Μάχη της Μιλβίας Γέφυρας | |||
---|---|---|---|
Εμφύλιοι πόλεμοι της Τετραρχίας | |||
Σχέδιο του Λε Μπρυν για τη μάχη στη Μιλβία Γέφυρα. | |||
Χρονολογία | 28 Οκτωβρίου 312 | ||
Τόπος | Γέφυρα Μίλβια, Ρώμη | ||
Έκβαση | Νίκη του Κωνσταντίνου | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η Μάχη της Γέφυρας Μιλβίας έλαβε χώρα μεταξύ των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Α΄ και Μαξεντίου στις 28 Οκτωβρίου 312. Πήρε το όνομά της από τη Μιλβία γέφυρα, μία σημαντική διαδρομή επάνω από τον Τίβερη. Ο Κωνσταντίνος κέρδισε τη μάχη και ξεκίνησε την πορεία, που τον οδήγησε να τερματίσει την Τετραρχία και να γίνει ο μοναδικός κυρίαρχος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μαξέντιος πνίγηκε στον Τίβερη κατά τη διάρκεια της μάχης. Το σώμα του αργότερα ανασύρθηκε από το ποτάμι και αποκεφαλίστηκε· το κεφάλι του παρήλασε στους δρόμους της Ρώμης την επόμενη ημέρα της μάχης, και μετά επιδείχθηκε στην Αφρική.[2]
Σύμφωνα με χρονικογράφους όπως ο Ευσέβιος Καισαρείας και ο Λακτάντιος, η μάχη σηματοδότησε την αρχή της μεταστροφής του Κωνσταντίνου στον Χριστιανισμό. Ο Ευσέβιος Καισαρείας αφηγείται ότι ο Κωνσταντίνος και οι στρατιώτες του είχαν ένα όραμα, που έστειλε ο Θεός των Χριστιανών. Αυτό ερμηνεύτηκε ως υπόσχεση νίκης, αρκεί το σημάδι ΧΡ, τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος του Χριστού, να ήταν ζωγραφισμένο στις ασπίδες των στρατιωτών. Η Αψίδα του Κωνσταντίνου που ανεγέρθηκε για τον εορτασμό της νίκης, αποδίδει σίγουρα την επιτυχία του Κωνσταντίνου σε θεϊκή παρέμβαση. Ωστόσο το μνημείο δεν εμφανίζει φανερά χριστιανικό συμβολισμό.
Οι υποκείμενες αιτίες της μάχης ήταν οι αντιπαλότητες, εγγενείς στην Τετραρχία του Διοκλητιανού. Αφού ο Διοκλητιανός παραιτήθηκε την 1η Μαΐου 305, οι διάδοχοί του άρχισαν να αγωνίζονται για τον έλεγχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σχεδόν αμέσως. Αν και ο Κωνσταντίνος ήταν γιος του Αυτοκράτορα στη Δύση Κωνστάντιου Α΄, ο θεσμός της Τετραχίας δεν προέβλεπε απαραίτητα κληρονομική διαδοχή. Όταν ο Κωνστάντιος Α΄ πέθανε στις 25 Ιουλίου 306, τα στρατεύματα τού πατέρα του ανακήρυξαν τον Κωνσταντίνο ως Αύγουστο στο Eboracum (Υόρκη). Όμως στη Ρώμη, ευνούμενος (διάδοχος) ήταν ο Mαξέντιος, ο γιος τού πρώην Αυτοκράτορα στη Δύση (όταν ο Κωνστάντιος Α΄ ήταν Καίσαρας), τού Μαξιμιανού, ο οποίος κατέλαβε τον τίτλο του Αυτοκράτορα στις 28 Οκτωβρίου 306. Ο ισχυρισμός του Κωνσταντίνου Α΄ αναγνωρίστηκε από τον Γαλέριο, Αυτοκράτορα στην Ανατολή, ενώ ο Μαξέντιος αντιμετωπίστηκε ως σφετεριστής. Ο Γαλέριος ωστόσο, είχε αναγνωρίσει τον Κωνσταντίνο ότι κατέχει μόνο τη μικρότερη αυτοκρατορική τάξη του Καίσαρα. Ο Γαλέριος διέταξε τον Καίσαρα Β. Σεβήρο, να υποτάξει τον Μαξέντιο στις αρχές του 307. Μόλις ο Σεβήρος έφτασε στην Ιταλία ωστόσο, ο στρατός του αυτομόλησε στον Μαξέντιο. Ο Σεβήρος συνελήφθη, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε. Ο ίδιος ο Γαλέριος βάδισε στη Ρώμη το φθινόπωρο, αλλά απέτυχε να πάρει την πόλη.[3] Ο Κωνσταντίνος απέφυγε τη σύγκρουση τόσο με τον Μαξέντιο, όσο και με τον Αυτοκράτορα και τον Καίσαρα στην Ανατολή για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου.[4]
Μέχρι το 312, ωστόσο, ο Κωνσταντίνος και ο Μαξέντιος είχαν εμπλακεί σε ανοιχτή εχθρότητα μεταξύ τους, αν και ήταν κουνιάδοι μέσω τού γάμου τού Κωνσταντίνου με τη Φαύστα, αδελφή του Μαξέντιου: την άνοιξη του 312 ο Κωνσταντίνος συγκέντρωσε στρατό 40.000 στρατιωτών και αποφάσισε να εκδιώξει ο ίδιος τον Μαξέντιο.[5] Εύκολα κατέκτησε τη βόρεια Ιταλία, κερδίζοντας δύο μεγάλες μάχες: την πρώτη κοντά στο Τορίνο, τη δεύτερη στη Βερόνα, όπου σκοτώθηκε ο Έπαρχος του Πραιτωρίου Ρουρίκιος Πομπηιανός, ο ανώτερος στρατηγός του Μαξεντίου.[6]
Είναι κοινώς κατανοητό ότι το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου με τους στρατούς να προετοιμάζονται για μάχη, ο Κωνσταντίνος είχε ένα όραμα, που τον οδήγησε να πολεμήσει υπό την προστασία του Θεού των Χριστιανών. Ορισμένες λεπτομέρειες αυτού του οράματος, ωστόσο, διαφέρουν μεταξύ των πηγών που το αναφέρουν.
Ο Λακτάντιος αναφέρει ότι τη νύχτα πριν από τη μάχη, ο Κωνσταντίνος έλαβε εντολή σε όνειρο να «σχεδιάσει το ουράνιο έμβλημα στις ασπίδες των στρατιωτών του» (Περί θανάτων των διωκτών 44.5). Ακολούθησε τις εντολές τού ονείρου του και χάραξε τις ασπίδες με ένα έμβλημα «που δήλωνε τον Χριστό». Ο Λακτάντιος περιγράφει αυτό το έμβλημα ως «σταυρογράφημα», έναν σταυρό με το επάνω άκρο του στρογγυλεμένο με τρόπο που να μοιάζει με P. Δεν υπάρχουν βέβαιες αποδείξεις ότι ο Κωνσταντίνος χρησιμοποίησε ποτέ αυτό το σημάδι, σε αντίθεση με το πιο γνωστό έμβλημα ΧΡ που περιγράφει ο Ευσέβιος.[7]
Από τον Ευσέβιο σώζονται δύο μαρτυρίες για τη μάχη. Η πρώτη, πιο σύντομη, στην Εκκλησιαστική Ιστορία, προωθεί την πεποίθηση ότι ο Χριστιανικός Θεός βοήθησε τον Κωνσταντίνο, αλλά δεν αναφέρει κάποιο όραμα. Στον μετέπειτα Βίο του Κωνσταντίνου, ο Ευσέβιος δίνει μία λεπτομερή περιγραφή ενός οράματος και τονίζει ότι είχε ακούσει την ιστορία από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, ο Κωνσταντίνος Α΄ με τον στρατό του βάδιζε (ο Ευσέβιος δεν προσδιορίζει την πραγματική τοποθεσία του γεγονότος, αλλά σαφώς δεν είναι στο στρατόπεδο της Ρώμης), όταν κοίταξε προς τον ήλιο και είδε από επάνω του έναν σταυρό φωτός και μαζί τις ελληνικές λέξεις «Ἐν Τούτῳ Νίκα», που συνήθως μεταφράζεται στα λατινικά ως in hoc signo vinces. Η κυριολεκτική σημασία της φράσης στα ελληνικά είναι "με αυτό το (σημάδι), κατάκτησε" ενώ στα λατινικά είναι "με αυτό το σημάδι, θα κατακτήσεις". Μία πιο ακριβής μετάφραση θα ήταν «μέσω αυτού του σημαδιού [θα] κατακτήσεις». Στην αρχή δεν ήταν σίγουρος για το νόημα της εμφάνισης, αλλά την επόμενη νύχτα είδε ένα όνειρο, στο οποίο ο Χριστός του εξήγησε ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει το σημάδι εναντίον των εχθρών του. Ο Ευσέβιος συνεχίζει στη συνέχεια να περιγράφει το λάβαρον (labarum), το στρατιωτικό διακριτικό που χρησιμοποίησε ο Κωνσταντίνος στους μεταγενέστερους πολέμους του εναντίον τού Λικινίου, δείχνοντας το σύμβολο ΧΡ.[8]
Οι αφηγήσεις των δύο σύγχρονων συγγραφέων, αν και όχι απόλυτα συνεπείς, έχουν συγχωνευθεί σε μία δημοφιλή αντίληψη, ότι ο Κωνσταντίνος είδε το έμβλημα ΧΡ το βράδυ πριν από τη μάχη. Και οι δύο συγγραφείς συμφωνούν ότι το σημάδι δεν ήταν ευρέως κατανοητό, για να υποδηλώσει τον Χριστό (αν και μεταξύ των Χριστιανών, χρησιμοποιήθηκε ήδη στις κατακόμβες μαζί με άλλα ειδικά σύμβολα για τη σήμανση και τη διακόσμηση των χριστιανικών τάφων). Η πρώτη αυτοκρατορική εμφάνισή του είναι σε ασημένιο νόμισμα Κωνσταντίνου του π. 317, που αποδεικνύει ότι ο Κωνσταντίνος Α΄ χρησιμοποίησε το έμβλημα εκείνη την εποχή, αν και όχι πολύ εμφανώς.[9] Έκανε πιο εκτεταμένη χρήση του ΧΡ και του λαβάρου αργότερα, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης με τον Λικίνιο.
Μερικοί [10] εξέτασαν το όραμα ως ένα ηλιακό φαινόμενο (π.χ. ως το ηλιακό φωτοστέφανο που ονομάζεται παρήλιο), το οποίο μπορεί να προηγήθηκε των χριστιανικών πεποιθήσεων, που εκφράστηκαν αργότερα από τον Κωνσταντίνο Α΄. Νομίσματα του Κωνσταντίνου Α΄ που τον απεικονίζουν ως σύντροφο μίας ηλιακής θεότητας κόπηκαν μέχρι το 313, το έτος που ακολούθησε τη μάχη. Η ηλιακή θεότητα του Ανικήτου Ηλίου (Sol Invictus) απεικονίζεται συχνά με μία άλω (nimbus, φωτοστέφανο). Διάφοροι αυτοκράτορες απεικόνισαν τον Ανίκητο Ήλιο στα επίσημα νομίσματά τους, με ένα ευρύ φάσμα επιγραφών. Μερικοί ενσωμάτωσαν το επίθετο invictus, όπως στην επιγραφή SOLI INVICTO COMITI, που αναφέρει τον Αυτοκράτορα ως σύντροφο (ακόλουθο) του Ανικήτου Ηλίου, επιγραφή που χρησιμοποιήθηκε με ιδιαίτερη συχνότητα από τον Κωνσταντίνο.[11] Το επίσημο νόμισμα του Κωνσταντίνου συνεχίζει να φέρει εικόνες του Ηλίου μέχρι το 325/6. Ένας σόλιδος του Κωνσταντίνου καθώς και ένα χρυσό μετάλλιο της βασιλείας του απεικονίζουν τον αυτοκράτορα σε κατατομή (προφίλ) με τον Sol Invictus, με την επιγραφή INVICTUS CONSTANTINUS.[12] Οι επίσημες λατρείες του Ανικήτου Ηλίου και του Ανικήτου Ηλίου Mίθρα ήταν δημοφιλείς μεταξύ των στρατιωτών του Ρωμαϊκού Στρατού. Αγαλματίδια του Ανικήτου Ηλίου, που μεταφέρονται από τους σημαιοφόρους, εμφανίζονται σε τρία σημεία σε ανάγλυφα στην Αψίδα του Κωνσταντίνου. Η θριαμβευτική αψίδα του Κωνσταντίνου Α΄ τοποθετήθηκε προσεκτικά, για να ευθυγραμμιστεί με το κολοσσιαίο άγαλμα του Ηλίου δίπλα στο Κολοσσαίο, έτσι ώστε ο Ήλιος να αποτελεί το κυρίαρχο σκηνικό, όταν φαίνεται από την κατεύθυνση της κύριας εισόδου της αψίδας.[13]
Ο Κωνσταντίνος έφτασε στη Ρώμη στα τέλη Οκτωβρίου 312 πλησιάζοντας κατά μήκος της Φλαμινίας Οδού. Κατασκήνωσε στην τοποθεσία Malborghetto κοντά στην Πρίμα Πόρτα (Prima Porta), όπου σώζονται ακόμη λείψανα ενός μνημείου του Κωνσταντίνου, της Αψίδας του Malborghetto, σε ανάμνηση του εκεί συμβάντος.
Αναμενόταν ότι ο Μαξέντιος θα παρέμενε στη Ρώμη και θα άντεχε σε μία πολιορκία. Είχε εφαρμόσει με επιτυχία αυτή τη στρατηγική δύο φορές στο παρελθόν, κατά τις εισβολές του Σεβήρου και του Γαλερίου. Πράγματι ο Μαξέντιος είχε οργανώσει την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων στην πόλη, προετοιμάζοντας μία τέτοια εξέλιξη. Παραδόξως αποφάσισε διαφορετικά, επιλέγοντας να συναντήσει τον Κωνσταντίνο σε ανοιχτή μάχη. Αρχαίες πηγές που σχολιάζουν αυτά τα γεγονότα, αποδίδουν αυτή την απόφαση είτε σε θεϊκή παρέμβαση (π.χ. Λακτάντιος, Ευσέβιος) ή δεισιδαιμονία (π.χ. Ζώσιμος). Σημειώνουν επίσης ότι η ημέρα της μάχης ήταν ίδια με την ημέρα της ανάρρησής του (28 Οκτωβρίου), που γενικά θεωρούνταν καλός οιωνός. Επιπλέον ο Μαξέντιος αναφέρεται ότι συμβουλεύτηκε τα προφητικά Σιβυλλικά Βιβλία, τα οποία ανέφεραν ότι «στις 28 Οκτωβρίου ένας εχθρός των Ρωμαίων θα χανόταν». Ο Μαξέντιος ερμήνευσε αυτή την προφητεία ως ευνοϊκή για τον εαυτό του.[14] Ο Λακτάντιος αναφέρει επίσης ότι ο λαός υποστήριξε τον Κωνσταντίνο με επευφημίες κατά τη διάρκεια των Ιπποδρομικών αγώνων.[15]
Ο Μαξέντιος επέλεξε να σταθεί μπροστά από τη Μιλβία γέφυρα, μία πέτρινη γέφυρα στη Φλαμινία Οδό επάνω από τον ποταμό Τίβερη στη Ρώμη (η γέφυρα βρίσκεται σήμερα στην ίδια τοποθεσία, κάπως ανακαινισμένη, και ονομάζεται στα ιταλικά Ponte Milvio ή μερικές φορές Ponte Molle, "μαλακή γέφυρα"). Η διατήρησή της ήταν ζωτικής σημασίας, εάν ο Μαξέντιος επρόκειτο να κρατήσει τον αντίπαλό του έξω από τη Ρώμη, καθώς η Σύγκλητος σίγουρα θα ευνοούσε όποιον κατείχε την πόλη. Καθώς ο Μαξέντιος είχε πιθανώς εν μέρει καταστρέψει τη γέφυρα κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών του για πολιορκία, κατασκεύασε μία ξύλινη ή πλωτή γέφυρα, για να περάσει ο στρατός του πέρα από το ποτάμι. Οι πηγές ποικίλλουν ως προς τη φύση της γέφυρας, που ήταν κεντρική για τα γεγονότα της μάχης. Ο Ζώσιμος αναφέρει αόριστα, ότι ήταν κατασκευασμένη σε δύο τμήματα, που συνδέοντο με σιδερένια δεσίματα, ενώ άλλοι περιγράφουν ότι ήταν πλωτή γέφυρα. Οι πηγές είναι επίσης ασαφείς, εάν η γέφυρα κατασκευάστηκε σκόπιμα να καταρρεύσει ως παγίδα για τις δυνάμεις του Κωνσταντίνου ή όχι.[16]
Την επόμενη ημέρα οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν και ο Κωνσταντίνος κέρδισε μία αποφασιστική νίκη. Η παράταξη του Μαξέντιου μπορεί να ήταν λανθασμένη, καθώς τα στρατεύματά του φαίνεται να είχαν παραταχθεί με τον ποταμό Τίβερη πολύ κοντά στο πίσω μέρος τους, δίνοντάς τους λίγο χώρο για να μπορέσουν να ανασυγκροτηθούν, σε περίπτωση που οι σχηματισμοί τους αναγκαστούν να υποχωρήσουν.[17] Ήδη γνωστός ως επιδέξιος στρατηγός, ο Κωνσταντίνος επιτέθηκε πρώτα με το ιππικό του στο ιππικό τού Μαξέντιου και το διέρρηξε. Στη συνέχεια προχώρησε το πεζικό του Κωνσταντίνου [18]. Τα περισσότερα από τα στρατεύματα του Μαξέντιου πολέμησαν καλά, αλλά άρχισαν να απωθούνται προς τον Τίβερη. Ο Μαξέντιος αποφάσισε τότε να διατάξει μία υποχώρηση, σκοπεύοντας να κάνει άλλη μία στάση στην ίδια τη Ρώμη. Ωστόσο υπήρχε μόνο μία οδός διαφυγής, αυτή μέσω της γέφυρας. Οι άνδρες του Κωνσταντίνου προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στον στρατό, που υποχωρούσε.[19] Τέλος η προσωρινή γέφυρα (που είχε στηθεί δίπλα στη Μιλβία γέφυρα), επάνω από την οποία διέφευγαν πολλά από τα στρατεύματα του Μαξέντιου, κατέρρευσε και όσοι είχαν αποκλειστεί στη βόρεια όχθη του Τίβερη, είτε αιχμαλωτίστηκαν, είτε σκοτώθηκαν. Η Πραιτωριανή φρουρά του Μαξέντιου, η οποία τον είχε αρχικά ανακηρύξει αυτοκράτορα, φαίνεται να είχε μία πεισματική αντίσταση στη βόρεια όχθη του ποταμού· «ως έκφραση συγγνώμης τους, κάλυψαν με τα σώματά τους το μέρος που είχαν επιλέξει για μάχη».[20]
Ο Μαξέντιος ήταν μεταξύ των νεκρών: πνίγηκε στο ποτάμι προσπαθώντας να το διασχίσει κολυμπώντας, σε μία προσπάθεια να ξεφύγει ή, εναλλακτικά, περιγράφεται ότι το άλογό του τον πέταξε στο ποτάμι.[21] Ο Λακτάντιος περιγράφει το τέλος του Μαξέντιου με τον εξής τρόπο: «Η γέφυρα στο πίσω μέρος του κατέρρευσε. Βλέποντας αυτό η μάχη έγινε πιο θερμή. Το χέρι του Κυρίου επικράτησε και οι δυνάμεις του Μαξέντιου κατατροπώθηκαν. Έφυγε προς τη σπασμένη γέφυρα, αλλά το πλήθος που τον πίεζε, τον οδήγησε με τα πόδια στον Τίβερη» [22]
Ο Κωνσταντίνος μπήκε στη Ρώμη στις 29 Οκτωβρίου.[23] Οργάνωσε μία μεγαλειώδη τελετή άφιξης στην πόλη (adventus) και συνάντησε λαϊκή αγαλλίαση.[24] Το σώμα του Μαξέντιου περισυνελέγη από τον Τίβερη και αποκεφαλίστηκε. Το κεφάλι του πέρασε στους δρόμους για να το δουν όλοι.[23] Μετά τις τελετές, το κεφάλι του Μαξέντιου στάλθηκε στην Καρχηδόνα ως απόδειξη της πτώσης του, έτσι η Αφρική δεν πρόβαλε άλλη αντίσταση. Η μάχη αυτή έδωσε στον Κωνσταντίνο τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο του Δυτικού μισού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι περιγραφές της εισόδου του Κωνσταντίνου στη Ρώμη παραλείπουν να αναφέρουν ότι τελείωσε την πομπή του στον ναό του Καπιτωλίου Δία, όπου συνήθως προσφερόταν θυσία. Αν και χρησιμοποιείται συχνά για να δείξει τις χριστιανικές ευαισθησίες του Κωνσταντίνου, αυτή η αποσιώπηση δεν μπορεί να εκληφθεί ως απόδειξη, ότι ο Κωνσταντίνος ήταν Χριστιανός σε αυτό το σημείο.[25] Επέλεξε να τιμήσει τη Συγκλητική Curia με μία επίσκεψη,[26] όπου υποσχέθηκε να αποκαταστήσει τα παλαιά της προνόμια και να της δώσει έναν ασφαλή ρόλο στη μεταρρυθμισμένη κυβέρνησή του· δεν θα υπήρχε εκδίκηση εναντίον των υποστηρικτών τού Μαξέντιου.[26] Ο Μαξέντιος καταδικάστηκε σε καταδίκη της μνήμης του (damnatio memoriae), όλη η νομοθεσία του ακυρώθηκε και ο Κωνσταντίνος σφετερίστηκε όλα τα σημαντικά οικοδομικά έργα τού Μαξέντιου στη Ρώμη, όπως τον ναό του Ρωμύλου και τη Βασιλική του Μαξεντίου. Οι ισχυρότεροι υποστηρικτές του Μαξέντιου στον στρατό εξουδετερώθηκαν, όταν διαλύθηκε η Πραιτοριανή Φρουρά και η Προσωπικοί Ιππείς (Equites Singulares).[26] Ο Κωνσταντίνος πιστεύεται ότι αντικατέστησε αυτές τις αυτοκρατορικές φρουρές με μία σειρά από μονάδες ιππικού, που ονομάζονται Παλατινές Σχολές (Scholae Palatinae).
Ο Paul K. Davis γράφει ότι «Η νίκη τού Κωνσταντίνου τού έδωσε τον απόλυτο έλεγχο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανοίγοντας τον δρόμο για να γίνει ο Χριστιανισμός η κυρίαρχη θρησκεία για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τελικά για την Ευρώπη».[27] Το επόμενο έτος, 313, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος εξέδωσαν το Διάταγμα των Μεδιολάνων, το οποίο έκανε τον Χριστιανισμό επίσημα αναγνωρισμένη και έτσι ανεκτή θρησκεία στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Οι πιο σημαντικές αρχαίες πηγές για τη μάχη είναι ο Λακτάντιος, De mortibus persecutorum 44; o Ευσέβιος της Καισαρείας, Ecclesiastical History ix, 9 and Life of Constantine i, 28–31 (το όραμα) και i, 38 (η πραγματική μάχη), o Ζώσιμος ii, 15–16; και το Panegyrici Latini του 313 (ανώνυμο) και του 321 (από τον Nazarius).