρκα, για τη μόνη θέληση που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε είναι θέληση του Θεού Λόγου, σύμφωνα με τον Μάξιμο. Σε αντίθετη περίπτωση θα οδηγούσε άμεσα στον δοκητικό μονοφυσιτισμό, ο οποίος κατά τη Χαλκηδόνα είχε απορριφθεί, καθώς απομειώνει τη σωτηρία της ανθρώπινης ύπαρξης, δια μέσου της ενώσεώς τους ή της φαινομενικής ύπαρξης της[58]. Η θέληση λοιπόν είναι αξίωμα των λογικών όντων που δύνανται να την ασκήσουν ξεπερνώντας το φυσικό θέλημα το οποίο υποκύπτουν τα μη λογικά όντα.
Ο προβληματισμός πλέον που αναπτύχθηκε ήταν στο κατά πόσο η φύση είναι πραγματικά ελεύθερη και ουδόλως αναγκάζεται από τη φυσική αναγκαιότητα. Ο Μάξιμος εδώ στρέφει προς τα αλλού το ζήτημα και συνεχίζει με μεγαλύτερη πληρότητα την αλεξανδρινή θεολογία των Αθανασίου και Κυρίλλου. Αναρωτιέται αρχικά αν η θεϊκή φύση γνωρίζει αναγκαιότητα (μήπως αυτή η φύση τον αναγκάζει να είναι αγαθός;), απαντώντας πως στα όντα η φύση προσδιορίζει τους στόχους και τα έργα της ελευθερίας, αλλά δε τα προσδιορίζει. Η επιλογή και η ελευθερία είναι δείγμα της θέλησης. Έτσι διαχωρίζει φυσική θέληση και γνώμη[59].
Στη σκέψη του Μάξιμου, σχετικά με τη σχέση Θεού - κόσμου - ανθρώπου, υπάρχει πάντοτε η ριζική διαφορά άκτιστου και κτιστού, δηλαδή δημιουργού και δημιουργημάτων. Ο Θεός ως προς την ουσία του, αλλά και τη βούληση και θέλησή είναι παντελώς διάφορος ως προς την ουσία με τα δημιουργήματά Του και άκτιστος. Τόσο η βούληση δηλαδή, όσο και η ενέργεια ανήκουν στην κατηγορία των αυθύπαρκτων και άχρονων δεδομένων. Οτιδήποτε άλλο είναι δημιούργημα, άρα κτιστό και υπόκειται στον νόμο της φθοράς και της τρεπτότητας[60]. Ο άνθρωπος ως λογικό δημιούργημα, όμως, δημιουργήθηκε ως εικόνα του Λόγου. Ελεύθερος και αυτεξούσιος. Αυτεξούσιος σημαίνει πως έχει θέληση και η θέληση αυτή είναι τρεπτή με αποτέλεσμα να τον οδηγήσει στην πτώση. Έτσι η αμαρτία κατά τον Μάξιμο είναι κατεξοχήν διαστροφή και εσφαλμένη θέληση. Το κακό είναι απομάκρυνση από τον Θεό (Ων) και αποτελεί στροφή προς την ανυπαρξία (μη Ων). Έτσι και το πάθος είναι αρρώστια της θέλησης, απώλεια και περιορισμός της ελευθερίας, ανικανότητα του λογικού να ελέγχει τις δυνάμεις της ψυχής και τελικά υποταγή στις ζωώδεις και στοιχειώδεις δυνάμεις της φύσης του. Ο άνθρωπος περνά στην άγνοια και μέσω αυτής στη λήθη του θεού. Αλλά η ελευθερία αυτή δεν εξαφανίζεται, απλά ατονεί γι' αυτό και υπάρχει πάντοτε η δύναμη της βούλησης να επιστρέψει.
Τρεις είναι οι πυλώνες και οι πόλοι της αμαρτίας κατά τον Μάξιμο. Υπερηφάνεια, μίσος και άγνοια, τέρψη και δόξα, αντίστοιχα[61]. Παράλληλα ο δαιμονικός κόσμος ο οποίος προσπαθεί να δελεάσει τις ψυχές και να τις αποκοιμίσει, ενχωρεί στην ψυχή εικόνες αισθησιακές προς επίτευξη των στόχων του. Αλλά η νίκη ανήκει στη βούληση του ανθρώπου και τη δική του εκλογή. Κατά τη δοκιμασία αυτή ο άνθρωπος πρέπει να οργανώσει τη ψυχή του. Θα πρέπει πρώτα δια της άσκησης να εκριζώσει και μεταμορφώσει τα πάθη του έτσι ώστε να επέλθει η κάθαρση, που είναι το πρώτο στάδιο της θέωσης. Έτσι ο νους γίνεται ηγεμονικός, υπερνικά τις κατώτερες αισθήσεις, εγκρατεύει από τη φιληδονία και την επιθυμία. Άλλοτε οφείλει να υπερνικά και το ακούσιο πάθος, το οποίο συμβαίνει κατά την αποκοπή των παθών. Η θλίψη δηλαδή που επακολουθεί κατά τη μη τέλεση των παθών αυτών.
Η θεολογία της μελλούσης ζωής για τον Μάξιμο ακολουθεί τη θεολογία του Γρηγορίου Νύσσης και μέσω αυτού του Ωριγένη. Οι προϋποθέσεις του βέβαια, και ιδίως το δόγμα των δύο θελήσεων, τον οδηγεί συχνά μακριά από τον δρόμο τους. Ο Θεός κατά Μάξιμο εν πρώτοις θα αποκαταστήσει τη φύση όλων των ανθρώπων. Αλλά αυτή η ανακαίνιση, δε σημαίνει παράλληλα ότι η θέληση θα μεταλλαχτεί ή θα βιασθεί. Η ατομική θέληση και ελευθερία του εκάστου προσώπου δεν γίνεται να παραβιαστεί και να μεταλλαχτεί κι' αυτό το γνωρίζουμε, διότι το να αναγνωρίζεις το καλό δε σημαίνει απαραίτητα πως το πράττεις. Ο Λόγος την ημέρα της κρίσεως θα αποτελέσει διαφωτιστικό πυρ, ενώ για τους ασεβείς καίουσα φλόγα. Ο Θεός θα αγκαλιάσει όλη τη δημιουργία, όλη την ανθρωπότητα τόσο το καλό όσο και το κακό. Αλλά το μέτρο της μετοχής θα εξαρτηθεί από τον βαθμό της δοκιμασίας καθενός. Εδώ παρατηρούμε πως ο Μάξιμος μιλάει για δύο ενώσεις. Την ένωση κατά χάρη, που αφορά τους πάντες και τη θέωση κατά χάρη που αφορά τους δικαίους. Όσοι δε βρεθούν μέσα στη ζωοποιητική χάρη του θεού, δεν είναι επειδή ο Θεός επιθυμεί κάτι τέτοιο, αλλά επειδή οι ίδιοι δε θα επιθυμήσουν τη σωτηρία αυτή. Ο Θεός θα αποκαταστήσει τη φύση τους, ίσως δε και τις ψυχικές τους δυνάμεις, σε σημείο να αναγνωρίζουν τον Θεό ή ακόμα και να απωλέσουν τη μνήμη της αμαρτίας τους. Αλλά αυτοί, οι οποίοι έζησαν με επιθυμίες μακριά από την πραγματική τους φύση και άρα του θεραπευμένου θελήματος, εκείνη την ημέρα θα βασανίζονται γιατί ανέβαλαν τη μετάνοιά τους, θα βασανίζονται από τη συνείδηση της παράλογου οδού που πήραν. Αυτό, διότι η μακαριότητα αυτή αποτελεί μία ελεύθερη πλήρη εναρμόνιση του θελήματος του ανθρώπου, με το θείο θέλημα, μέσα από τη μεταμόρφωση και τον φωτισμό της ίδια της θελήσεως [62].
Η εκκλησία σύμφωνα με τον Μάξιμο αποτελεί το μέσο γνωριμίας και συνειδητής μετοχής των λογικών όντων στην ύπαρξη του[63]. Γι' αυτό και κατά τον Μάξιμο ταυτόχρονα με τη δημιουργία, ο Θεός χτίζει και την εκκλησία που αποτελεί και δική Του εικόνα. Η κτίση δηλαδή, νοερή και ορατή αποτελεί την εκκλησία, που είναι η συνεκτική δύναμη των πάντων. Ως εικόνα του Θεού, ιδιότητές της είναι η ενότητα, η λογικότητα, η κινητικότητα, η κοινωνικότητα. Το σύμπαν ολόκληρο, αισθητό και νοητό αποτελεί ένα οργανισμό με ολότητα, όπου καρδία του είναι η εκκλησία, εξ αιτίας των ιδιοτήτων αυτών.
Ο Μάξιμος, για να περιγράψει την εκκλησία χρησιμοποιεί αρκετούς παραλληλισμούς. Δεν αποτελεί για τον Μάξιμο η εκκλησία κάτι το στατικό, το ταυτισμένο ή το απομονωμένο σε δεδομένα κλειστά περιγράμματα[64]. Γι' αυτό η εκκλησία μπορεί να είναι εικόνα τόσο του Θεού, όσο και του σύμπαντος κόσμου, του ίδιου του αισθητού κόσμου, αλλά και του ανθρώπου ή μόνο της ψυχής του. Η εκκλησία παράλληλα ως ψυχή έχει το ιερατείο, νου το ιερό θυσιαστήριο και σώμα τον ναό, στοιχεία τα οποία βρίσκονται σε μία άρρηκτη ενότητα[65]. Η ενότητα αυτή δεν καταργεί τη διάκριση, αλλά και η διάκριση, στα πλαίσια κλήρου και λαού δε νοείται ως μία σχέση ανωτερότητας και κατωτερότητας ή κυριαρχικότητας[66], αλλά διαφοροποίησης της οργανικής ενότητας που είναι ο κόσμος[67].
Η εκκλησία σύμφωνα με τον Μάξιμο αποτελεί ένα μυστήριο μέσα στη φυσική και ιστορική πραγματικότητα το οποίο ως σκοπό έχει να επιτελέσει μια συγκεκριμένη αποστολή. Αφενός τη βαθμιαία εξαφάνιση του κακού μέσα στον κόσμο και αφετέρου την τελείωση των λογικών και νοερών όντων. Σκοπός δηλαδή είναι η κοινωνία των όντων με τον Θεό, δια μέσου της συμφιλίωσης και της συνάντησης κτιστής δημιουργίας και του Θεού-δημιουργού[68]. Η ίδια όμως ως ιστορική έκφανση παρομοιάζεται ως μία πόλη. Μία πόλη, όπου ο άνθρωπος καλείται σε μία πορεία η οποία διέρχεται από τα στάδια της αρετής, της γνώσης και τελικά της μυστικής θεολογίας. Η θεραπεία είναι το μέσο ανάβασης, και τα μυστήρια το φάρμακο και ελιξήριο της ζωής αυτής.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, την επομβρία, ρείθρα έβλυσας, την Εκκλησία, υπερκοσμίων δογμάτων πανεύφημε, θεολόγων δε του Λόγου την κένωσιν, ομολογίας αγώσι διέλαμψας. Πάτερ Μάξιμε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθσι ημίν το μέγα έλεος.
Το δεξί χέρι του Αγίου Μάξιμου φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου Αγίου Όρους.[69]