Η μάχη του Βαθέος Ρύακος διεξήχθη το 872 ή 878 μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των Παυλικιανών. Οι Παυλικιανοί ήταν μία Χριστιανική αίρεση που -διωκόμενη από το Ρωμαϊκό κράτος- είχε ιδρύσει ένα ξεχωριστό πριγκιπάτο στην Τεφρική στα ανατολικά σύνορα της Ρωμανίας και συνεργάστηκε με τα μουσουλμανικά εμιράτα του thughur, δηλ. των συνόρων του χαλιφάτου των Αββασιδών, ενάντια στην Αυτοκρατορία. Η μάχη ήταν μία αποφασιστική Ρωμαϊκή νίκη, που είχε ως αποτέλεσμα τη συντριβή του στρατού των Παυλικιανών και τον θάνατο του αρχηγού τους Χρυσόχειρος. Αυτό το γεγονός κατέστρεψε τη δύναμη του Παυλικιανού κράτους και αφαίρεσε μία μεγάλη απειλή για την Αυτοκρατορία, προαναγγέλλοντας την πτώση της ίδιας της Τεφρικής και την προσάρτηση του Παυλικιανού πριγκιπάτου λίγο αργότερα.
Οι Παυλικιανοί ήταν Χριστιανική αίρεση, της οποίας η ακριβής προέλευση και οι πεποιθήσεις είναι κάπως ασαφείς: οι Βυζαντινές πηγές τους παρουσιάζουν ως δυϊστές, ενώ οι αρμενικές πηγές υποστηρίζουν ότι ήταν μία αίρεση που πρέσβευε ότι ο Χριστός υιοθετήθηκε από τον Θεό. Οι Παυλικιανοί ήταν σκληρά εικονοκλάστες, προσκολλήθηκαν σε μία πολύ ξεχωριστή Χριστολογία και απέρριπταν την εξουσία και τις πρακτικές της επίσημης Βυζαντινής Εκκλησίας, ακολουθώντας τους δικούς τους ηγέτες.[1] Κατά συνέπεια, διώχθηκαν από το Βυζαντινό κράτος ήδη από το 813, παρά την επίσημη υποστήριξη των Αυτοκρατόρων στην εικονομαχία. Μετά το οριστικό τέλος της Βυζαντινής Εικονομαχίας το 843, αυτός ο διωγμός εντάθηκε σε μία προσπάθεια, μοναδική στη Βυζαντινή ιστορία, να εξαλειφθεί μία ολόκληρη «αιρετική» ομάδα: εστάλησαν διαταγές να σκοτωθεί, όποιος δεν θα αποκήρυσσε τις δοξασίες των Παυλικιανών.[2] Σύμφωνα με τους χρονικογράφους, μέχρι και 100.000 Παυλικιανοί σφαγιάστηκαν, ενώ τα απομεινάρια έφυγαν από τα οχυρά τους στην ανατολική-κεντρική Μ. Ασία και βρήκαν καταφύγιο στους Μουσουλμάνους εχθρούς της Αυτοκρατορίας, στα αραβικά εμιράτα του thughur, δηλ. στην Βυζαντινο-αραβική συνοριακή ζώνη κατά μήκος του Ταύρου–Αντιταύρου. Με την υποστήριξη του Ουμάρ αλ-Ακτά εμίρη της Μελιτηνής, ο Παυλικιανός ηγέτης Καρβέας ίδρυσε ένα ξεχωριστό πριγκιπάτο στην Τεφρική και για τις επόμενες δεκαετίες, οι Παυλικιανοί εκστράτευαν μαζί με τους Άραβες εναντίον του Βυζαντίου.[3]
Οι Άραβες και οι Παυλικιανοί υπέστησαν ένα κρίσιμο πλήγμα το 863, με την ήττα και τον θάνατο του Ουμάρ στη μάχη του Λαλακάοντα και τον θάνατο του Καρβέα την ίδια χρονιά,[4] αλλά υπό τον νέο τους αρχηγό Χρυσόχειρα, οι Παυλικιανοί επανέλαβαν τις καταδρομές τους βαθιά στο Βυζαντινή Μ. Ασία: επέδραμαν στη Νίκαια και λεηλάτησαν την Έφεσο το 869/970.[3] Ο νέος Ρωμαίος Αυτοκράτορας Βασίλειος Α΄ ο Μακεδόνας (βασ. 867–886), έστειλε πρεσβεία για διαπραγματεύσεις στην Τεφρική. Μετά την αποτυχία των συνομιλιών, ο Βασίλειος Α΄ οδήγησε μία εκστρατεία κατά του κράτους των Παυλικιανών την άνοιξη του 871, αλλά ηττήθηκε και μόνο ελάχιστα κατάφερε να ξεφύγει.[5][6]
Ενθαρρυμένος από αυτή την επιτυχία, ο Χρυσόχειρ οργάνωσε μία άλλη βαθιά επιδρομή στη Μ. Ασία, φτάνοντας στην Άγκυρα και λυμαίνοντας τη νότια Γαλατία. Ο Βασίλειος αντέδρασε, στέλνοντας εναντίον του έναν συγγενή του, τον Δομέστικο των Σχολών Χριστόφορο. Οι Παυλικιανοί κατάφεραν να αποφύγουν μία σύγκρουση και καθώς η περίοδος των εκστρατιών πλησίαζε στο τέλος της, άρχισαν να αποσύρονται προς τη δική τους επικράτεια. Στρατοπέδευσαν στις Aγράνες (σημερινό Muşali Kalesı) στο θέμα του Χαρσιανού, με τον κατά πόδας αυτών Βυζαντινό στρατό να στρατοπεδεύει στο κοντινό Σίβορον (σύγχρονο Karamağara) στα δυτικά.[7] Από εκεί, οι Παυλικιανοί βάδισαν βορειοανατολικά προς το πέρασμα του Bαθέως Ρύακος (ή Βαθυρύακος, «Βαθύ ρέματος», σύγχρονο πέρασμα Kalinirmak δυτικά του Σεβάστειας, Sivas), μία τοποθεσία στρατηγικής σημασίας, όπως υποδεικνύεται από το γεγονός ότι χρησίμευε ως οχυρό σημείο συγκέντρωσης (άπλεκτον) για Βυζαντινές αποστολές στη Μ. Ασία. Ο Χριστόφορος έστειλε τους στρατηγούς των θεμάτων της Αρμενίας και του Χαρσιανού μπροστά με περίπου 4.000-5.000 άνδρες, για να έρθουν σε επαφή με τον Παυλικιανό στρατό, να τον παρακολουθήσουν μέχρι το πέρασμα και να αναφέρουν τις προθέσεις του, δηλαδή αν σκόπευε να αναδιπλωθεί προς τα δυτικά για να ξαναρχίσει τις επιδρομές στη Βυζαντινή επικράτεια ή αν αυτός κατευθυνόταν προς στην Τεφρική, οπότε θα έπρεπε να ενταχθούν ξανά στις δυνάμεις του Δομεστίκου.[7]
Όταν οι δύο Ρωμαίοι στρατηγοί με τους άνδρες τους έφτασαν στο πέρασμα, είχε πέσει η νύχτα και οι Παυλικιανοί, προφανώς αγνοώντας ότι τους ακολουθούσαν, είχαν κατασκηνώσει στην κοιλάδα του περάσματος. Οι Βυζαντινοί πήραν θέση σε έναν δασώδη λόφο που ονομαζόταν Ζωγολόενος, που έβλεπε το στρατόπεδο των Παυλικιανών, αλλά τους έκρυβε περαιτέρω από τον εχθρό τους. Στο σημείο αυτό οι πηγές αναφέρουν ότι έγινε μία διαμάχη μεταξύ των στρατιωτών των δύο θεματικών στρατών, για το ποιος ήταν ο πιο γενναίος. Οι δύο στρατηγοί αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν το υψηλό ηθικό και την ορμητικότητα των στρατευμάτων τους για να επιτεθούν, παρά τις εντολές που είχαν.[8][9] Επιλεγμένο απόσπασμα 600 ανδρών και από τις δύο μεραρχίες εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση τα ξημερώματα, ενώ ο υπόλοιπος στρατός έμεινε πίσω και έκανε δυνατή βοή με σάλπιγγες και τύμπανα, ώστε να υποδηλώνει την επικείμενη άφιξη ολόκληρου του Βυζαντινού στρατού υπό τον Χριστόφορο. Το τέχνασμα λειτούργησε τέλεια: οι Παυλικιανοί αιφνιδιασμένοι, πανικοβλήθηκαν και διασκορπίστηκαν χωρίς να προβάλουν καμία σοβαρή αντίσταση.[8][9][10] Η επιδρομή κατά των Παυλικιανών ολοκληρώθηκε, καθώς αυτοί κατά τη φυγή τους έπεσαν επάνω στον κύριο Βυζαντινό στρατό. Οι νικητές Βυζαντινοί καταδίωξαν τα απομεινάρια τους σε απόσταση 50 χλμ. Ο ίδιος ο Χρυσόχειρ κατάφερε να δραπετεύσει με ένα μικρό απόσπασμα σωματοφυλάκων, αλλά τον έφεραν στο κόλπο του Κωνσταντίνου Βουνός (πιθανώς σύγχρονο Γιλντίζ Νταγκί). Στον εμπλοκή που ακολούθησε, τραυματίστηκε από τον Πουλάδη, έναν Βυζαντινό στρατιώτη που ήταν στο παρελθόν αιχμάλωτος των Παυλικιανών, και έπεσε από το άλογό του. Στη συνέχεια συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε από τους προελαύνοντες Βυζαντινούς· το κεφάλι του στάλθηκε στον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ στην Κωνσταντινούπολη.[6][8][9]
Η ήττα τους στον Βαθύ Ρύακα σηματοδότησε το τέλος των Παυλικιανών ως στρατιωτικής δύναμης και απειλής για τη Ρωμανία.[9] Ο Βασίλειος Α΄ ακολούθησε αυτή την επιτυχία με μία σειρά από εκστρατείες στην Ανατολή κατά των οχυρών των Παυλικιανών και των Αραβικών Εμιράτων. Η ίδια η Τεφρική καταλήφθηκε το 878 και ισοπεδώθηκε. Οι υπόλοιποι Παυλικιανοί εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια, ενώ ένα μεγάλο απόσπασμα στάλθηκε στη Νότια Ιταλία, για να πολεμήσει για την Αυτοκρατορία υπό τον Νικηφόρο Φωκά τον Πρεσβύτερο.[2][5]
Η χρονολογία και η σειρά των γεγονότων σχετικά με τη μάχη και την πτώση του Παυλικιανού κράτους είναι ασαφής, καθώς οι Βυζαντινές πηγές είναι αντιφατικές: αρκετοί μελετητές τοποθετούν τη μάχη το 872, άλλοι το 878, και στις δύο περιπτώσεις είτε πριν, είτε μετά την κατάληψη και καταστροφή της ίδιας της Τεφρικής από τους Βυζαντινούς. Έτσι ο Αλεξάντρ Βασίλιεφ πρότεινε μία πρώτη νικηφόρα μάχη για τους Βυζαντινούς, ακολουθούμενη από την λεηλασία της Τεφρικής και την τελική ήττα των Παυλικιανών στον Βαθύ Ρύακα, όλα το 872. Οι πιο πρόσφατοι ιστορικοί τοποθετούν τη μάχη πριν από τη λεηλασία της πόλης, αλλά διαφωνούν στις ημερομηνίες των δύο γεγονότων. Μερικοί, όπως η Nίνα Γκαρσόιαν [11] ή ο Τζον Χάλντον,[9] τοποθετούν και τα δύο γεγονότα στο 878. Ο Γάλλος Βυζαντινιστής Πωλ Λεμέρλ, ακολουθούμενος από άλλους μελετητές όπως ο Μαρκ Γουίτοου [5] και ο Γουόρεν Τρέντγκολντ,[6] τοποθέτησαν τη μάχη το 872 και την τελική υποταγή της Tεφρικής χρόνια αργότερα, το 878 (ο Τρέντγκολντ το 879).